Η ΕΥΡΩΠΗ… ΕΑΛΩ

Τώρα δεν χρειάστηκαν παρά μόλις 14 μήνες για να μεταδοθεί κι επίσημα στην Ευρώπη η οικονομική κρίση που πλήττει τις ΗΠΑ, οδηγώντας σε μία μόνο μέρα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην κατάρρευση και όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις της ΕΕ να ξανασκεφτούν τους όρκους πίστης στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Μαύρη Δευτέρα ήταν για την Ευρώπη η πρώτη μέρα της εβδομάδας που πέρασε, καθώς οι περισσότερες σχεδόν κυβερνήσεις της, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ουάσινγκτον, έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη για σώσουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα. Στη χώρα όπου γεννήθηκε ο Άνταμ Σμιθ και θριάμβευσε η Μάργκαρετ Θάτσερ, την Αγγλία, το βρετανικό Δημόσιο, αφού πρώτα οι ιδιώτες κώφευσαν στις αγωνιώδεις εκκλήσεις του, πήρε υπό τον έλεγχό του – κρατικοποίησε δηλαδή την Bradford & Bingley. Να σημειωθεί πως ήταν η τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο που η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε την κρατικοποίηση καταρρέουσας ιδιωτικής τράπεζας. Στη Γερμανία το Δημόσιο και όμιλος τραπεζών υποσχέθηκαν 30 δισ. ευρώ για να σώσουν τη Hypo Real Estate από την κατάρρευση, καθώς η μετοχή της ήταν σε ελεύθερη πτώση χάνοντας περισσότερο από το 70% της αξίας της. Οι κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο, ακούμπησαν 11,2 δισ. δολ. για να αγοράσουν το 49% των μετοχών της Fortis και να τη σώσουν. Το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο σε συνεργασία με τη Γαλλία αυτήν τη φορά ξαναέριξαν στον Καιάδα τις διακηρύξεις περί ελάχιστου κράτους για να διασώσουν τον γαλλοβελγικό τραπεζοασφαλιστικό όμιλο Dexia ακουμπώντας 6,4 δισ. ευρώ. Στην Ισλανδία η κυβέρνηση αγόρασε το 75% της τράπεζας Glitnir, η οποία πριν δήλωσε ότι μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers αδυνατούσε να αντέξει το συνεχώς αυξανόμενο κόστος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Το γενναιόδωρο κράτος ξαναχτύπησε και την επομένη μέρα, από την Ιρλανδία αυτήν τη φορά, με αφορμή την ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι εγγυάται όλες τις υποχρεώσεις των 6 μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, που είδαν τη μετοχή τους να συνθλίβεται την προηγούμενη μέρα, μέχρι του ποσού των 400 δισ. ευρώ (ή 578 δισ. δολ.) – ποσό υπερδιπλάσιο του ετήσιου προϊόντος της χώρας. Η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» χαρακτήρισε την ανακοίνωση του Δουβλίνου ως «το πιο φιλόδοξο μέτρο που έχει ληφθεί από ένα κυρίαρχο κράτος απ’ τη μέρα που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση».

Μέχρι τα Ουράλια

Βαθιά το χέρι στην τσέπη αναγκάστηκε να βάλει και η Μόσχα, δίνοντας έτσι στην κρίση μια πανευρωπαϊκή διάσταση, καθώς η ρωσική κυβέρνηση δεσμεύτηκε τη Δευτέρα να παράσχει 50 δισ. δολ. για να αυξήσει τη ρευστότητα του συστήματος. Τα χρήματα θα δοθούν σε τράπεζες και επιχειρήσεις που έχουν πρόβλημα να αποπληρώσουν δάνεια από το εξωτερικό. Ωστόσο, όσο κι αν η αφορμή για τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η ρωσική αγορά δόθηκε από τις ΗΠΑ, οι αιτίες είναι βαθύτερες κι αφορούν πρώτα και κύρια τη μαζική απόσυρση ξένων επενδυτών από τη Ρωσία μετά την επέμβασή της στη Ν. Οσετία, όπου έσπευσε να εκδιώξει τους Γεωργιανούς. Ευρωπαϊκή τράπεζα εκτιμά ότι από τις 8 Αυγούστου, που ξεκίνησε η αιματοχυσία, μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου έφυγαν από τη Ρωσία 56,7 δισ. δολάρια. Αυτό το ποσό είναι προφανώς το τίμημα που πλήρωσε η Μόσχα για τη σύγκρουσή της με τις ΗΠΑ, καθώς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ήταν αυθόρμητη μια τόσο μαζική και απότομη φυγή κεφαλαίων. Η δεύτερη αιτία που δοκιμάζει τη ρωσική οικονομία σχετίζεται με την πτώση των τιμών των πρώτων υλών και ειδικότερα του πετρελαίου. Η σωτήρια για τα νοικοκυριά όλου του κόσμου κάθετη πτώση της τιμής του βαρελιού από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα (που κατρακύλησε από 145,29 δολάρια το βαρέλι στα 97) για τις χώρες παραγωγούς, όπως η Ρωσία, σήμανε μια αντίστοιχη δραματική μείωση στα δημόσια έσοδά τους. Η τιμή των μετοχών δεν θα έμενε ανεπηρέαστη. Η συντριβή των χρηματιστηριακών δεικτών τη Δευτέρα ήταν μια επιπλέον αιτία για τη δυσπραγία της ρωσικής αγοράς που ήρθε να προστεθεί στις άλλες δύο που αγγίζουν τα θεμέλια της οικονομίας.

Χρειάζεται βέβαια να διευκρινίσουμε πως παρά τα σύννεφα που έχουν αρχίσει να μαζεύονται πάνω από τον ουρανό της Ευρώπης οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία δεν είναι τόσο δραματικές -μέχρι στιγμής πάντα- όπως είναι στον χρηματοπιστωτικό της τομέα. Για παράδειγμα η αύξηση που παρουσίασε η ανεργία στη Γαλλία τον Αύγουστο κατά 40.000 άτομα -με βάση στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα την εβδομάδα που πέρασε- είναι μεν αξιοσημείωτη καθώς είναι η ταχύτερη αύξηση τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά όχι καταστροφική. Το ίδιο ισχύει και γι’ άλλους κρίσιμους δείκτες, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι πωλήσεις, η εμπιστοσύνη κ.λπ.

Σχέδιο αφαίμαξης

των φορολογουμένων

Η μίνι κατάρρευση των αγορών την προηγούμενη Δευτέρα ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο έγινε αισθητή στον δείκτη Dow Jones της Γουόλ Στριτ, που (πέφτοντας κατά 7% ή 778 μονάδες και χάνοντας 1,2 τρισ. δολάρια από την αξία του) υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες στην ιστορία του. Το έναυσμα για το μίνι κραχ έδωσε η απόρριψη από την αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων του έκτακτου Σχεδίου Πόλσον. Βασική επιδίωξη του σχεδίου έκτακτης ανάγκης, που επινόησε και σύνταξε ο υπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, με την παρότρυνση φυσικά της κυβέρνησης Μπους, ήταν να δημιουργηθεί ένα ταμείο με το οποίο το αμερικανικό Δημόσιο θα εξαγοράσει όλα τα «τοξικά ομόλογα» για να εξυγιανθεί έτσι η αγορά και η γενικευμένη δυσπιστία, που έχει πάρει τη θέση της εμπιστοσύνης παραλύοντας το διατραπεζικό δανεισμό, να εξαλειφθεί μία κι έξω. Το «μαγικό ραβδί» που υπόσχεται να αποκαταστήσει την ομαλότητα στην αγορά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το δημόσιο χρήμα: 700 δισ. δολάρια ζήτησε η Ουάσινγκτον για να διασώσει την καταρρέουσα χρηματοπιστωτική αγορά.

Το Σχέδιο Πόλσον προκάλεσε αναπάντεχες και οργισμένες αντιδράσεις δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα διαφωνούντων. «Όλοι μπορούν να βρουν κάτι για να εκφράσουν την αποστροφή τους», έγραφε ο προηγούμενος βρετανικός «Εκόνομιστ» για το φιλόδοξο Σχέδιο. Από τη μια μεριά βρέθηκαν όλοι αυτοί που πληρώνουν τον λογαριασμό εδώ και οκτώ χρόνια. Τώρα βγήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν (κάτι που δεν έχει ξαναγίνει από τις παραμονές της επέμβασης στο Ιράκ) και με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα βομβάρδισαν τους βουλευτές με μηνύματα στο ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο, πιέζοντάς τους να μην εγκρίνουν έναν νόμο που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και κοινωνικοποιεί τις ζημιές. Και τι ζημιές μάλιστα! Των μεγαλύτερων αρπακτικών και κερδοσκόπων που στις περιόδους της -δικής τους- άνθησης είχαν εθιστεί σε αποδόσεις ιλιγγιώδεις και απολαβές εξωφρενικές, την ίδια ώρα που οι εργαζόμενοι πιέζονταν να προσαρμοστούν στη μείωση των μισθών, την ελαστική εργασία, τις χαμηλές συντάξεις κ.λπ. Η ετήσια αμοιβή για παράδειγμα του πανταχόθεν βαλλόμενου σημερινού υπουργού Οικονομίας των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, όταν ήταν διευθυντής στην Γκόλντμαν Σακς, ανερχόταν μαζί με τα μπόνους στα 50 εκατ. δολ.!!! Πολύ γρήγορα έτσι δημιουργήθηκε ένα ογκώδες κοινωνικό ρεύμα ενάντια στο Σχέδιο Πόλσον. Για να γίνει μάλιστα σαφής η αιμορραγία που θα προκαλέσει στα δημόσια οικονομικά η υπερψήφισή του, αποκλείοντας ακόμη και στο μακρινό μέλλον οποιοδήποτε φιλολαϊκό μέτρο λόγω έλλειψης χρημάτων (όπως για παράδειγμα η παροχή κοινωνικής ασφάλισης στα 50 εκατομμύρια ανασφάλιστων Αμερικάνων), αρκεί να αναφέρουμε -για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης- με τι ισούται αυτό το ποσό. Είναι για παράδειγμα, 3,5 φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι παρήγαγε η Ελλάδα το 2007 και -για να μείνουμε στις ΗΠΑ- σχεδόν διπλάσιο από το σημερινό έλλειμμα που, κινούμενο σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ισούται με 400 δισ. δολάρια και αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ. Καθόλου τυχαία έτσι, σε δημοσκόπηση που οργανώθηκε από το Ινστιτούτο Γκάλοπ και δημοσιεύθηκε την επόμενη μέρα από την απόρριψη του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», μόνο το 28% των ερωτηθέντων βρέθηκε να συμφωνεί με το σχέδιο διάσωσης των κερδοσκόπων, ενώ το 68% το απέρριπτε! Τα μέλη λοιπόν της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ευθυγραμμιστούν με αυτό το ρεύμα απορρίπτοντας το σχέδιο με 228 ψήφους κατά και 205 ψήφους υπέρ.

Στην άλλη άκρη του φάσματος καταδίκης του Σχεδίου Πόλσον ξεχώρισαν ιδεοληπτικοί του Ρεπουμπλικανισμού που στο όνομα της ελεύθερης αγοράς απέρριπταν κάθε κρατική παρέμβαση. Αυτοί τουλάχιστον ήταν συνεπείς… Αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.

Κοινή δε σε όλο το φάσμα των επικριτών ήταν η αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα που θα έχει το εν λόγω σχέδιο, δεδομένου ότι κανένας, ούτε κι ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας, δεν εγγυήθηκε ότι θα κλείσει τις πληγές. Απλώς παρουσιάστηκε σαν η μοναδική διαθέσιμη λύση.

Οι αντιδράσεις που συνάντησε το Σχέδιο Πόλσον ανάγκασε Δημοκρατικούς (που πρωτοστάτησαν στην υπερψήφισή του ερχόμενοι σε σύγκρουση με την κοινωνική διαμαρτυρία), αλλά και Ρεπουμπλικανούς, να το υποβάλουν σε συνεχή λίφτινγκ. Έτσι εγκρίθηκε την Τετάρτη από τη Γερουσία (στα μέλη της οποίας οι Αμερικανοί δεν έχουν τόσο άμεση πρόσβαση, όπως έχουν στα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων) με 74 ψήφους υπέρ και 25 κατά, αυξάνοντας τις πιθανότητες να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων όπου κατατέθηκε για δεύτερη φορά προχτές Παρασκευή.

Οι κοινωνικές αντιδράσεις που προκάλεσε η αφειδώλευτη κρατική χρηματοδότηση των πληττόμενων επιχειρήσεων οδήγησε πολλούς ευρωπαίους πολιτικούς αρχικά να καταδικάσουν το Σχέδιο Πόλσον. Οι αντιρρήσεις τους κράτησαν όμως μέχρι τη Δευτέρα, όταν είδαν το χρηματοπιστωτικό τσουνάμι να σαρώνει και τις δικές τους τράπεζες, οπότε όλες οι χώρες ξέχασαν τον περίφημο «ζουρλομανδύα» της δημοσιονομικής σταθερότητας και την αποστροφή τους στις κρατικές δαπάνες κι αγόραζαν κι αυτοί με κατεπείγουσες διαδικασίες υπό χρεοκοπία τράπεζες στέλνοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους. «Σε ποιόν άλλον;», όπως με αφοπλιστικό τρόπο απάντησε κι ο Χένρι Πόλσον σε ερώτηση αμερικανού βουλευτή…


Σχολιάστε εδώ