«Έτριζε το σπίτι από τα πνεύματα!»
Να εκφράζεται με όρους λατρείας, αφοσίωσης και θαυμασμού για το πρόσωπο του Ιησού. Να λέει ότι τον καθοδηγούν στη ζωή τα βήματά του και οι ευαγγελικές διδαχές.
Την ίδια ώρα δε που μιλάει με δέος για το χριστιανικό δόγμα και τη χριστιανική πίστη, είναι εξίσου εντυπωσιακό ν’ ακούς αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο της τέχνης και της ακαδημαϊκής ζωής να αποκαλύπτει ένα απίστευτο βίωμα της παιδικής του ηλικίας περί παρουσίας πνευμάτων στο σπίτι του, που είχαν μάλιστα προκαλέσει φοβερά πράγματα! Πετάγονταν αντικείμενα, αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ έτριζε το σπίτι ολόκληρο!
Στις επανειλημμένες ερωτήσεις της δημοσιογράφου Βίκυς Φλέσσα, που φάνηκε να εντυπωσιάζεται και η ίδια απ’ όσα της αποκάλυπτε, επέμεινε περιγράφοντας γλαφυρά και με λεπτομέρειες το γεγονός. Φάνηκε δηλαδή να ανασύρει από τη μνήμη του ένα συγκλονιστικό βίωμα, μια τρομακτική εμπειρία που την κουβαλούσε τόσα χρόνια μέσα του και τον είχε σημαδέψει.
Ακολουθεί η πλήρης στιχομυθία από την πολύ ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική εκπομπή της ΝΕΤ «Στα άκρα», την οποία επιμελείται και παρουσιάζει η Βίκυ Φλέσσα.
Βίκυ Φλέσσα: Φοβάστε; Υπάρχει κάτι που να φοβάστε;
Δημήτρης Μυταράς: Πιστεύω ότι αν υπάρχει άλλη ζωή, φοβάμαι γι’ αυτό. Λέω… μπας και υπάρχει, και το φοβάμαι αυτό.
Β.Φ.: Φοβάστε να υπάρχει. Το ενδεχόμενο να υπάρχει εσείς φοβάστε;
Δ.Μ.: Ναι, ναι, ναι.
Β.Φ.: Γιατί; Επειδή θα έχετε περάσει την πρώτη σας ζωή, ας το πούμε έτσι, στην πλάνη; Γιατί φοβάστε να υπάρχει μια άλλη ζωή, αν υπάρχει; Τι είναι αυτό; Τρομάζει;
Δ.Μ.: Ναι, με τρομάζει. Μολονότι έχω γράψει και ένα διήγημα που είναι σκοτεινό χρονικό, που γίνεται μια πνευματιστική συγκέντρωση και έρχονται και πνεύματα κι αυτά…, και τα άκουσα κι εγώ με τ’ αφτιά μου.
Β.Φ.: Ακούσατε πνεύματα στο σπίτι;
Δ.Μ.: Ναι, πνεύματα. Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά γινόταν χαμός μέσα στο σπίτι.
Β.Φ.: Δηλαδή;
Δ.Μ.: Είχανε καλέσει πνεύματα.
Β.Φ.: Ποιος;
Δ.Μ.: Ένας ξάδελφος μου, ο οποίος λεγότανε Δημήτρης Μυταράς επίσης, και ένας άλλος. Καλέσανε, λοιπόν, τα πνεύματα εκείνο το βράδυ του ’42, έγιναν κάτι φοβερά πράγματα μέσα στο σπίτι, πεταγόντουσαν αντικείμενα, πράγματα, έτριζε το σπίτι όλο.
Β.Φ.: Παρών εσείς;
Δ.Μ.: Παρών, ήταν σκοτάδι τελείως. Εγώ, ο πατέρας μου και λοιπά.
Β.Φ.: Τα ακούγατε μόνο;
Δ.Μ.: Ναι, τα ακούγαμε, και η μάνα μου, και έτριζε το σπίτι, μιλούσανε αυτοί, μιλούσαν για διάφορα θέματα. Θυμάμαι μια κουβέντα που έλεγε: «και των αγγέλων και των ανθρώπων», έλεγε.
Β.Φ.: Και των αγγέλων και των ανθρώπων;
Δ.Μ: Έλεγε με δυνατή φωνή, μια νεανική φωνή μιλούσε.
Β.Φ.: Άγνωστη σε εσάς;
Δ.Μ.: Άγνωστη, ναι, μετά μας είπαν ότι ήταν κάποιος τάδε.
Β.Φ.: Ποιος;
Δ.Μ.: Ένας, ένα πνεύμα, ξέρω εγώ τι ήτανε;
Β.Φ.: Ένας άνθρωπος που είχε πεθάνει δηλαδή;
Δ.Μ.: Ένας άνθρωπος που υπήρχε σε έναν παράλληλο κόσμο πιθανώς. Δεν ξέρω, δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω εγώ, ήμουνα και πέντε χρονών, δεν μπορούσα να πω τι ήταν. Ε, αυτά τα είδα εγώ εκεί μέσα, δεν τα πιστεύω όμως, δεν τα πίστεψα ποτέ.
Β.Φ.: Άρα, τι ήταν; Μια ψευδαίσθηση;
Δ.Μ.: Δεν ξέρω, πάντως το σπίτι έτριζε και όλοι το αντιλήφθησαν. Ήταν η μητέρα μου, η αδερφή μου, όλοι εκεί πέρα, τα αντιλήφθησαν όλα αυτά, τα ακούσανε δηλαδή. Μάλιστα, τους δύο αυτούς τους σκοτώσανε μετά από λίγο, μετά από λίγες μέρες.
Β.Φ.: Αυτούς που είχανε καλέσει;
Δ.Μ.: Αυτούς που είχανε κάνει την πρόσκληση.
Β.Φ.: Αυτούς που είχανε καλέσει τα πνεύματα;
Δ.Μ.: Ναι, ακριβώς.
Β.Φ.: Τους σκότωσε ποιος;
Δ.Μ.: Ήταν μεγάλη ταραχή τότε, δηλαδή δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα σου συμβεί. Ε, τον έναν τον βάλανε φυλακή και τον έβγαλαν και τον σκότωσαν, τον ξάδελφο μου, τον Δημήτρη Μυταρά δηλαδή, και τον άλλον τον σκότωσαν καθώς πήγαινε να φύγει από την περιοχή, προς τα τσιμέντα Χαλκίδος, από τη θάλασσα.
Β.Φ.: Εξαιτίας αυτού του γεγονότος;
Δ.Μ.: Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα, δεν έμαθα ούτε ρώτησα, ούτε κατάλαβα ποτέ τι έγινε, ήταν μια πολύ σκοτεινή εποχή.
Β.Φ: Ήταν το ’42.
Δ.Μ.: Αυτό έμεινε όμως. Διότι θυμάμαι ότι ήταν ’42. Διότι μιλούσαν για το Στάλινγκραντ και λέγανε ότι πάρα πολλοί πέθαναν τότε εκεί, στο Στάλινγκραντ. Και θυμάμαι τη φράση αυτή: «σκοτώνονται πάρα πολλοί εκεί», και αυτό μου καθόρισε και την ημερομηνία, του πότε έγιναν, αλλά ήταν κάτι τρομακτικό. Φαίνεται ότι οι γονείς μου δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό, γιατί κάποιος πνευματικός, κάποιος παπάς τούς είπε ότι είναι σατανικά αυτά και δεν ξαναμίλησαν, αλλά ούτε το θυμόμαστε.