Σκέψεις για ένα ρεαλιστικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ

Η κριτική ανασκόπηση των συστημάτων εισαγωγής στα ελληνικά ΑΕΙ, ιδιαίτερα από το 1964 και εξής, όταν η αρμοδιότητα διεξαγωγής των εξετάσεων αφαιρέθηκε από τα πανεπιστήμια και εκχωρήθηκε στο υπουργείο Παιδείας, έχει δείξει ότι οι κατά καιρούς αλλαγές εστιάζονταν κυρίως στον βαθμό εξάρτησής τους από το Λύκειο, ο οποίος ήταν άλλοτε στενότερος και άλλοτε χαλαρότερος. Το εφαρμοζόμενο από το 2000 σύστημα έχει άμεση σύνδεση με το Λύκειο, επειδή στόχος του ήταν η αναβάθμιση του Λυκείου από την προϊούσα απαξίωσή του. Ο στόχος όμως αυτός δεν επετεύχθη, επειδή το βάρος των εξετάσεων σε εθνικό επίπεδο (στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου και σε εννέα μαθήματα κάθε φορά) πολλαπλασίασε την ανασφάλεια γονέων και μαθητών και, σε συνδυασμό με την εκπαιδευτική αναποτελεσματικότητα του Λυκείου, δυνάμωσε την εξάρτηση των μαθητών από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα.

Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί σαφής υποβάθμιση της κριτικής σκέψης των υποψηφίων και ένταση της στείρας απομνημόνευσης λόγω της μέχρι υπερβολής προσκόλλησης στην εξεταστέα ύλη της Γ΄ Λυκείου, η οποία προκαθορίζεται από το υπουργείο Παιδείας. Αυτή περιλαμβάνει ένα τμήμα μόνο της διδαχθείσας ύλης κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Τα ελλείμματα αυτά στα γνωστικά εφόδια των υποψηφίων έχουν σαφείς επιπτώσεις και στην επίδοσή τους εντός των ΑΕΙ. Έχει κατʼ επανάληψη διαπιστωθεί ότι πρωτοετείς φοιτητές αδυνατούν να παρακολουθήσουν βασικά πανεπιστημιακά μαθήματα λόγω ελλιπών γνώσεων ακόμη και σε θέματα στοιχειώδους υποδομής. Έτσι, τα ΑΕΙ χάνουν πολύτιμο χρόνο διδάσκοντας, ως μη ώφειλαν, και φροντιστηριακού τύπου μαθήματα εις βάρος μαθημάτων καθαρά πανεπιστημιακού επιπέδου.

Κοντολογίς, η λεγόμενη «απεξάρτηση» από το Λύκειο πρέπει να αφορά κυρίως την αποδέσμευση από τα στενά περιθώρια της ύλης ενός μαθήματος συγκεκριμένης τάξης και τον επανακαθορισμό της (δηλαδή τη διεύρυνσή της) σε βαθμό ολοκληρωμένης γνώσης ως ενός γνωστικού αντικειμένου επιπέδου Λυκείου.

Οι προτάσεις βελτίωσης του συστήματος που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής:

1) «Ελεύθερη πρόσβαση». Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, όλοι οι υποψήφιοι εισάγονται ελεύθερα στα τμήματα της αρεσκείας τους, χωρίς καμία προϋπόθεση. Η επιλογή για την παραμονή τους ή όχι γίνεται μετά τη λήξη του πρώτου έτους σπουδών (ή, κατά μερικούς, «προπαρασκευαστικού» έτους).

Η πρόταση είναι πρακτικά ανεφάρμοστη, αφού τα ελληνικά ΑΕΙ δεν διαθέτουν, ούτε προβλέπεται να αποκτήσουν στο ορατό μέλλον και με τις τρέχουσες οικονομικές συγκυρίες, τις υποδομές σε κτιριακό εξοπλισμό, προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή ώστε να εκπαιδεύσουν αξιοπρεπώς τους τεράστιους αριθμούς υποψηφίων που θα συρρέουν κατά το πρώτο έτος. Η πρόταση δεν προβλέπει τίποτα για τη συσσώρευση των ΑΕΙ στα μεγάλα αστικά κέντρα και την έλλειψή τους στα περιφερειακά και, το χειρότερο, δεν μπορεί να διασφαλίσει το αδιάβλητο των ενδοπανεπιστημιακών εξετάσεων μετά το πρώτο έτος, κατά τις οποίες θα γίνεται η ουσιαστική επιλογή εκείνων που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους και ο αποκλεισμός των υπολοίπων. Με άλλα λόγια, η ευθύνη της επιλογής μεταφέρεται από το υπουργείο Παιδείας προς τα ΑΕΙ, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την αξιοπιστία και το αδιάβλητο του συστήματος. Ο υφέρπων λαϊκισμός της πρότασης μπορεί να την κάνει ελκυστική ως προεκλογικό όπλο σε όποιον πολιτικό θα ήθελε να «παίξει εν ου παικτοίς». Δεν επιτρέπεται όμως να ακούγεται από χείλη πανεπιστημιακών που υποτίθεται ότι γνωρίζουν εκ των έσω τις υφιστάμενες δυνατότητες των ελληνικών ΑΕΙ.

2) Ενδυνάμωση του ρόλου των ΑΕΙ στη διαδικασία. Το θέμα έχει πολλές πτυχές. Αναμφισβήτητα, τα ΑΕΙ πρέπει να έχουν κύριο λόγο στον καθορισμό του αριθμού εισακτέων, αρκεί οι προτάσεις τους να εδράζονται σε αντικειμενικά στοιχεία (π.χ. αναλογίες διδασκόντων – διδασκομένων, επάρκεια χώρων και εξοπλισμού κ.ο.κ.).

Το επιχείρημα ότι πρέπει να έχουν λόγο τα ΑΕΙ στην επιλογή των θεμάτων δεν έχει ουσιαστικό αντικείμενο, αφού τόσο στην Κεντρική Επιτροπή των Εξετάσεων όσο και στις επιτροπές θεματοδοσίας συμμετέχουν, και μάλιστα σε σημαντικό ποσοστό, μέλη των ΑΕΙ. Δεν είναι δυνατό από τις επιτροπές να απουσιάζουν καθηγητές και στελέχη της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφού αυτά γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον την ύλη που έχουν διδαχθεί οι εξεταζόμενοι.

3) Επιλογή των φοιτητών από τα ίδια τα ΑΕΙ.

Ούτε αυτό το επιχείρημα έχει κάποια ουσιαστική βάση. Τα κριτήρια επιλογής είναι οι προτιμήσεις που δηλώνουν οι ίδιοι οι υποψήφιοι και η βαθμολογία τους, η οποία είναι αξιοκρατικό κριτήριο προτεραιότητας. Είναι προφανές ότι υποψήφιοι με υψηλότερες επιδόσεις θα εισαχθούν σε τμήματα με μεγαλύτερη ζήτηση. Η επιλογή γίνεται αυτόματα και δίκαια από το πληροφοριακό σύστημα και έτσι αποφεύγεται η περιήγηση των υποψηφίων στα διάφορα ΑΕΙ, όπως συνηθίζεται στο εξωτερικό.

Ορισμένοι, ευτυχώς λίγοι, άσκησαν κριτική για την καθιέρωση του 10 ως βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ. Αγνοούν όμως ότι η πρόσβαση στα ΑΕΙ «πρέπει να βασίζεται στην αξία, την ικανότητα, τις προσπάθειες, την επιμονή και την αφοσίωση όσων την επιδιώκουν», όπως τονίζεται στην Παγκόσμια Διακήρυξη της UNESCO για την Ανώτατη Εκπαίδευση του 21ου αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα αξιοκρατικά κριτήρια επιλογής των υποψηφίων για την είσοδό τους στην ανώτατη εκπαίδευση, κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Κατά την προσωπική μου άποψη, ένα βελτιωμένο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

1) Να βασίζεται σε εθνικές εξετάσεις που οργανώνονται με την ευθύνη του υπουργείου Παιδείας, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η κεντρική οργάνωση διασφαλίζει τις προϋποθέσεις της ίσης μεταχείρισης και του αδιάβλητου του συστήματος, για τις οποίες υπάρχει ήδη επαρκής εμπειρία.

2) Να διενεργούνται οι εξετάσεις μετά τις απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου. Να εξετάζεται περιορισμένος αριθμός μαθημάτων (μέχρι πέντε), «γενικής παιδείας» και εξειδίκευσης, ανάλογα με το επιστημονικό πεδίο που θα επιλέξει ο υποψήφιος. Κάθε υποψήφιος να επιλέγει τμήματα αποκλειστικά από ένα επιστημονικό πεδίο μεταξύ των πέντε που υπάρχουν σήμερα.

3) Να αποδεσμευτεί η εξεταστέα ύλη από την ύλη της Γ΄ Λυκείου και να περιλαμβάνει, μετά από κατάλληλη επεξεργασία και διαμόρφωση ώστε να συμπυκνώνει τις βασικές γνώσεις, το σύνολο της ύλης που διδάχθηκε στο Λύκειο στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα (Φυσική, Μαθηματικά, Χημεία, Βιολογία, Ιστορία, Λατινικά, Αρχαία κ.λπ.). Μια τέτοια αναγκαία διεύρυνση της ύλης προϋποθέτει παράλληλες διορθωτικές παρεμβάσεις στα αναλυτικά προγράμματα της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και αναβάθμιση του θεσμού της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης για να αποφευχθεί νέα ένταση συρροής των υποψηφίων στα φροντιστήρια.

4) Να δημιουργηθεί μητρώο πιστοποιημένων βαθμολογητών από καθηγητές που διαθέτουν εμπειρία ή έχουν λάβει ειδική επιμόρφωση. Οι βαθμολογητές πρέπει να αξιολογούνται ετησίως με βάση την επίδοσή τους.

5) Να ψηφιοποιούνται, για λόγους διασφάλισης της διαφάνειας, τα γραπτά δοκίμια ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση κάθε υποψηφίου στο γραπτό του μέσω του Διαδικτύου με χρήση ειδικού προσωπικού του κωδικού.

Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός εφαρμογής του συστήματος πρόσβασης στα ΑΕΙ από πλευράς οργανωτικής και υποδομών είναι, σε γενικές γραμμές, επαρκής και επιδέχεται διορθωτικές παρεμβάσεις. Η εμπειρία όμως έδειξε ότι είναι αναγκαία μια ουσιαστική βελτίωση στο μορφωτικό σκέλος του συστήματος, η οποία συναρτάται άμεσα με την ποιοτική αναβάθμιση των μελλοντικών φοιτητών και αυριανών στελεχών της ελληνικής κοινωνίας.


Σχολιάστε εδώ