Εκλογές και «χάος»

Σενάρια εκλογών αναπτύσσονται την τελευταία περίοδο. Η παρατεινόμενη κρίση της κυβερνητικής παράταξης δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για τη δυνατότητά της να διαμορφώσει τους αναγκαίους πολιτικοϊδεολογικούς όρους ώστε να αποκτήσει μια νέα δυναμική.

Οι όποιες πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης συναντούν δύο σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο -και κύριο- είναι η αποτυχία της οικονομικής διαχείρισης και η απώλεια του ηθικού επιχειρήματος της εντιμότητας, της «σεμνότητας και ταπεινότητας». Το δεύτερο αφορά στη «δαμόκλειο σπάθη» των, «κατά διασπορά», διαφωνούντων που θέτουν τον αριθμό των 150 βουλευτών κυριολεκτικά «επί ξυρού ακμής».

Όμως η προκήρυξη εκλογών απαιτεί ένα ισχυρό πολιτικό επιχείρημα το οποίο δεν διαθέτει ο Κ. Καραμανλής. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια απόφαση. Όσο για τη θεωρία της δράσης «εξωθεσμικών κέντρων», αυτή αποτελεί ένα αμυντικού χαρακτήρα επιχείρημα, που δεν απαντά όμως στη διευρυνόμενη δυσαρέσκεια και στην κοινωνική απονομιμοποίηση που προκύπτει από τις αποτυχίες της κυβέρνησης.

Από τον «χώρο» της Νέας Δημοκρατίας διατυπώνεται έμμεσα η άποψη ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών μπορεί να τεθεί το δίλημμα «Καραμανλής ή χάος»… Ανεξάρτητα, πάντως, από διλήμματα, εκβιασμούς και επικοινωνιακές στρατηγικές έχει ενδιαφέρον το ίδιο το πολιτικό πλαίσιο του εκλογικού νόμου και οι πραγματικοί όροι κομματικού ανταγωνισμού που ο ίδιος διαμορφώνει.

Είναι γνωστό ότι μέχρι της παρελεύσεως 18μηνου οι εκλογές διεξάγονται με λίστα. Συνεπώς, αν προκηρυχθούν εκλογές μέχρι τον Μάρτιο του 2009, οι αρχηγοί των κομμάτων έχουν την απόλυτη ισχύ για το ποιους βουλευτές θα εκλέξουν. Αυτό είναι και το πραγματικό «φόβητρο» που μπορεί να επισείει μέχρι τότε ο πρωθυπουργός κατά των διαφωνούντων.

Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι το ενδεχόμενο να μην υπάρξει αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές. Ολόκληρη η εκλογική νομοθεσία της μεταπολίτευσης διαμορφώθηκε στο «σχήμα» του δικομματισμού και στην (αυτονόητη) αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος.

Εάν, λοιπόν, στις επόμενες εκλογές τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ συγκεντρώσουν ποσοστά γύρω στο 38%, τότε αυτόματα προκύπτει πρόβλημα κυβέρνησης. Με άλλα λόγια η κρίση των κομμάτων της διακυβέρνησης, η κρίση του δικομματισμού, μετατρέπεται σε κρίση του πολιτικού συστήματος.

Το άμεσα διατυπούμενο αντεπιχείρημα είναι αυτό των συμμαχικών κυβερνήσεων. Ένα πρώτο δεδομένο για την αξιολόγηση αυτού του επιχειρήματος είναι ότι συνεργασίες κομμάτων για τη συγκρότηση κυβέρνησης μπορούν να διαμορφωθούν πριν από τις εκλογές και να επικυρωθούν σ’ αυτές. Όμως αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο για τις επόμενες εκλογές. Γιατί με τον «νόμο Παυλόπουλου» παύουν να ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές τα «μπόνους» των εδρών του πρώτου κόμματος στην περίπτωση συνεργασίας κομμάτων.

Μια ρεαλιστική εκτίμηση των κομματικών συσχετισμών και στρατηγικών καθιστά σήμερα μια κυβερνητική εκλογική συνεργασία περίπου ανέφικτη. Και στην περίπτωση που διαμορφωθεί, θα είναι έωλη και ευεπίφορη σε κρίση σε κάθε περίπτωση όπου θα χρειασθεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις…

ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να επικαλούνται για επικοινωνιακούς λόγους την προοπτική συνεργασίας, όμως τα δύο κόμματα βρίσκονται σε ισχυρό ανταγωνισμό στον χώρο της κεντροαριστεράς. Και μόνο μέσα από το αποτέλεσμα εθνικών εκλογών για το κοινοβούλιο (και όχι ευρωεκλογών) μπορεί να αποτυπωθεί ο πραγματικός κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός μεταξύ των δύο κομμάτων.

Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη και τη διάρκεια. Εάν οι αντιθέσεις στο ΠΑΣΟΚ σήμερα «καταστέλλονται» εν όψει της προοπτικής της εξουσίας, στον ΣΥΡΙΖΑ ενυπάρχουν σοβαρές ιδεολογικοπολιτικές διαφωνίες με στρατηγικού χαρακτήρα αποκλίσεις. Μια τέτοια συνεργασία προϋποθέτει στην πράξη ακύρωση του ριζοσπαστικού-«αντισυστημικού» χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που θα οδηγούσε αυτόματα στη διάσπασή του…

Επανερχόμενοι στα αρχικά μας ερωτήματα θα πρέπει να σκεφθούμε ότι η σημερινή κρίση των κομμάτων και του πολιτικού μας συστήματος δεν θεραπεύεται με εκλογικά «τρικ», που μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμα βαθύτερη κρίση, σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και σε «καταναγκαστικές» κυβερνητικές συνεργασίες.

Το τραγικό για τη χώρα μας και για τα κόμματά μας είναι ότι η πολιτική μας ζωή περιστρέφεται γύρω από τις δηλώσεις των κ. Τατούλη, Γιαννόπουλου, Δαϊλάκη, κι όποιου άλλου κυρίου προβεί αύριο σε «ανακοινώσεις», ή γράψει μηνύματα στον υπολογιστή και στο κινητό του…

Τα κόμματα και οι ηγεσίες τους θα έπρεπε να συζητούν σήμερα το πώς θα θωρακισθεί η χώρα και οι πολίτες της από την παγκόσμια οικονομική κρίση που συγκλονίζει οικονομικά μεγαθήρια και όχι ποιον να «βγάλουν μπροστά» οι επόμενες δημοσκοπήσεις. Αυτό είναι δυστυχώς το αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης. Κι αυτήν την κατάσταση εκμεταλλεύονται οι «εξωθεσμικοί» παράγοντες με τις παρεμβάσεις τους, προκειμένου να επωφεληθούν από την ακυβερνησία και από το πολιτικό αδιέξοδο των κομμάτων, ώστε να τα χειραγωγούν την επαύριον μέσα από τη δημιουργία «νέων κομμάτων» και κυβερνητικών συνεργασιών κάθε μορφής και κάθε «χρώματος»…

Η κυβέρνηση θα πρέπει να βγει από το τέλμα που η ίδια δημιούργησε και να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της. Το ΠΑΣΟΚ, από τη δική του πλευρά, να διαμορφώσει μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση, απορρίπτοντας τις «δουλείες» του κυβερνητικού του παρελθόντος.

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Εντιμότητα, αποτελεσματικότητα, αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Είναι τα μόνα εφόδια των κομμάτων και των πολιτικών μας για να σταματήσει τουλάχιστον ο κατήφορος.


Σχολιάστε εδώ