Μια φορά και έναν καιρό

Είχαν βεβαίως προστρέξει εθελοντικώς προς βοήθειάν της μερικές κυρίες, που παράτησαν τους συζύγους τους στο σαλόνι με τις ανιαρές τους συζητήσεις και πήγαν στην κουζίνα τάχα να της «δώσουν ένα χέρι». Στην πραγματικότητα πήγαν για να μελετήσουν τα ενδότερα και να την ξομπλιάσουν, καθότι νιόπαντρη και γνωστή στη γειτονιά ως «ακαμάτρα».

Δεν αρέσαν στον Μηνά αυτές οι κοσμικότητες και τα πολλά πάρε δώσε, διότι στο κάτω κάτω ο μόνος σοβαρός λόγος που τον ανάγκασε να παντρευτεί ήταν πως χρειαζόταν δυο άξια χέρια να περιποιούνται τις κότες του. Όχι, δεν ήταν επαγγελματίας πτηνοτρόφος. Στοχαστής ήταν και ενίοτε πολιτικός αναλυτής στο καφενείο της γειτονιάς. Διατηρούσε όμως καμιά εικοσαριά πουλάδες γεννησιάρικες και πούλαγε το κάθε τους αβγό όσο ο μπακάλης την εξάδα.

«Οι πελάτισσές μου», έλεγε, «έχουνε περί πολλού τα μούλικά τους και τα μπουκώνουν με αβγά χτυπημένα με μπόλικη ζάχαρη, μέχρι που κάνουνε φουσκάλες και σκάνε πλαφ πλαφ μέσα στην κούπα». Κι εκείνος με το αζημίωτο, τις προμήθευε εγγυημένα «αβγά της ημέρας» από το κοτέτσι του.

Δεν έμενε σε αγροικία, αλλά σε μια μονοκατοικία στην άκρη της συνοικίας και ζούσε συντροφιά μ’ έναν σκύλο ακαμάτη. Τα πουλερικά του όμως ήταν όλα ράτσας «λεγκχόρν» ολόασπρα, γυαλιστερά, με κατακόκκινο στητό λειρί και κιτρινιάρικο ράμφος, σύμφωνα δε με τις στατιστικές των πτηνολόγων γεννούσαν περίπου 2,7% περισσότερο από τις άλλες, τις κοινές τις στρουμπουλές κοτούλες, που τις έκανε τραγούδι ο Γούναρης. Εκτός αυτού, κλωσσούσανε και κατά 0,04% λιγότερο, γεγονός που τις έκανε ακόμη πιο συφερτικές, διότι αντί να έχουν το μυαλό τους στο πονηρό γεννάγανε συνέχεια αβγά. Και αυτές, σαν να ξέρανε την απόδοσή τους και την αξία τους, είχαν μιαν αυθάδεια στο ύφος τους, λες και ήταν άγγλοι ομολογιούχοι…

Όλ’ αυτά βέβαια είναι πολύ ωραία στο χαρτί, απαιτούνε όμως ιδιαίτερη φροντίδα, κάτι που δεν ήταν της ιδιοσυγκρασίας του Μηνά. Εδώ χρειαζόταν η αναντικατάστατη παρουσία της γυναίκας. Αυτή να πάει στην αγορά ν’ αγοράσει ένα τσουβάλι καλαμπόκι. Αυτή να τις ταΐσει προσκαλώντας τες μ’ ένα παρατεταμένο «πρ, πρ, προύκα», αυτή να καθαρίσει από τις κουτσουλιές την αυλή και το κοτέτσι και, τέλος, αν αντιληφθεί πως έχουν τάση να κλωσσήσουν, να τις πιάσει από τις φτερούγες και να τις βουτήξει σ’ έναν κουβά γεμάτο νερό για να τους φύγει η κάψα. Διότι, σύμφωνα με τους μη αμφισβητούμενους υπολογισμούς του, περισσότερο τον συνέφερε ν’ αγοράζει έτοιμες πουλάδες από την οδό Αθηνάς παρά να τις έχει να τις ταΐζει χωρίς να γεννάνε, τεμπελιάζοντας εις βάρος του με το κλώσσημα. Βέβαια, θα βοήθαγε κι εκείνος στις δουλειές. Δεν ήταν δα κανένας αναίσθητος. Και με βοήθεια μάλιστα πνευματική. Θα μετρούσε δηλαδή τ’ αβγά που γεννήσανε και μετά θα τα διέθετε εισπράττοντας το παραδάκι, καθότι αυτά είναι αντρίκειες δουλειές. Ύστερα, απερίσπαστος, θα πήγαινε στο καφενείο ν’ αναπτύξει τις άκρως ενδιαφέρουσες κοσμοθεωρίες του.

Η απόφασή του για γάμο είχε ως συνέπεια ν’ απευθυνθεί σε γνωστή γραία της συνοικίας που ασχολείτο με διάφορες σολομωνικές. Έφτιαχνε δηλαδή ερωτικά φίλτρα για να επανέλθει αποστατήσας αψίκορος μνηστήρ, ήτανε εξπέρ στο ξεμάτιασμα ιδίως με κουκιά, διάβαζε νεράκι το «κουπάκι» και ερμήνευε αυθεντικώς διφορούμενα ονείρατα. Όταν δε αδήριτη ανάγκη το απαιτούσε, γινόταν και μοιρολογίστρα, να σου ματώνει την ψυχή το μοιρολόι της. Υπήρξε μάλιστα περίπτωση, λένε, που μέχρι κι ο αποθαμένος δάκρυσε απ’ τα σπαραχτικά της λόγια… Αλήθεια – ψέματα, ποιος το ξέρει. Έτσι λέγανε, έτσι σας λέω κι εγώ, χωρίς να παίρνω όρκο. Η ειδικότητά της όμως ήταν τα προξενιά. Ήξερε τα κουσούρια του κάθε θηλυκού πιο καλά κι από τη μάνα που το γέννησε. Όχι πως την ενδιέφεραν δηλαδή τα καμώματά τους, ούτε καμιά κουτσομπόλα ήτανε. Απλώς οι γνώσεις της χρησίμευαν σαν… «διαπραγματευτικό χαρτί». Αλλά και του υποψήφιου γαμπρού, που συνήθως επρόκειτο για κανέναν γερόλυκο εργένη, ήξερε τις λαδιές του, για να μην της κουνιέται με παράλογες απαιτήσεις. Τότε του υπενθύμιζε χαρτί και καλαμάρι όσα η ασθενής του μνήμη λησμονούσε, και του ‘κοβε τον βήχα. Σκέτο μητρώο ήτανε η κυρά Φρόσω με τ’ όνομα. Εισέπραττε απ’ τον γαμπρό το κάτιτις της, αλλ’ έγδερνε τον φουκαρά τον πατέρα της νύφης, ιδίως αν τύχαινε να ‘ναι μεγαλοκοπέλα και φοβόταν πως θα του μείνει στο ράφι. Όταν όμως είχε μεγάλη προίκα, τότε έκλεινε ιδιαίτερη συμφωνία με τον γαμπρό. Στην περίπτωση ειδικά που τον μυριζότανε προικοθήρα και μπατίρη, τον χρηματοδοτούσε για να γίνει ευπαρουσίαστος, να λιγδώσει τ’ αντερό του και να τους φλομώσει στις ρεβερέντζες. Με δυο λόγια, να φανεί ολίγον τι γαλαζοαίματος, μην τον σουτάρουν πυξ-λαξ, διότι ως γνωστόν οι καπιταλίστες είναι σκληροί και απαιτητικοί και σε περνάνε από την ψιλή κρησάρα για να σου τ’ ακουμπήσουνε, λες και θα τα πάρουν μαζί τους…

Σ’ αυτήν απετάθη ο Μηνάς, όπως θα έκανε ο κάθε εχέφρων υποψήφιος, καθότι ήταν φίρμα εμπιστοσύνης. Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα. Άσε που ήταν πολύ πιθανό να τον κακοχαρακτήριζε, διότι, όπως ορθά διέγνωσε, στη γραία υπέβοσκαν αξιοκατάκριτες φεμινιστικές αντιλήψεις.

Έτσι, όταν κατέφθασε την επομένη, το ‘ριξε στον ρομαντισμό. Της εξήγησε πόσο αισθηματίας είναι, πως βαρέθηκε να βλέπει τα φεγγάρια χωρίς να ‘χει δίπλα το ταίρι του, και πως θέλει μια γυναικούλα να την κάνει ρήγισσα κι αφέντρα του, να περάσουνε ζωή χαρισάμενη. Αυτοί και τα… ζωντανά του. Καθώς η Φρόσω περιεργαζόταν το εσωτερικό του σπιτιού από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα, άδραξε την ευκαιρία και πέρασε στις λεπτομέρειες:

«Το σπιτάκι μας είναι μικρό και δεν θα τη φάει η λάτρα. Όσο τεμπέλα κι αν είναι, τι θα κάνει ολημερίς; Τα στοιχειώδη! Έτσι, σαν πασατέμπο για να περνά την ώρα της να πούμε… Άντε να μαγειρέψει, άντε να καρικώσει καμιά κάλτσα, να μπουγαδιάσει φυσικά πότε πότε, να σιδερώσει τα ρούχα μου και τα πουκάμισα μου μη βγαίνω στον κόσμο σαν λέτσος, κι άμα λάχει, να μπαλώσει κάνα σώβρακο. Με δυο λόγια σε διαβεβαιώ πως κοντά μου θα περάσει ζωή και… κότα». Αυτό το είπε ασυναίσθητα, διότι ήταν σοβαρός άνθρωπος και δεν του άρεσαν τα καλαμπούρια και τα ευτράπελα.

«Και τι ζητάς για προίκα;», ρώτησε η γριά που μπήκε αμέσως στο νόημα και είχε καμιά δεκαριά νύφες στην εφεδρεία, έτοιμες για προσκλητήριο.

«Ό,τι να ‘χει καλοδεχούμενο είναι», απάντησε. Και ύστερα από σύντομη σκέψη, συμπλήρωσε: «Φτάνει να ‘ναι… σχετικά τίμια!»

Η αξίωσή του αυτή περιόρισε αυτομάτως τον κατάλογο των υποψηφίων στο ήμισυ… Η κυρά Φρόσω ήτανε πιτσούλα στη δουλειά της. Ζήτησε προθεσμία να το μελετήσει, να δει τι υπάρχει τάχατες διαθέσιμο στην πιάτσα που θα ‘ναι κατάλληλο γι’ αυτόν, ύστερα δε από μερικές μέρες προσήλθε φέρουσα κατάλογο πλήρη ονομάτων διακεκριμένων γυναικών, με αναλυτικούς πίνακες των ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων…

Το κακό δεν αργεί πολύ να γίνει και να την τώρα η κυρία στην κουζίνα να ετοιμάζει το σουφλέ και να τον έχει πεθάνει στις κοσμικότητες. Αναγκάστηκε να βρει δουλειά, επειδή μόνον με τ’ αβγά δεν βγαίνανε. Άσε που οι κοτούλες του μία μία ψόφαγαν ανεξήγητα.

Χαριτολογούνε στο σαλόνι, μα ο Μηνάς στον δικό του κόσμο, μονολογεί: «Δεν τις έσφαζα καλύτερα…»


Σχολιάστε εδώ