Δάκτυλος Αμερικανών πίσω από την κρίση της τουρκικής λίρας!
Οι πηγές αυτές τονίζουν ότι το αμερικανικό πετρελαϊκό λόμπι, πανίσχυρο στην κυβέρνηση Μπους, παίζει ένα τελευταίο χαρτί του, επιχειρώντας πριν από τις προεδρικές εκλογές να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με την Τουρκία, η οποία εσχάτως έχει «θυμηθεί» τη συνθήκη της 5ης Ιουνίου 1926 μεταξύ Τουρκίας, Ιράκ και Βρετανίας, η οποία έδινε μεν την πλούσια σε πετρέλαιο Μοσούλη στο βρετανοκρατούμενο Ιράκ, αλλά προέβλεπε, σύμφωνα τουλάχιστον με τους τουρκικούς ισχυρισμούς, την καταβολή δικαιωμάτων (royalties) στην Τουρκία, από τα μελλοντικά έσοδα που θα έφερνε η αξιοποίηση του «μαύρου χρυσού».
«Αιχμή του δόρατος» των τουρκικών διεκδικήσεων σε μια περιοχή ελεγχόμενη πλέον από τις ΗΠΑ, την Βρετανία και τις μεγάλες πολυεθνικές του πετρελαίου, έχει γίνει, σύμφωνα με έγκυρους παρατηρητές, το βιβλίο του τούρκου πρώην υπουργού Χικμέτ Ουλούγκμπαϊ, με τίτλο «Η πολιτική του πετρελαίου, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Τουρκική Δημοκρατία». Προβάλλοντας μια θέση δημοφιλή στο τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο, όχι όμως εξίσου και στην κυβέρνηση Ερντογάν, ο πρώην υπουργός υπολογίζει ότι το Ιράκ χρωστάει μέχρι στιγμής 30 δισ. δολ. στην Τουρκία από τα royalties της Συνθήκης του ’26! Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει στο μέλλον να παίρνει δικαιώματα από τα έσοδα που θα προκύψουν, με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Μοσούλης, τα οποία ακόμη και ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν είχε εκμεταλλευθεί επαρκώς, λόγω των τουρκικών διεκδικήσεων, αλλά τώρα έχουν περάσει στα χέρια πολυεθνικών.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η Ουάσιγκτον έχει αρχίσει μια πολιτική ανοικτού «πριονίσματος» της τουρκικής πολιτικής, ενώ η Άγκυρα υποστηρίζει ότι οι αντάρτες του PKK έχουν πλέον αφανή υποστήριξη από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι, μόλις πρόσφατα, το CNN έστειλε ρεπόρτερ στα βουνά του Κουρδιστάν, για να παρουσιάσει ένα έντονα θετικό ρεπορτάζ για το PKK, που μέχρι πριν από λίγο καιρό είχε αμερικανική «στάμπα» τρομοκρατικής, μαρξιστικής-εθνικιστικής οργάνωσης. Στο ρεπορτάζ του CNN, η δημοσιογράφος θαύμαζε τους «αγωνιστές της ελευθερίας» και εξυμνούσε τον αγώνα τους, προβάλλοντας μάλιστα με μελανά χρώματα την τουρκική πολιτική καταπίεσης των Κούρδων!
Το τελευταίο βήμα στην αμερικανική πολιτική υπονόμευσης της Τουρκίας, με στόχο να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τις αξιώσεις της στο Ιράκ, είναι, κατά τους ίδιους παρατηρητές, η επίθεση στην τουρκική λίρα, που ουσιαστικά φέρνει την κυβέρνηση Ερντογάν μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας και πολιτικής αναταραχής, από την οποία μπορεί να σωθεί μόνο με τις δανειοδοτήσεις του (αμερικανοκρατούμενου) Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ΔΝΤ μέχρι στιγμής παρακολουθεί απαθώς τις εξελίξεις, περιμένοντας την Άγκυρα να εκπέμψει SOS, για να εγκρίνει δάνεια με «κρυφούς» πολιτικούς όρους υπέρ της αμερικανικής πολιτικής.
Το μεγάλο ερώτημα για τον κ. Αράπογλου και τους διπλωμάτες της αυλής της κ. Μπακογιάννη, που αναμφίβολα όφειλαν να επεξεργαστούν και διπλωματικά την υπόθεση εξαγοράς της Finansbank, είναι γιατί όλοι αυτοί οι κίνδυνοι, γνωστοί στους διπλωματικούς κύκλους από χρόνια, δεν συνεκτιμήθηκαν όταν αποφασιζόταν να εκτεθεί η μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα στην τουρκική αγορά.
Ο κ. Αράπογλου, χρησιμοποιώντας χθες τα «παπαγαλάκια» του, διακίνησε το σενάριο της επίθεσης αμερικανικών hedge fund ταυτόχρονα στην τουρκική λίρα και την Εθνική, προφανώς για να επωφεληθούν από την παράλληλη «βουτιά» του τουρκικού νομίσματος και της τράπεζας. Ζήτησε μάλιστα την παρέμβαση του Αλ. Πιλάβιου (ίσως αυτό να είναι το συντομότερο ανέκδοτο της κρίσης…) για να τιμωρηθούν οι «κακοί» κερδοσκόποι. Ως έμπειρος κοσμοπολίτης τραπεζίτης, γιατί δεν τα προέβλεψε όλα αυτά από το 2006; Χρειαζόταν άραγε ιδιαίτερη «μαντική» ικανότητα, ή μια απλή και ορθολογική αξιολόγηση των κινδύνων; Μήπως τελικά και ο κ. Αράπογλου «ξέχασε» αυτούς τους κινδύνους, ακριβώς επειδή εκείνη την εποχή οι Αμερικανοί, στο πλαίσιο του ανοικτού «φλερτ» με τον Ερντογάν, ήθελαν να διασώσουν την οικονομία της Τουρκίας από μια επερχόμενη συναλλαγματική κρίση και αξιοποίησαν προς τούτο τα κεφάλαια των Ελλήνων «υποτακτικών»;