Ιστορίες της κουβέντας
Η αλήθεια είναι πως τα θέματα υγείας τα αντιμετώπιζε με μιαν αχαρακτήριστη επιπολαιότητα, κι ας ήταν φιλάσθενος, αυτό που λέμε γαλλικά… «μη μου άπτου». Εν πάση περιπτώσει, νταλαβέρια με την ιατρική δεν ήθελε και απέφευγε να κάνει όλες εκείνες τις ιατρικές εξετάσεις που δίνουν νόημα και ποικιλία στη ζωή των ηλικιωμένων. Αυτό τον καθιστούσε βαρετό και πληκτικό στις παρέες, και στο καφενείο τον κρατούσαν σε απόσταση, γιατί ενώ οι άλλοι κουβέντιαζαν για το σάκχαρο, τη χοληστερίνη, την εξέταση των ούρων τους κι ένα κάρο παρόμοια ενδιαφέροντα, εκείνος παρέμενε στη γωνιά αμίλητος σαν… φτωχός συγγενής.
Ούτε σε παρτίδα τάβλι μπορούσε να συμμετάσχει, επειδή έπαθλο μαζί με τον τίλιο είχανε π.χ. δυο κουτιά ινσουλίνες, ή έστω χάπια Dilitrend των 6,25, κι εκείνος διέθετε μόνον ασπιρίνες. Επομένως κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει τον καιρό του με τις τζαναμπετιές και τις ιδεοληψίες του.
Ειρήσθω εν παρόδω, επειδή η ζωή έχει γυρίσματα και εκδικείται, με κάποιο μικροατύχημα που του συνέβη, βρέθηκε ανάσκελα σε κρεβάτι νοσοκομείου. Ήρθε η αγριογκομενάρα η μικροβιολόγος με τα σύνεργα της πρωί πρωί να του πάρει αίμα για τις καθιερωμένες εξετάσεις, έκατσε σε μιαν άκρη, ξεχείλισε από θηλυκό το κρεβάτι του πόνου, και τον ρώτησε χαμογελαστά αν έχει -ως ώφειλε- ζάχαρο, ουρία ή κάτι σχετικό.
Φανερά οργισμένος με τις ερωτήσεις της που τις θεώρησε ανοίκειες, απάντησε: «Και πού θέλεις να ξέρω, κοπέλα μου;»
Απόρησε η γιάτρισσα με την άγνοιά του και τον ρώτησε με όση ευγένεια μπορεί να διαθέτει μια μικροβιολόγος σε εφημερία στις 6 το πρωί: «Καλά δεν ξέρετε; Εξετάσεις δεν κάνετε;»
«Όχι, δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω», απάντησε με ελαφρώς αγροίκο τρόπο που τράνταξαν τα τζάμια.
Πήρε το αίμα η κοπέλα και χωρίς να του πει καλημέρα προχώρησε στο διπλανό κρεβάτι. Ύστερα στο εργαστήριο, έβγαλε τ’ αποτελέσματα, τα μελέτησε και τα καταχώνιασε μουρμουρίζοντας: «Να κι αν μάθεις, να κι αν δεν μάθεις…» και συμπλήρωσε: «Άπα πα πα… Κατάλαβες ο σκατόγερος;»
Τώρα πες το αν θες λόξα, ο Γιώργος δεν ήθελε παρτίδες με γιατρούς. Τον πίεζαν οι δικοί του, τον συμβούλευαν οι συγγενείς και του υπεδείκνυαν οι φίλοι πως γέρος άνθρωπος είναι πια, κι ας το παίζει τζόβενο, γι’ αυτό πρέπει να κάνει ένα «τσεκ απ», να ξέρουνε τέλος πάντων σε τι κατάσταση θα τον παραδώσουν στον Ύψιστο.
Εκείνος απαντούσε στερεότυπα: «Στο νεκροταφείο του Μονάχου, υπάρχει μεγαλοπρεπής τάφος με αναθηματική πλάκα πάνω του, όπου με ωραία ανάγλυφα γοτθικά γράμματα και φιοριτούρες γράφει (σε ελεύθερη μετάφραση): ʽʽΕνθάδε κείται επειδή ήταν καλά και ήθελε να γίνει καλύτεραʼʼ». Και τους αποστόμωνε. Έλεγε κι άλλες εξυπνάδες. Υιοθέτησε π.χ. μια γελοιογραφία που είδε κάπου, και κάθε φορά που συναντούσε στον δρόμο τον οικογενειακό τους γιατρό, τον δρα Παντελάκη, μόλις ρωτούσε εκείνος τυπικά, «Σπίτι όλοι καλά;», του απαντούσε με ύφος ελαφρά απολογητικό, «Μάλιστα, γιατρέ. Και να μας συγχωρείτε…»
Ήρθε όμως η ζωή και ανέθεσε σε βλαχοποιμένα κατελθόντα εξ ορεινής Παρνασσίδος προς αγοράν «τζάκετ» και τσαρουχιών κινεζικής παραγωγής, να συναντηθεί μετά του κ. Γιώργου πρόσωπο με πρόσωπο εντός λεωφορείου και να φτερνισθεί τρις, περιλούζοντάς τον με τα αγνά υλικά της ρινοφαρυγγικής του κοιλότητας. Περισσότερον δραστικό το φτέρνισμά του από τα εκχυλίσματα της Λουκρητίας Βοργίας, ταβλάδιασε τον δυστυχή Γιωργάκη με γρίπη και πυρετό παρά μία τεσσαράκοντα…
Περιχαρής κατέφθασε ο δρ. Παντελάκης και ενώ ο ασθενής του βογκούσε, του τη φύλαγε: «Εμ κυρ Γιώργη μου, φτάνουνε πια τα «είμαστε καλά και να μας συγχωρείτε». Βλέπεις, εγώ δεν συγχωρώ…». Και τον εξέτασε, τον έβαλε να βήχει και να λέει «τριάντα τρία» όσο τον ακροαζόταν, και επειδή ήταν και εργασιομανής, ζήτησε ένα κουτάλι να του πατήσει τη γλώσσα να δει τις αμυγδαλές του…
Μετά κάθησε στο τραπεζάκι κι άρχισε να γράφει τις εξετάσεις που ήταν «απαραίτητο να κάνει». Και έγραφε, έγραφε, έγραφε… Ούτε στον Νιλ Άρμστρονγκ, όταν θα πήγαινε πρώτη φορά στη Σελήνη, δεν έκανε η ΝΑΣΑ τόσες εξετάσεις.
Κι είχες από κοντά την κυρά Γιώργαινα που πλειοδοτούσε: – Να κάνουμε και μια ακτινογραφία θώρακος; / – Βεβαίως να κάνουμε! / – Τι θα λέγατε να κάνουμε και καρδιογράφημα; / – Θα το συνιστούσα! / – Τρανσαμινάσες, γιατρέ; / – Εξυπακούεται…
Όσην ώρα γίνονταν οι ιατρικές συζητήσεις, μέσα στη θολούρα του θυμήθηκε τότε που νεαρός επρότεινε σε μια δεσποσύνη να πάνε σε τόπο χλοερό, σε τόπο αναψύξεως, διότι από τότε είχε πριμιτιβίστικες οικολογικές ανησυχίες, και όπως περίπου έλεγε η αφίσα «Μήπως είσαι ΚΟΔΗΣΟ και δεν το ξέρεις;», έτσι κι εκείνος ήταν οικολόγος και δεν το ήξερε. Γι’ αυτό τις τραβολόγαγε στα άγρια ρουμάνια, στην Εκάλη να πούμε ή στο Χαλάνδρι και στις άλλες ερημιές, και ευτυχώς που δεν τους φάγανε τα τσακάλια…
Πήγανε λοιπόν στη Δροσιά, απ’ όπου ξεκίνησε το «πεϊνιρλί» για να γίνει τα χρόνια εκείνα πολύ της μόδας. Κάθησαν στο μοναδικό κεντράκι, παρήγγειλαν δυο πεϊνιρλιά, αλλά ο σερβιτόρος ήθελε να τους περιποιηθεί και άρχισε τις τσιριμόνιες: – Να βάλω και αβγουλάκι; / – Βάλε. / – Να βάλω και σαλαμάκι; / – Βάλε. / – Να βάλω και λουκανικάκι; / – Βάλε, Πεινάλα.
Η κυρία δεν περίμενε ν’ ακούσει το γνωστό «Άλα ούνα, άλα ντούε, άλα τρε…» πριν πλειοδοτήσει, μα με την πρώτη εκφώνηση το κατακύρωνε. Τελικά τους έφερε ένα πράμα που έμοιαζε με μοντελάκι-πρώτο βραβείο κομμωτικής τέχνης και, το χειρότερο, δεν τρωγόταν…
Εν πάση περιπτώσει έφυγε τώρα ο γιατρός, τη σκαπούλαρε και πάλι, αλλά μυαλό δεν έλεγε να βάλει.
Όσο εκείνος αδιαφορούσε για την υγεία του, τόσο ενδιαφερότανε γι’ αυτήν και την παρακολουθούσε με συγκινητικό ενδιαφέρον ο αξιότιμος κύριος Απόστολος Μπλατσάρας, βοηθός τελετάρχου, στο ευφήμως γνωστό «Γραφείον τελετών» του Ανδροκλή Μπουνάτσα, αποκαλουμένου από το σινάφι του «Ο αράπης», λόγω του μελαψού του χρώματος, οφειλομένου στη συνεχή έκθεσή του στον ήλιο.
Ο Ανδροκλής ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Είχε διδάξει τα τρία του παιδιά να προσεύχονται κάθε βράδυ ευλαβικά, παρακαλώντας τον Πανάγαθο «να ΜΗΝ κρατά γερούς» τους ανθρώπους και ειδικά τους: (ακολουθούσε ονομαστικός κατάλογος).
Καθώς το σπίτι του Γιώργου δεν ήταν μακριά από το μαγαζί του, τον θεωρούσε ιδιοκτησία του και σίγουρο πελάτη. Τον επικαλείτο μάλιστα στην Τράπεζα οσάκις ζητούσε δάνειο. Τον είχε δηλαδή σαν… ενέχυρο. Όμως ο διευθυντής ήταν επιφυλακτικός διότι άκουσε πελάτισσα της Τράπεζας, απροσδιορίστου τρέχουσας ηλικίας, σίγουρα όμως προϊόν τρίτης ή τέταρτης… μετενσαρκώσεως, να διερωτάται μόλις αντίκρισε τον κ. Γιώργο; «Μωρ’ ζει αυτός ακόμα;»
Αλλά το κακό δεν ήταν ότι ακόμα ζούσε. Το κακό ήταν πως σαν έφτασε «η ώρα η καλή», ο βοηθός τελετάρχου και επιτηρητής του Γιώργου, χωρίς άδεια και χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν, το κλείδωσε και την κοπάνησε με νεαρά, που ύστερα από στενή πολιορκία εκείνο ακριβώς το βράδυ του είπε όλο γελάκια: «Μπορεί να είσαι της δουλειάς, αλλά εγώ θα σου δείξω πώς πάν’ στον Παράδεισο…»
Και έμαθε μεν την… ατραπό που οδηγεί στον Παράδεισο, έχασε όμως τον σίγουρο πελάτη! Κισμέτ, λένε οι Τούρκοι…