Μια φορά και έναν καιρό

Θα σταθώ λιγάκι σε χρόνια περασμένα, τότε που τη φθινοπωρινή μελαγχολία του Σεπτέμβρη τη μεγάλωνε το δικό μας ψυχοπλάκωμα, αφού σε λίγες βδομάδες, σε λίγες μέρες, και αλίμονο σε λίγες ώρες, η καλοκαιρινή παιδιάστικη ξενοιασιά μας έπαιρνε τέλος και άρχιζε η μεγάλη, η ατέλειωτη ανηφοριά του σχολείου, χωρίς ο χρόνος να περνά με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα που φεύγει τώρα που μπήκαμε στο περιθώριο της ζωής…

Ένα περίεργο «βολ-πλανέ» με προσγείωσε ταρακουνώντας με πάνω σ’ ένα παραπεταμένο, κιτρινισμένο από τον χρόνο ημερολόγιο γραφείου, με σημειώσεις ακαταλαβίστικες και αδιάφορα ονόματα, που κάποιο αγχωμένο χέρι σημείωσε βιαστικά για υπενθύμιση, σαλιώνοντας ίσως το μολύβι της «κόπιας» στο φύλλο το μουντζουρωμένο μιας κάποιας «1ης Οκτωβρίου»…

Την 1η Οκτωβρίου άρχιζαν τότε τα μαθήματα στα σχολεία, και περί το τέλος Ιουνίου τελείωνε η σχολική χρονιά, με προαγωγικές εξετάσεις και μαθητικές επιδείξεις στο Καλλιμάρμαρο, παρουσία των Αρχών. Είχε αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη η πρόσφατη συνήθης «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», που μετέτρεψε τότε από εξατάξιο σε τετρατάξιο το Δημοτικό και σε οκτατάξιο το εξατάξιο Γυμνάσιο. Όμως οι καθηγητάδες, θεωρώντας πως… υπεξαιρέθηκαν οι δύο τάξεις απ’ το Δημοτικό, μας βλέπαν για… κλεπταποδόχους και μας αντιμετώπιζαν σαν «γιαλαντζί» γυμνασιόπαιδες… Κι ας είχαμε δώσει αυστηρές εισιτηρίους εξετάσεις…

Πρωτοετής λοιπόν Γυμνασίου εγώ, κατέφθασα στην αυλή του καινούργιου μου σχολείου καμαρωτός, αλλά και φοβερά τρακαρισμένος, αφού βρισκόμουνα ξαφνικά σ’ ένα αλλιώτικο, βλοσυρό περιβάλλον, όπου κανέναν δεν ήξερα και καμιά σχέση δεν είχε με την ανάλαφρη αυλή του Δημοτικού μας, με τις ζαβολιές και τις σκανταλιές μας, και την «κυρία» να μας εποπτεύει με τη βίτσα στο χέρι ή να μας μαθαίνει ελληνικούς χορούς τραγουδώντας «Ο Μανούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεχμέτ Αγάς». Και ποιηματάκια: «Εις το βουνό ψηλά εκεί / είν’ εκκλησιά ερημική…».

Και τώρα, λίγοι συμμαθητές απ’ τα παλιά και διάφοροι άλλοι, το ίδιο μουδιασμένοι κι αμίλητοι, στεκόμασταν ταπεινοί και καταφρονεμένοι σε μια γωνιά, με τους παλιούς να περιφέρονται αγέρωχοι, χωρίς να καταδέχονται ούτε καν να μας κοιτάξουν. Κυρίαρχοι και υπερόπτες, έψαχναν να βρουν τους περσινούς κολλητούς τους, να πούνε για τα «πεπραγμένα» των διακοπών και να συμφωνήσουν ποιοι θα καθήσουν με ποιους στην τάξη.

Και ενώ όλο και κατέφθαναν παιδιά σε μπουλούκια, στητός στην καγκελόπορτα ο επιστάτης με την κουδούνα στο χέρι αστυνόμευε και καρατάριζε συγχρόνως πόσα κουλούρια θα πουλάει στο διάλειμμα για να συμπληρώνει τον γλίσχρο μισθό του.

Βάρεσε κάποτε η κουδούνα, μας μάζωξαν και οδηγώντας μας σαν τα «γαλόπουλα», μπήκαμε στην αίθουσά μας. Είχε στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες των ηρώων του ’21, πλάι σ’ έναν τεράστιο χάρτη της Ελλάδος. Άγνωστοι μεταξύ μας και συνεσταλμένοι, δεν καβγαδίσαμε για την κατάληψη των τελευταίων θρανίων, αλλά καθήσαμε όπου βρισκόμασταν. Στα μαύρα αυτά θρανία, τα χαραγμένα με ονόματα και… σχέδια, γεννήθηκαν εκείνη τη μέρα φιλίες που μερικοί τις κράτησαν μιαν ολόκληρη ζωή. Τις πρώτες θέσεις, μπροστά μπροστά, τις κατέλαβαν… ex officio τα βδελύγματα του σχολείου, που θα λέγαν τα μαθήματα νεράκι και θα εισέπρατταν όλο άριστα και μπράβο. Ήσαν τα κατοπινά «καρφιά».

Σε λίγο ήρθε στην τάξη ο Γυμνασιάρχης να μας καλωσορίσει, αγριοκοιτάζοντας όλους μαζί, αλλά και καθέναν χωριστά με πλήρη ισότητα, γιατί ήτανε δίκαιος άνθρωπος. Και μετά, σαν σε «πασαρέλα» περνούσαν οι καθηγηταί ένας ένας για να γνωριστούμε και να μας μιλήσουν για το μάθημά τους.

Βγάζαμε απ’ την καινούργια μας σάκα το «πρόχειρο» που το είχαμε ντύσει με την μπλε κόλλα και κολλήσει την ετικέτα: «Τετράδιον του μαθητού της Α΄ Τάξεως Γυμνασίου…» και σημειώναμε τα βιβλία που έπρεπε να προμηθευθούμε. Τα περισσότερα ήσαν του ΟΕΣΒ, του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Μερικά ήσαν δεμένα με σκληρό χαρτονένιο εξώφυλλο και ήταν πανάκριβα. Τα περισσότερα όμως ήσαν απλά, αλλά κόστιζαν επίσης ένα κάρο λεφτά, διότι δεν εδίδοντο δωρεάν. Έτσι, πολλοί μαθηταί, μόλις τελείωνε η χρονιά, τα πουλούσαν και αγόραζαν στην επόμενη τάξη, πάλι μεταχειρισμένα. Υπήρχαν βιβλιοπωλεία, ιδίως στις συνοικίες, που ειδικεύονταν στις αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων βιβλίων, όπως και στα υπαίθρια με τις καρφωμένες προθήκες στον τοίχο του τότε Δημοτικού Νοσοκομείου «Η Ελπίς», στην αρχή της οδού Ασκληπιού, αντίκρυ απ’ το σπίτι του Κωστή Παλαμά. Μερικοί μαθητές, οι μεγαλύτεροι φυσικά, πουλούσαν τα βιβλία τους και κονομούσαν χαρτζιλίκι για να την κάνουν κοπάνα και να πάνε σινεμά στο Ροζικλαίρ ή στο Αθηναϊκόν, με τα δύο καουμπόικα έργα.

Το καλύτερό μας βιβλίο ήταν τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», που ήσαν μια ολόκληρη ανθολογία με διηγήματα και ποιήματα γνωστών συγγραφέων, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη, του Στεφ. Καρκαβίτσα, του Γρηγόρη Ξενόπουλου, του Παπαδιαμάντη και άλλων. Αντιθέτως, η Γραμματική και το Συντακτικόν του Αχιλλέως Τζαρτζάνου, η Πρακτική αριθμητική, η Φυσική ιστορία και η Γεωγραφία ήταν βιβλία βασανιστικά. Ειδικά η Γεωγραφία ήταν η πιο τυραννική, αφού εκτός από τους κατοίκους, και ολόκληρη την… πανίδα και τη χλωρίδα που μάθαινες, έπρεπε να κάτσεις να σχεδιάσεις με τις ώρες στο «Τετράδιον Ιχνογραφίας» με κάθε λεπτομέρεια, μπογιατίζοντας με τα κραγιόνια τα βουνά, τα λαγκάδια και τα ποτάμια του νομού.

Τα βιβλία τ’ αγοράζαμε απ’ τα βιβλιοπωλεία των Βασιλείου, Δημητράκου, Σαλίβερου, της Εστίας και άλλων, που τέτοιες μέρες είχανε μεγάλες πιένες. Αξέχαστο όμως έμεινε το «Χαρτοπωλείον» της μακρινής εκείνης εποχής. Πόσο νοσταλγεί η όσφρησή μας τις μυρωδιές του ξύλου των μολυβιών, του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού και κάθε άλλης οσμής που ανέδιδε η τότε γραφική ύλη. Από του Αλευρά, του Αλικιώτη, του Καργιωτάκη, αγοράζαμε τη διώροφη ξύλινη κασετίνα με το συρταρωτό της καπάκι που άνοιγε και περιστρεφόταν ο πάνω όροφος, για να έχεις πρόσβαση στο… ισόγειο. Είχε κι ένα λιλιπούτειο κλειδάκι που εξασφάλιζε το περιεχόμενο από βέβηλα χέρια. Αγοράζαμε τα δίχρωμα κόκκινα-μπλε μολύβια, τα χωρισμένα σε δύο ίσα μέρη, τα μαύρα Faber νούμερο 2 και τα κραγιόνια για την ιχνογραφία. Στυλογράφους ελάχιστοι είχαν. Αγοράζαμε μελάνι Μενούνου με το χαρακτηριστικό μπουκαλάκι ή… χύμα και γράφαμε με κονδυλοφόρους και πενάκια Χ για την καλλιγραφία, και «καμπουρίτσα» ή Iridinoid για την «Αντιγραφή». Υπήρχαν και τα μελανοδοχεία που όσο κι αν τα αναποδογύριζες δεν χυνόταν το μελάνι, κι όμως τα χέρια μας και ενίοτε η μύτη μας ήσαν διαρκώς μουντζουρωμένα. Παίρναμε μπόλικα τετράδια «Ερμής» των 20 και των 40 φύλλων, που πολλά στο οπισθόφυλλό τους είχανε πίνακα με την προπαίδεια πολλαπλασιασμού, και άλλα πολυτελείας, με θαλασσί περιθώριο που τα προτιμούσαν τα κορίτσια. Θέλαμε, τέλος, ξύστρες, στυπόχαρτο και γομολάστιχες, την άσπρη τη λεπτούλα την πλακέ και την άλλη τη δίχρωμη για να σβήνει το μελάνι. Και ύστερα, με τα καλύτερα γράμματα που μπορούσαμε να επιτύχουμε, που τις πιο πολλές φορές γινόταν στην τύχη, φιλοτεχνούσαμε πάνω σ’ ένα λευκό χαρτονάκι το «Ωρολόγιον πρόγραμμα» με τα μαθήματα της εβδομάδος. Και έτοιμος πια ο… Σίσυφος, φορτωνόταν τ’ αγκωνάρι στη ράχη του και ξεκινούσε.

Πολλά μπορεί να δαμάζει ο πανδαμάτωρ χρόνος. Και πιο πολλά μπορεί να κουκουλώνει μ’ ένα παχύ στρώμα λησμονιάς, που σε κάνει να λες «κάποιος, κάπου, κάποτε…» Κι ύστερα μαύρο σκοτάδι. Έρεβος! Έλα όμως που κάθε τόσο ένα τερατάκι σκάει μύτη μέσα απ’ την αχλύ και σέρνοντας σε τρελό χορό τις αναμνήσεις, κλείνει το μάτι περιπαιχτικά, λέγοντας αυθάδικα:

– Νενίκηκα σε Λήθη…


Σχολιάστε εδώ