Ο Χριστόφιας μπορεί, ο Ταλάτ όχι
Την περασμένη εβδομάδα έγινε στο Στρασβούργο η Σύνοδος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου ένα από τα σημαντικότερα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η Έκθεση του γερμανού βουλευτή κ. Hoerster για τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας είχαν προσκληθεί και μίλησαν στην Ολομέλεια των βουλευτών των 47 χωρών-μελών ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Χριστόφιας και ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων κ. Ταλάτ.
Ο κ. Χριστόφιας για άλλη μια φορά επανέλαβε με έμφαση τη σταθερή του απόφαση να επιτευχθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού μέσα από τις συνομιλίες ανάμεσα στον ίδιο και τον κ. Ταλάτ. Ήταν μια καθ’ όλα επιτυχής ομιλία, με την οποία κατάφερε να πείσει τη συνέλευση τόσο για την ειλικρίνειά του όσο και για τις καλές του προθέσεις.
Ο κ. Ταλάτ, εκτός από την προσπάθειά του να δικαιολογήσει την τουρκική εισβολή και κατοχή και να κατηγορήσει τους Κυπρίους για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, επιχείρησε επίσης να πείσει το ακροατήριο για τις καλές του προθέσεις στα πλαίσια του διαλόγου που, όπως είναι γνωστό, έχει ήδη ξεκινήσει.
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω ως έλληνας βουλευτής στη Συνέλευση, όπου απαντώντας στον κ. Ταλάτ και στους Τούρκους συναδέλφους είπα ότι αποτελεί περιφρόνηση προς τη διεθνή κοινότητα να εξακολουθούν να δικαιολογούν την τουρκική επέμβαση στην Κύπρο και ότι κατηγορώντας τους Κυπρίους για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν, είναι σαν να κατηγορούν τη δημοκρατία επειδή λειτουργεί.
Σε ό,τι αφορά τον διάλογο ανάμεσα στους κ. Χριστόφια και Ταλάτ, διατύπωσα τις επιφυλάξεις που διατηρώ ως προς το επιτυχές αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος, να επιτευχθεί δηλαδή μια πραγματικά δίκαιη και βιώσιμη λύση για το συμφέρον όλων των κατοίκων του Νησιού.
Όπως επισήμανα, στα ζεύγη «Ελλάς – Κύπρος» και «Τουρκία – Τουρκοκύπριοι» υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ενώ η Ελλάδα παρακολουθεί και στηρίζει αυτά που αποφασίζει η Κύπρος, η Τουρκία επιβάλλει με σιδερένια πυγμή τη δική της πολιτική στους Τουρκοκυπρίους. Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι το αν ο κ. Ταλάτ είναι ειλικρινής στις προθέσεις του, αλλά το κατά πόσον έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τις απόψεις του, αν η Τουρκία δεν συμφωνεί με αυτές.
Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά η απαισιοδοξία μου για το αποτέλεσμα του διαλόγου, απαισιοδοξία που ενισχύθηκε και από τη στάση των τούρκων βουλευτών, όπου κατά τη διάρκεια της συζήτησης της Έκθεσης για τις εξελίξεις στο Κυπριακό επιχείρησαν με πάνω από 30 τροπολογίες να μετατρέψουν την τελική απόφαση, πράγμα που τελικά δεν κατάφεραν.
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί έχουν επενδύσει, καλοπροαίρετα, στην επιτυχία του διαλόγου Χριστόφια – Ταλάτ, υπερεκτιμώντας κατά την άποψή μου τις καλές προσωπικές σχέσεις που επικρατούν ανάμεσά τους.
Όμως στην εξωτερική πολιτική οι καλές σχέσεις ανάμεσα σε δύο συνομιλητές βελτιώνουν το τελικό αποτέλεσμα, όταν οι ίδιοι μπορούν να αποφασίζουν. Ο κ. Χριστόφιας μπορεί. Δυστυχώς, ο κ. Ταλάτ δεν έχει αυτήν τη δυνατότητα.