Κράτος, Χρηματιστήριο, κοινωνική αλλαγή
Ο ίδιος ο «πατριάρχης» της αντίληψης αυτής, ο Φρ. Φουκουγιάμα, αναγκάζεται σήμερα να παραδεχθεί: «Από το 2002 ως το 2007, όταν ο κόσμος γνώριζε μια πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη, ήταν εύκολο να αγνοούνται οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και οι νοτιοαμερικανοί λαϊκιστές που κατήγγειλαν το αμερικανικό οικονομικό μοντέλο ως έναν “καπιταλισμό των καουμπόη”. Αλλά να που σήμερα η λοκομοτίβα της ανάπτυξης αυτής έχει εκτροχιασθεί, απειλώντας να παρασύρει τον υπόλοιπο κόσμο στην καταστροφή. Χειρότερα, ο ένοχος ήταν το ίδιο το αμερικανικό μοντέλο. Με τη μανία για όλο και λιγότερο κράτος, η Ουάσινγκτον είχε παραμελήσει να ρυθμίσει κατάλληλα τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τον άφησε να πλήξει την υπόλοιπη κοινωνία… Η (αντίληψη αυτή) παρεξέκλινε όταν έγινε, για πολλούς οπαδούς της, ιερή ιδεολογία και όχι πλέον πραγματιστική απάντηση στις υπερβολές του κράτους πρόνοιας». («Το Βήμα», 12/10/08).
Παρά τις προσεκτικές αυτές αυτοκριτικές προσεγγίσεις, που σχετική σημασία πρέπει να τους αποδίδουμε όταν διατυπώνονται στη διάρκεια της κρίσης και όχι κάποια χρόνια πριν, η κρατική παρέμβαση στην ενίσχυση των τραπεζών, η ανάδυση της ισχύος και της παρεμβατικής δράσης του κράτους έθνους, έφερε στην επιφάνεια μια σειρά πολιτικο-ιδεολογικών ερωτημάτων, για τη φύση και την εμβέλεια αυτής της παρέμβασης.
Το πρώτο ερώτημα αφορά στον χαρακτήρα της παρέμβασης: Πρόκειται για ένα «προείκασμα» κρατικού καπιταλισμού, ή μήπως για επικουρική βοήθεια του κράτους προς «επιδιόρθωση» της αρρυθμίας του συστήματος, το οποίο θα επανέλθει μετά την κρίση στη γνωστή νεοφιλελεύθερη «κοίτη» του;
Ασφαλώς όσοι αναφέρονται σε ένα είδος κρατικού καπιταλισμού αποτελούν μάλλον ρομαντικούς οπαδούς του J. Schumpeter, ο οποίος στο κλασικό του έργο «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία» (πρώτη έκδοση το 1942) υποστήριζε ότι μέσω της συνεχούς γραφειοκρατικοποίησης και της σχεδιασμένης οικονομίας ο δυτικός καπιταλισμός, κατά πάσα πιθανότητα, θα παραχωρήσει τη θέση του σε μια νέα οικονομική τάξη η οποία, ανεξάρτητα από το πώς θα αποκαλείται, θα αποτελεί μια μορφή σοσιαλισμού…
Ασφαλώς βρισκόμαστε μακριά από τέτοιου είδους ενδεχόμενα, τα οποία ο Schumpeter τα αναζητούσε στο παρεμβατικό κράτος των ΗΠΑ όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη μεγάλη κρίση του 1929.
Όμως είναι γεγονός ότι κλονίσθηκε ισχυρά το ιδεολόγημα της δυνατότητας αυτορρύθμισης των μηχανισμών της αγοράς, αντίληψη που συγκροτεί τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου επιχειρήματος.
Ασφαλώς αλλάζει, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα, ο συσχετισμός δυνάμεων και ο τύπος λειτουργιών μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Η αναμενόμενη μάλιστα ύφεση και το «πέρασμα» της κρίσης στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας καθιστά απολύτως αναγκαία την επέκταση της κρατικής παρέμβασης τόσο στο πεδίο των δημοσίων επενδύσεων όσο και σʼ εκείνο των ελέγχων στην ασυδοσία δράσης του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Το δεύτερο ερώτημα/δίλημμα που διατυπώθηκε αφορά στη σκοπιμότητα ή μη της ενίσχυσης και διάσωσης των τραπεζών και αποκτά ταξικο-κοινωνικό περιεχόμενο. Στο δίλημμα αυτό συγκρούονται δύο αγαθά: Το πρώτο αναφέρεται στην έννοια της δικαιοσύνης: «Να πληρώσουν εκείνοι που έφταιξαν», έστω κι αν αυτό οδηγεί στο κλείσιμο τραπεζών και στην κρίση των αγορών. Από την άλλη πλευρά, όμως, προκύπτει το αίτημα της διαφύλαξης της κοινωνικής αναπαραγωγής, της εργασίας, της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας των πολιτών… Εδώ συγκρούονται δύο «αγαθά».
Δεν υπάρχει όμως δικαιοσύνη όταν διαλύεται και καταστρέφεται μια κοινωνία. Γι’ αυτό και η επιλογή της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος ήταν μονόδρομος. Και η αντίφαση που περικλείει το δίλημμα αναδεικνύεται στην επισήμανση του S. Zizek «Ο σοσιαλισμός είναι κακός – εκτός κι αν επιτρέπει να σταθεροποιείται ο καπιταλισμός».
Σε επέκταση του διλήμματος αυτού, διατυπώνονται απόψεις περί «δημιουργικής καταστροφής». Τόσο από τον χώρο των ακραίων «μονοθεϊστών» του νεοφιλελευθερισμού όσο και από οπαδούς της επαναστατικής-ριζοσπαστικής Aριστεράς, μια βαθιά κρίση που θα επέφερε την καταστροφή ενός τμήματος των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέους δυναμικούς μετασχηματισμούς.
Οι νεοφιλελεύθεροι εικάζουν ότι μια τέτοια διαδικασία θα άφηνε πίσω τις μη ανταγωνιστικές δομές και θα επέτρεπε την ανάδυση νέων δυναμικών οικονομικών μορφών και λειτουργιών που θα σταθεροποιούσαν και θα προωθούσαν τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
Οι επαναστάτες-ριζοσπάστες αντιμετωπίζουν (θεωρητικά πάντα) την καταστροφή αυτή ως το τέλος του συστήματος, γεγονός που θα οδηγούσε σε μια νέα οργάνωση τις παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις, προωθώντας το συλλογικο-σοσιαλιστικό όραμα…
Όμως σε περιόδους κρίσης και καταστροφών αίρονται και η ίδια η πίστη και η συναίνεση προς την πολιτική εξουσία. Αναδύονται ανορθολογικές αντιλήψεις, υιοθετούνται αυταρχικά/αντιδημοκρατικά πρότυπα, επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Ούτε οι κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να αναδιαμορφωθούν μέσα από την καταστροφή, ούτε να οδηγήσουν αυτόματα σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η ιστορία των δύο παγκοσμίων πολέμων στην Ευρώπη και η οδυνηρή πορεία της Δημοκρατίας στη γηραιά ήπειρο αποτελούν πικρά διδάγματα.
Το θετικό στοιχείο από την κρίση αυτή είναι ότι εμπεδώνεται όλο και ευρύτερα η αντίληψη ότι το νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό πρότυπο έχει απολέσει την ιδεολογική του νομιμοποίηση. Με την έννοια ότι η «αυτορρύθμιση» είναι ένας επικίνδυνος μύθος που πρέπει άμεσα να αντικατασταθεί από την κρατική παρέμβαση. Και ότι το κράτος έθνος δεν αποτελεί μια ενοχλητική παρένθεση, αλλά μια ιστορικώς αναγκαία «ενότητα» για να εκφρασθούν τα συμφέροντα των πολιτών και να οργανωθούν ορθολογικά οι σύγχρονες κοινωνίες.
Τελικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία αν δεν επιβληθούν θεσμικά όρια και αυστηροί έλεγχοι στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Και ότι πρέπει ως άτομα και ως πολίτες να ξαναθυμηθούμε τη ρήση του Καρτέσιου «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», αντί να υιοθετούμε τα σύμβολα της «κοινωνίας της ζούγκλας», δηλαδή το «κερδοσκοπώ, άρα υπάρχω» και το «καταναλώνω, άρα υπάρχω».