Πλαστική οικονομία – δανεική ευημερία

Σήμερα «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο»… αυτό βέβαια δεν είναι το «φάντασμα της προλεταριακής επανάστασης» αλλά η πραγματική απειλή μιας τεράστιας «χρηματιστικής φούσκας» που απειλεί να τινάξει στον αέρα την ευημερία του δυτικού κόσμου και να ακυρώσει τόσο τις αισιόδοξες εκδοχές για το «τέλος της Ιστορίας» όσο και την κυριαρχία της μονόδρομης-νεοφιλελεύθερης σκέψης…

Η μονόδρομη δυτική σκέψη στηρίχθηκε στο δόγμα ότι η συνεχής ανάπτυξη, η τεχνολογική πρόοδος και η παγκοσμιοποιούμενη οικονομία οδηγούν (νομοτελειακά) στη συνεχή πρόοδο, στην αύξηση της ατομικής και συλλογικής ευημερίας.

Οι όποιες κρίσεις, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, δεν αποτελούν παρά προσωρινές αρρυθμίες, περιοδικού τύπου ανισορροπίες, τις οποίες αντιμετωπίζει και υπερβαίνει η αυτοδυναμική του συστήματος…

Η άποψη αυτή αγνοεί μια θεμελιώδη αντίφαση. Ότι δηλαδή ο στρατηγικός προσανατολισμός του συστήματος στην άμεση μεγιστοποίηση και στη συγκεντροποίηση του κέρδους αντιτίθεται και ακυρώνει την ίδια την επεκτατική και καινοτόμο του δυναμική.

Η «φούσκα» της κτηματικής πίστης στις ΗΠΑ «έσπασε» λόγω προφανούς αναντιστοιχίας των υπερτιμημένων αξιών των ακινήτων έναντι της πραγματικής τους αξίας και όχι λόγω της αδυναμίας των οφειλετών να εξοφλήσουν τα δάνειά τους. Το τραγικό είναι ότι, παρ’ ότι η αναντιστοιχία αυτή έγινε φανερή κάποια στιγμή, το κεφάλαιο συνέχισε να επεκτείνεται, αυξάνοντας τα επιτόκια των δανείων αλλά και τον ίδιο τον βαθμό διακινδύνευσης των «προϊόντων» του…

Από εδώ ακριβώς ξεκινά το δομικό θεμέλιο της κρίσης: Από τη διαίρεση της οικονομικής/παραγωγικής δραστηριότητας σε δύο «κόσμους» σε δύο επίπεδα: τη χρηματιστική/»πλαστική» οικονομία και την πραγματική/παραγωγική.

Το «εργαστήριο» μέσα στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η «σχάση» είναι το χρηματιστήριο. Αποτελεί τον μεσολαβητικό ιστό μέσω του οποίου η πραγματική οικονομία μετασχηματίζεται και μετατρέπεται σε «πλαστική» οικονομία.

Ασφαλώς θα πρέπει να ξεφύγουμε από το στερεότυπο που απολυτοποιεί την αντίθεση μεταξύ βιομηχανικού/παραγωγικού και χρηματιστικού κεφαλαίου (παραγωγικό-παρασιτικό), καθόσον το επενδυτικό/βιομηχανικό κεφάλαιο αντλεί πόρους από το χρηματιστήριο.

Το πρόβλημα όμως ξεκινά από τη στιγμή που το κεφάλαιο παίρνει τη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Τότε οι εισηγμένες μετοχές στο χρηματιστήριο αναδιπλασιάζονται σε πραγματικό και εικονικό κεφάλαιο. Από τη μια πλευρά εκτιμώνται τα κτίρια, ο εξοπλισμός, οι πρώτες ύλες, η εργασία, το παραγόμενο προϊόν και από την άλλη η (φαντασιακή) προσδοκία για συνεχώς διευρυνόμενα, μελλοντικά κέρδη.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο σύμφωνα με τον προσδιορισμό του A. Giddens αποτελεί έναν δομικό δυϊσμό, αφού χωρίζει την οικονομική αξία σε δύο χωριστούς «οντολογικούς» κόσμους, αυτούς της πραγματικής και της φαντασιακής/»πλαστικής» οικονομίας. Αντίθετα με το φαινόμενο της δυαδικότητας, στο οποίο τόσο η πραγματική αξία όσο και τα προσδοκώμενα κέρδη συνδέονται οργανικά, αποτελώντας χωριστές μορφές της ίδιας οικονομικής δομής.

Το χρηματιστήριο δημιουργεί εισοδήματα αλλά δεν αυξάνει τον κοινωνικό πλούτο, ως πράξη «μηδενικού αθροίσματος» (όσο χάνει ο ένας ή οι πολλοί τα κερδίζει ένας ή ολίγοι) (Π. Παπακωνσταντίνου, «Το χρυσό παραπέτασμα», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 46, επ.). Στην πράξη μέσω της «πλαστικής οικονομίας» αναδιανέμεται ο πλούτος που παράγεται στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγικής εργασίας.

Είναι μάλιστα ιδιαίτερα κρίσιμο το φαινόμενο αυτό, όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο απορροφά αποταμιεύσεις των φτωχότερων στρωμάτων, που μετά την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, καταθέτουν τις οικονομίες τους σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης και σύνταξης. Ένα παρόμοιο φαινόμενο εμφανίσθηκε και στη χώρα μας με την επί δεκαετίες καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, μέσω των μηδενικών επιτοκίων καταθέσεων, αλλά και πρόσφατα μέσω του χρηματιστηρίου και των «δομημένων ομολόγων»…

Σήμερα η νεοφιλελεύθερη αντι-κρατική αντίληψη ξαναθυμήθηκε το παρεμβατικό κράτος. Τα δημόσια οικονομικά και το «εξορκισμένο» κράτος-έθνος καλούνται να «γεμίσουν» τις μαύρες τρύπες των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων… Με ποιους όρους, όμως, επικαλούνται αυτή την κρατική παρέμβαση; Μήπως για να ξεπεράσουν τον «σκόπελο» και να ξαναρχίσουν τα ίδια;

Σ’ αυτό το ερώτημα, στο οποίο η μορφή της τρέχουσας κρίσης προσδίδει ιστορική σημασία, απαιτούνται ώριμες και υπεύθυνες απαντήσεις. Γιατί, δυστυχώς, η κρίση της «πλαστικής» οικονομίας μετατοπίζεται αναπόφευκτα και διαμορφώνεται ως κρίση της πραγματικής οικονομίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το παρόν και το μέλλον.

Γι’ αυτό και η όποια κρατική-δημόσια παρέμβαση πρέπει να γίνει με βάση σαφείς όρους και περιορισμούς. Κι ένας τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να αποβλέπει στη γεφύρωση και στην ορθολογική σύνδεση μεταξύ πραγματικής αξίας και χρηματιστηριακής. Δεν μπορεί η αξία των μετοχών μιας επιχείρησης στο χρηματιστήριο να είναι διπλάσια ή τριπλάσια της πραγματικής, αντικειμενικά μετρήσιμης αξίας της, και να συζητούμε σοβαρά για οικονομική ανάπτυξη, κατανάλωση και κοινωνική ευημερία.

«Υπάρχουν δύο μορφές απόκτησης πλούτου, η φυσική οικονομία και το εμπόριο. Η πρώτη είναι απαραίτητη και σεβαστή, ενώ η δεύτερη, που διαμορφώνεται με την ανταλλαγή, επικρίνεται δικαίως γιατί είναι αφύσικη και αποτελεί ένα τρόπο για να βγάζουν κέρδος οι άνθρωποι ο ένας από τον άλλο. Η πιο επαχθής μορφή είναι φυσικά η τοκογλυφία, η οποία βγάζει κέρδος από το χρήμα και όχι από το φυσικό αντικείμενο του χρήματος. Γιατί προορισμός του χρήματος ήταν να χρησιμοποιηθεί ως μέσο ανταλλαγής και όχι να πολλαπλασιάζεται με τόκους. Από εδώ προκύπτει ο όρος «τόκος», ο οποίος σημαίνει την «γέννηση χρήματος από το χρήμα, όπως τα τέκνα μοιάζουν στους γονείς (Αριστοτέλης, Αʼ βιβλίο Πολιτικών). Για να προσθέσει ο μεγάλος φιλόσοφος ότι η επιθυμία προς κτήσιν, δηλαδή η «κτητική» υπερβαίνει το μέτρο και «γίνεται αυτονομημένη χρηματιστική και μάλιστα καπηλική (τοκογλυφία) τότε θεωρείται παρά φύσιν καθ’ όσον αποσυνδέεται από την ικανοποίηση της ανάγκης» (ο.π. 1258 α 39).

Δυστυχώς γι’ αυτά τα σοφά λόγια ελάχιστα ώτα ακουόντων υπάρχουν. Ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός διαλύει το παρόν και ακυρώνει το μέλλον. Απαιτείται γι’ αυτό μια ολική στροφή, μια ριζική επανεκτίμηση του τρόπου ζωής και του τρόπου σκέψης μας.


Σχολιάστε εδώ