Τηλεοπτική Δημοκρατία

Η εποχή μας, που χαρακτηρίζεται ως παγκοσμιοποίηση ή μεταπαγκοσμιοποίηση, δεν αναφέρεται μόνο στην οικονομία και την χρηματοπιστωτική αγορά, που εσχάτως δέχεται ισχυρότατα πλήγματα και ενοποιείται όχι μόνο στις διεργασίες της μεταφοράς κεφαλαίων αλλά και στη συσσώρευση υπερεθνικών παγκοσμιοποιημένων οικονομικών πόρων σε λίγους ή ελαχίστους, αλλά είναι πολυδιάστατη και εστιάζεται τόσο στην πολιτική με την τάση καθιέρωσης ενός παγκόσμιου ηγεμόνα. Ο τελευταίος εσχάτως αμφισβητείται εμπράκτως πλέον από άλλη ή άλλες δυνάμεις οικουμενικών δυνατοτήτων και επιρροών όπως είναι η Ρωσία, ιδιαίτερα όμως, επικεντρώνεται η παγκοσμιοποίηση στην επικοινωνία και την εικόνα. Τουτέστιν την ικανότητα τεχνολογικά και τεχνικά του παγκόσμιου συστήματος να επικοινωνικοποιεί την εικόνα ταυτόχρονα καθ’ άπασαν την υφήλιο.

Τα media καθίστανται σε εθνικό και οικουμενικό επίπεδο ο καθοριστικός πρωταγωνιστικός παράγοντας διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας, δημιουργίας πολιτικής. Αυτό σημαίνει πως ο σύγχρονος “πολίτης του κόσμου” είτε βρίσκεται στην παράσταση του εθνικού κράτους είτε αισθάνεται ως παγκοσμιοποιημένος υπερεθνικός άνθρωπος, δέχεται ανά πάσα στιγμή, ανά πάσα ώρα πολλές φορές ταυτόχρονα με τους υπόλοιπους εκατοντάδες εκατομμύρια συνανθρώπους του σε ολόκληρο τον κόσμο, την πληροφόρηση για τα γεγονότα που συμβαίνουν αλλού, την ερμηνεία και την αξιολόγησή τους. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιους χρόνους και ταχύτητες που δεν προλαβαίνει η πολιτική ηγεσία της χώρας του ούτε να τα αξιοποιήσει ούτε να τα εθνικοποιήσει, κυρίως όμως, δεν είναι σε θέση λόγω της ταχύτητας του “μηνύματος” να αντιδράσει μετατρέποντάς τα σε πολιτική στάση και αντίληψη.

Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου της εθνικής ή παγκοσμιοποιημένης λειτουργίας των ΜΜΕ ως συστημάτων πολιτικής που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της πολιτικής και της στάσης των πολιτών απέναντι στα γεγονότα και την πολιτική ηγεσία είναι σοβαρές, θα λέγαμε κοσμογονικές. Η ικανότητα του τηλεοπτικού μέσου να κινείται ταχύτερα από τη συμβατική πολιτική σκέψη και να επιδρά άμεσα και σε μακρά διαδρομή, καμιά φορά καθοριστικά, υπονομεύει ουσιαστικά, δηλαδή εν τοις πράγμασι, την ίδια τη δημοκρατική αρχή. Διότι η Δημοκρατία ουσιαστικά σημαίνει συμμετοχή του πολίτη και ανάπτυξη της ικανότητάς του να επηρεάζει το πολιτικό φαινόμενο είτε σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο, να ασκεί επιρροή και να ελέγχει την εξουσία, να συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις στα θέματα που τον αφορούν. Αυτή η ικανότητα συμμετοχής αποτυπώνεται ως πολιτική κουλτούρα που εξηγεί, θα λέγαμε προσδιορίζει και το επίπεδο δημοκρατίας μιας χώρας.

Ένα τέτοιο ανθρωποκεντρικό σχήμα οργάνωσης της κοινωνίας και οικοδόμησης του τρόπου διακυβέρνησης του συλλογικού υποκειμένου έχει τις αφετηρίες του στην Κλασική Ελλάδα και την Αθηναϊκή Δημοκρατία, πέρασε στην εποχή μας μέσα από τον Διαφωτισμό και την οικοδόμηση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, σ’ αυτό που αποκαλούμε “Διεθνής Κοινωνία” που αναφέρεται κυρίως και πρωταρχικά στον δυτικό κόσμο ο οποίος και εκπροσωπεί το δημοκρατικό σύστημα ως μοναδική επιλογή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Αποτελεί εν προκειμένω γενική παραδοχή πως το Δημοκρατικό Σύστημα πολιτικής εξουσίας και διακυβέρνησης ταιριάζει κατά προτεραιότητα στον δυτικό πολιτισμό και τον κοινωνικο-οικονομικό τρόπο οργάνωσης των ευρωπαϊκών και δυτικών κρατών εν γένει.

Εκείνο που ενδιαφέρει να επισημάνουμε σήμερα και προβληματίζει όλως ιδιαίτερα, εντοπίζεται στο γεγονός ότι στο σύγχρονο αθηνο-κεντρικό ελληνικό κράτος, τα ηλεκτρονικά Μέσα όπως είναι τα ΜΜΕ, τείνουν να υποκαταστήσουν την πολιτική μιας παραδοσιακά καθιερωμένης, αξιοζήλευτης ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, που τη χαρακτήριζε κυρίως το ζωντανό ενδιαφέρον της ενεργού συμμετοχής στην πολιτική, διαμορφώνοντας τα ίδια τα Μέσα πολιτική, φτιάχνουν την πολιτική ατζέντα, απευθυνόμενα σε έναν απαθή σχεδόν, τηλεοπτικό θεατή που είναι δέκτης των πάσης μορφής, ενίοτε αστήρικτων, πρόχειρων ή και υποβολιμαίων μηνυμάτων. Παλαιότερα, την εποχή που ο Γιούργκεν Χάμπερμας αποκαλούσε την γερμανική κοινωνία ως παθητικό και αδιάφορο δέκτη των πολιτικών εξελίξεων και θεωρούσε τον απαθή πολίτη παθογενές στοιχείο της Δημοκρατίας, ήμασταν περήφανοι για την ελληνική κοινωνία της διαρκούς ενεργοποίησης, της συμμετοχής και της αφύπνισης. Σήμερα κινδυνεύουμε να ομογενοποιηθούμε, με αυτό που αποκαλούμε «δυτική κοινωνία» υποτασσόμενοι στους όρους της τεχνολογίας των Μέσων και της επιρροής που ασκούν οι πάσης φύσεως κηδεμόνες τους, αναδεικνύοντας θέματα καθ’ υπερβολήν και πολλές φορές άκριτα, με απαράδεκτους για δημοκρατική ενημέρωση αξιολογικούς χρωματισμούς, μετακινώντας το επίπεδο της ενημέρωσης από το πραγματικό πολιτικό γεγονός σε επιφαινόμενα της Πολιτικής, και κυρίως της παραπολιτικής.

Διαμορφώνεται έτσι όχι μόνο ένας παθητικός πολίτης αλλά ένας παρα-κακοπληροφορημένος πολίτης ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση τελεί εν πλήρη συγχύσει ευρισκόμενος κάθε βράδυ ή κάθε πρωί ενώπιον μιας σωρείας ανερμάτιστων και χαμηλού επιπέδου ορισμένες φορές «ενημερωτικών» εκπομπών – τηλεοπτικών τηλεμαχιών, των γνωστών παραθύρων ορισμένων τηλεοπτικών μέσων, που προκαλούν όχι μόνο τη λογική, αλλά και την αισθητική μας.

Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει τον πολίτη και τηλεθεατή τους η μεγαλύτερη μερίδα των τηλεοπτικών σταθμών στην Ευρώπη και τη Δύση ευρύτερα.

Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ο πολίτης στις σύγχρονες δημοκρατίες τείνει να μετατραπεί σε παθητικό δέκτη τηλεοπτικής ενημέρωσης και τηλεοπτικών μηνυμάτων, ας γίνεται αυτό, τουλάχιστον, με την απαιτούμενη σοβαρότητα που απαιτεί από τους λειτουργούς του Τύπου η αποστολή τους, τουτέστιν παρουσίαση της είδησης «γυμνής» και στις πραγματικές της διαστάσεις.

Αντιθέτως, πολλές φορές παρουσιάζεται η είδηση εν είδει σχολίου ερμηνευόμενη κατευθείαν από τους σχολιαστές των «τηλεπαραθύρων», με αποτέλεσμα να έχουμε μια απαράδεκτη ενοποίηση της είδησης με το σχόλιο. Δεν έχουμε μια αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά την ερμηνευτική κατασκευή και επιβολή της.


Σχολιάστε εδώ