ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ

Η σύνθετη δομή των σχέσεων Εκκλησίας – πολιτικών φορέων και κοινωνίας, καθώς και το γεγονός ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδοξίας στη μακραίωνα παρουσία της υπήρξε η ακούσια ή εκούσια πολιτικοποίησή της, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για να κατανοήσουμε τους ιστορικούς δεσμούς, αλλά και τις εγγενείς αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις αυτές.

Ο ίδιος ο Μαρξ, προσεγγίζοντας τον κοινωνικο-ιδεολογικό πυρήνα της ελληνικής επανάστασης του 1821, επισημαίνει εύστοχα ότι «το ελληνορθόδοξο θρήσκευμα, απ’ όλους τους κλάδους της χριστιανικής πίστης… αποτελεί την εξίσωση Κράτους και Εκκλησίας, πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής… κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων… επιτράπηκε η επίβλεψη και ανάμειξη της Εκκλησίας (ώστε αυτή) να απορροφήσει ολόκληρη τη σφαίρα της κοινωνικής ζωής». (Η «ελληνική εξέγερση», η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985.)

Είναι γεγονός ότι η εμπλοκή των σφαιρών του «πολιτικού», του «κοινωνικού» και του «θρησκευτικού/ορθόδοξου» στοιχείου όχι μόνο συνέβαλε στη συγκρότηση του νεώτερου Κράτους – Έθνους, αλλά και επηρέασε αποφασιστικά τη διαμόρφωση όχι μόνο της εθνικής, αλλά και της ατομικής ταυτότητας. Η απουσία μάλιστα ενός αυστηρού δογματισμού της ορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκριση μάλιστα με τη Δυτική Εκκλησία, οδήγησε στη συγκρότηση της κοινότητας των πιστών αφήνοντας στον καθένα περιθώριο να βιώνει την πίστη μέσα από την ατομική του θέαση.

Το πλέγμα των σχέσεων αυτών, που από τη φύση τους περιέχουν αντιφάσεις και ανορθολογισμούς, στηρίζεται και «νομιμοποιείται» ως έναν βαθμό από τις συνταγματικές διατάξεις που όρισαν ως αποστολή του κράτους την ανάπτυξη «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» και συμπληρώνεται από αντίστοιχες ερμηνευτικές διατάξεις.

Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας μετά τη μεταπολίτευση γνώρισαν πολλές διακυμάνσεις. Η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) χαρακτηρίστηκε από εντάσεις και συνδιαλλαγές. Τη δεκαετία του 1990 η άνοδος του θρησκευτικού φαινομένου στα Βαλκάνια, αλλά και γενικότερα σε ολόκληρο το στρατόπεδο του ανατολικού συνασπισμού, οδήγησε στην «πολιτικοποίηση» της θρησκείας που αποτέλεσε ένα είδος «ιδεολογικής ταυτότητας» για τη συγκρότηση νέων εθνικών ταυτοτήτων.

Σήμερα βιώνουμε μια πορεία που οδηγεί στην «εργαλειοποίηση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Β. Γεωργιάδου, «Κοσμικό Κράτος και Εκκλησία», Κοινωνία και Πολιτική, Θεμέλιο, Αθήνα 1996).

Σ’ αυτήν την πορεία συγκλίνουν επιλογές και συμπεριφορές που προέρχονται τόσο από το πεδίο της πολιτικής εξουσίας όσο και από παράγοντες της Εκκλησίας.

Ένα πρώτο πεδίο «εργαλειοποίησης» αποτελεί η εμπλοκή Πολιτικής και Εκκλησίας στο σύστημα των πελατειακών – ψηφοθηρικών σχέσεων. Ασφαλώς αυτού του τύπου η «διαπλοκή» έχει μεγάλο ιστορικό βάθος, όμως σήμερα η εντεινόμενη κρίση των πολιτικών κομμάτων και η απαξίωση των πολιτικών ελίτ επιτρέπει σε εκκλησιαστικούς παράγοντες να έχουν «προσφορότερη» πρόσβαση σε πολιτικά-κυβερνητικά επιτελεία.

Βεβαίως στο πολιτικό μας σύστημα δεν υπάρχουν κυρίαρχες θρησκευτικές εκφράσεις. Όμως «χρήση» του θρησκευτικού αισθήματος (είτε θετικά είτε αρνητικά) κάνουν όλα σχεδόν τα κόμματα.

Ο ΛΑΟΣ και ένα «τμήμα» της Νέας Δημοκρατίας συνδέει άμεσα πολιτικά προτάγματα με την ορθόδοξη πίστη, ενώ αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζει τον «ριζοσπαστικό» του χαρακτήρα με τη μεταμοντέρνα εκδοχή της ατομικότητας και της συγχρονικότητας που θεωρεί τη θρησκευτική πίστη ως έναν μεταφυσικό ανορθολογισμό. Ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας αποτελεί γι’ αυτό προμετωπίδα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η δεύτερη και ίσως πρωτεύουσα επιλογή που οδηγεί στην κοινωνική αποδυνάμωση και στην «εργαλειοποίηση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας προέρχεται από το εσωτερικό της. Από την εμμονή της να προτάσσει το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της αυτόνομης -και εμπορευματοποιημένης- οικονομικής διαχείρισης της περιουσίας αυτής.

Μετατρέπεται μ’ αυτόν τον τρόπο σ’ έναν οικονομικό παράγοντα της αγοράς, σ’ ένα νομικό πρόσωπο που επισείει τίτλους ιδιοκτησίας και διεκδικεί πεδίο κερδοφορίας στους ίδιους τους μηχανισμούς της αγοράς και του κέρδους… Μετασχηματίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο, σταδιακά, σ’ έναν εξουσιαστικό-οικονομικό θεσμό όπου η –με εντελώς λανθασμένο τρόπο– εκκοσμίκευση της Εκκλησίας καταλύει στην πράξη κάθε είδους πνευματικότητα και απογυμνώνει την ίδια τη θρησκευτική θέαση…

Οι πιστοί, οι αγνοί άνθρωποι που θεωρούν την Ορθοδοξία ως πνευματικό χώρο αξιών, αλληλεγγύης, εθνικής συνεισφοράς, αντιμετωπίζονται από το δίπολο κόμματα – Εκκλησία ως πελάτες, ως ψηφοφόροι – πιστοί που καλούνται να νομιμοποιήσουν πράξεις, συναλλαγές και τελικά συνενοχή…

Είναι λύση ο νομικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, που επισείεται περισσότερο ως απειλή εδώ και πολλά χρόνια; Ή θα δώσει απλώς μια τυπική λύση έχοντας συντελεσθεί και αυτός με όρους συναλλαγής οικονομικών πόρων και σχέσεων εξουσίας, όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συνήθως;

Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και απαιτούνται ριζικοί αναπροσανατολισμοί. Η Εκκλησία θα πρέπει να αποσυρθεί από τον «χώρο» της αγοράς, από μια φεουδαρχική αντίληψη γαιοκτησίας και να αρκεσθεί στα ελάχιστα που συνάδουν προς τον πνευματικό της ρόλο, τα οποία θα πρέπει να διαχειρίζεται με πλήρη διαφάνεια. Να «πνευματικοποιηθεί» και να εκκοσμικευθεί ανταποκρινόμενη σε κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες.

Μόνο τότε θα έχει νόημα μια υπεύθυνη συζήτηση για τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Μόνο τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας τον σεβασμό και την αναγνώριση του πνευματικού της ρόλου από την πλευρά των πολιτών και της κοινωνίας, θα μπορέσει να προωθήσει τον τόσο σημαντικό ρόλο της στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Όσο για εκείνους τους πολιτικούς που θεωρούν το «πλήρωμα» των πιστών ως αλίευμα, εκείνους που συναλλάσσονται με τους εκκλησιαστικούς παράγοντες για την ενίσχυση της εξουσίας τους, είναι καιρός να κατανοήσουν ότι παρόμοιες πρακτικές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές, όπως δεν γίνονται και οι ίδιοι πλέον ανεκτοί από τον ελληνικό λαό.


Σχολιάστε εδώ