ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣ ΚΑΙ… ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ!

Και θα ξαναθυμηθώ τη συνεργασία μας, επειδή μερικά δημοσιογραφικά παπαγαλάκια, γράφοντας για την επιτυχημένη σταδιοδρομία του, μίλησαν απαξιωτικά για τον ρόλο του ομοφυλόφιλου Φίφη που είχε παίξει σε αρκετές ταινίες του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» και που μακάρι αρκετές του «καινούργιου» να μπορούσαν να κερδίσουν την ίδια ανταπόκριση του κόσμου, όπως εκείνες.

Τον είχα ανακαλύψει μέσα στο πλήθος ενός πολυάριθμου θιάσου του Κώστα Χατζηχρήστου, στο θέατρο «Παρκ» και του είχαμε δώσει ένα ρολάκι στην ταινία «Χριστίνα» με την Τζένη Καρέζη, ένα σχεδόν τίποτα, που ήταν όμως αρκετό για να είναι στη συνέχεια παρών σε κάθε ταινία της εταιρείας μας.

Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να γυρίσουμε την ταινία «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει» με τη Μαίρη Αρώνη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, μέσα στους ρόλους ήταν και ένας φυσιοθεραπευτής σαν άντρας όχι από τους φανατικούς, που δεν είχε βρεθεί ο κατάλληλος για να τον παίξει, έτσι όταν φτάσαμε στην παραμονή του γυρίσματος, αναγκαστικά ο ρόλος του Φίφη δόθηκε στον Παράβα, που τον προορίζαμε για άλλους ρόλους, κάνοντας τότε στον Ορέστη, που σκηνοθετούσε την ταινία, και τις σχετικές συστάσεις: «Λύσις ανάγκης είναι, βοήθα τον κι εσύ να τα βγάλει πέρα…».

Την επομένη, όταν τηλεφώνησα στο στούντιο, άκουσα να μου λένε ότι «είχε πάει δύο το μεσημέρι χωρίς ακόμα να έχουν γυρίσει ούτε μισό πλάνο» και όταν πήγα εκεί, άκουσα τον Λάσκο να μου λέει:

«Για τον Παράβα δεν μου είπες να τον βοηθήσω; Κάτσε να δεις και θα καταλάβεις…».

Και η αιτία ήταν πως μόλις ο Σταύρος άρχιζε να παίζει τον Φίφη, όλοι ξέσπαγαν σε γέλια ακράτητα και πρώτη η Μαίρη Αρώνη, που ήταν και δασκάλα του στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη.

Και από εκείνη την ταινία είχε αρχίσει η ιστορία του Φίφη και συνεχίστηκε σε άλλες 12 ταινίες και που η επιτυχία του ήταν επειδή είχε κερδίσει την αγάπη του κόσμου, χωρίς ΠΟΤΕ να ήταν χυδαίος, χωρίς ΠΟΤΕ να διακωμωδήσει την ιδιαιτερότητα του τύπου του, ενώ πάντα η κωμική του γραμμή ήταν για να σατιρίσουμε γεγονότα και καταστάσεις, συχνά μάλιστα και με πολιτικές αιχμές και με ατάκες που είχαν γίνει και σλόγκαν της εποχής και χωρίς τον κραυγαλέο και εμετικό τρόπο που εμφανίζονται οι γκέι σε τωρινές θεατρικές και τηλεοπτικές κωμωδίες.

Κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν ο Σταύρος Παράβας γνωρίστηκε με την Αγγλίδα γυναίκα του, την Άννι, και ακολούθησε ένας περιπετειώδης γάμος τους, ήρθε και με βρήκε για να μου πει με ένα πολύ φιλικό και ανθρώπινο τρόπο: «Νομίζω ότι ο Φίφης τελείωσε. Καιρός να κάνουμε και κάτι πιο σοβαρό…».

Λίγο μετά τη «γυφτοποίησή» μας από τη συμμορία των Ελληνοχριστιανών της 21ης Απριλίου του 1967. Και δεν έκανε μόνο «κάτι» ο Σταύρος. Έκανε πολλά.

Ο «ΑΛΛΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣ»

Με αυτόν τον «άλλο Παράβα» συνεργάστηκα εγκάρδια σε πολλές επιθεωρήσεις και εγκαινιάζοντας το «Δελφινάριο» και το «Σούπερσταρ» (το νυν «Κάτιας Δανδουλάκη») και θα ξεχωρίσω την πρώτη επιθεώρηση που ανεβάσαμε στο «Ακροπόλ» μετά τις εκλογές του 1981, με τον Ηλία Λυμπερόπουλο και μουσική του Γιώργου Κατσαρού, με ένα καταπληκτικό θίασο και μετρήστε ονόματα: Σταύρος Παράβας, Θανάσης Βέγγος, Μίμης Φωτόπουλος, Στάθης Ψάλτης, Χρόνης Εξαρχάκος, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Τάσος Πεζιρκιανίδης, Ηλίας Λογοθέτης, Έλενα Ναθαναήλ, Μάρθα Βούρτση, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Τέτη Σχοινάκη.

Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν «Να τι θέλει ο λαός», συνεπής με το αισιόδοξο πνεύμα της «αλλαγής» που κατά κόρον είχε εκμεταλλευθεί το Σοσιαλιστικό Κίνημα του Ανδρέα, ανυποψίαστοι όλοι μας για τα λαμόγια που ήταν κρυμμένα από κάτω και που όταν προχτές, 27 χρόνια μετά, άνοιξα ξανά τον παλιό φάκελο του έργου για το σημερινό σημείωμα και ρίχνοντας μια ματιά στα διάφορα νούμερα του έργου, όπου ο Παράβας έκανε τον Καραγκιόζη που με το μπαλωμένο παντελόνι ετοιμάζεται να γίνει υπουργός, ενώ ο Βέγγος καβάλα ανάποδα στο άλογο ερχόταν σαν Κολοκοτρώνης για την κάθαρση και την αλλαγή, είδα ότι τα ίδια ακριβώς νούμερα, με ελάχιστες αλλαγές, κυρίως στα ονόματα της πολιτικής επικαιρότητας και μάλιστα όχι όλα, θα μπορούσαν ατόφια να ξαναπαιχτούν, αλλάζοντας μόνο τον τίτλο που θα μπορούσε να είναι τώρα «ΤΑ ΙΔΙΑ, ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ…» και με μοναδική δυσκολία στο πού να βρούμε έναν άλλο Παράβα για να ξαναπεί, πάντα με τους δικούς του «χαμηλούς τόνους», τα εξ αμάξης επί δικαίους και αδίκους!

Μας λείπεις πολύ, Σταύρο!

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΚΑΙ

ΤΑ «ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ»…

Δεν αντέχω στον πειρασμό για να απευθύνω δυο λόγια στον συμπαθέστατο κατά τα άλλα υπουργό του Πολιτισμού μας, κ. Μιχάλη Λιάπη, που στον κυβερνητικό σάλο, αποτελεί την αφελέστατη ελπίδα μας να είναι το μοναδικό ευήκοον ους για τα χρονίζοντα προβλήματά μας:

Κάθε Κυριακή, θα σας θυμίζουμε και από ένα ευγενικό μας άθλημα που θέλει τον Γερμανό του… συγγνώμη, τον αρμόδιο υπουργό του ήθελα να πω, και θα περιμένουμε τα αποτελέσματα της υπουργικής σας πυγμής.

Το σημερινό: Τι θα γίνει, κύριε υπουργέ μας, με εκείνο το ρημάδι το ποσοστούλι, που πρέπει να δίνουν τα τηλεοπτικά κανάλια για τον Ελληνικό Κινηματογράφο και το οποίο, ενώ η ΕΡΤ δίνει κανονικά, ως οφείλει, τα ιδιωτικά πέρα βρέχει;

Τι θα πει ότι «δεν μπορείτε να λύσετε εσείς το πρόβλημα», όπως ευθαρσώς το δηλώσατε στους εκπροσώπους του κινηματογραφικού κόσμου; Και όταν δεν μπορείτε εσείς να το λύσετε, ποιος θα το λύσει; Ο περιπτεράς της γωνίας Στουρνάρη και Πατησίων;

Τι θέλουν δηλαδή οι κύριοι καναλάρχες; Μόνο να παίρνουν, χωρίς να δίνουν; Τι είδους μοναχοφαγία είναι αυτή και τι νταηλίκι «δεν πληρώνω… δεν πληρώνω», τον Ντάριο Φο μας παριστάνουν; Και σε ποιον το χρωστάνε αυτό το 1,5% που επί 20 χρόνια το πνίγουν; Στον Ελληνικό Κινηματογράφο που επάνω στις πλάτες του χρωστάνε την ύπαρξή τους. Και δεν είναι δωρεά, ούτε χαράτσι, ούτε βοήθημα, είναι χρέος τιμής, εκτός αν οι κύριοι καναλάρχοντες δεν γνωρίζουν τι σημαίνει και «χρέος» και «τιμή», εκτός αν πρόκειται για την τιμή ενός «σποτ» των 20 δευτερολέπτων που αυτό πολύ καλά το γνωρίζουν. Γιατί δεν τους τρίζετε τα δόντια, κύριε υπουργέ, όταν ξέρουν πολύ καλά ότι δεν έχουν ακόμα ούτε τις άδειες της λειτουργίας τους;

Κυβερνάτε ή σας κυβερνούν; Σας φοβούνται ή τους φοβάστε; Ποιος από τους δύο είναι ο Νόμος; Ο δικός σας ο γραμμένος ή ο δικός τους ο άγραφος;

ΠΟΙΟΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ;

Ένας χωρατατζής που μας άκουσε, το φώναξε: «Δεν το μάθατε ακόμα; Ο Φούφουτος!».

Ρε, μήπως έχει δίκιο;


Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΤΟΝΩΝ!

Έτσι, παράλληλα με τις ταινίες, άρχισε και η ανοδική του πορεία στο θέατρο και ειδικότερα στην επιθεώρηση, έχοντας την ικανότητα να υπηρετήσει όλα τα στοιχεία που απαιτεί αυτό το δύσκολο είδος, δηλαδή το υπερβατικά κωμικό, θα έλεγα και «αριστοφανικό στοιχείο», με τον χορό, την κίνηση, το τραγούδι και -το πιο σπουδαίο- την αμεσότητα επικοινωνίας με τον θεατή που κι αυτός περιμένει το «κλειδί» για τη δική του εκτόνωση…
Τον θυμάμαι, σε μια κυριακάτικη απογευματινή παράσταση, με κατάμεστη την πλατεία και τον εξώστη του «Ακροπόλ», όταν κάποιος από τον εξώστη του φώναξε «Δεν ακούμε…».
Τι νομίζετε ότι έκανε; Άρχισε να τα λέει πιο δυνατά; Όχι! Το αντίθετο.
Άρχισε να τα λέει πιο χαμηλά, σχεδόν ψιθυριστά, υποχρεώνοντας τους θεατές σε μια σιγή νεκρική και ήταν η εποχή της επταετίας της Χούντας, με τον Εσατζή έξω από την πόρτα και περιττό βέβαια να πω ότι το «Δεν ακούμε» ήταν στημένο και μοιραία επειδή το νούμερο είχε πολιτικά υπονοούμενα, οι «χαμηλοί τόνοι» του Παράβα, με ένα εντελώς προσωπικό ύφος για το επιθεωρησιακό είδος, έπαιρναν άλλες διαστάσεις, σχεδόν «υπό εχεμύθειαν», έτσι που και ο θεατής άφηνε τη διάθεση για τον γνώριμο «χαβαλέ» και έμπαινε σε άλλες σκέψεις, γιατί αυτή ήταν η επιτυχία του Παράβα, το ότι σ’ έκανε να σκεφτείς, αντί να γελάσεις, και να γελάσεις, αφού πρώτα το σκεφτείς…
Το θέατρο άρχισε τη δική του αντίσταση και ο Σταύρος ήταν ο πρώτος που έδωσε το σύνθημα για να βγάλει γλώσσα η επιθεώρηση και να εξευτελίσει τους χάρτινους δικτάτορες.
Όπως ήταν και ο πρώτος που πιάστηκε σε ώρα παράστασης, με παραγγελία του ανακριτή της ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκου για να ακολουθήσει η εξορία του στη Γυάρο, επειδή οι «χαμηλοί τόνοι» ακόμα και για την προσωπική ζωή του Παπαδόπουλου, είχαν ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής.
Ήμουν από τους πρώτους που είδε, όταν με κλονισμένη την υγεία του γύρισε μισοπεθαμένος από την εξορία του στο κολαστήριο της Γυάρου και θα θυμάμαι πάντα την καινούργια φυσιογνωμία του, που τίποτα δεν θύμιζε πια την παιγνιώδη όψη του Φίφη που είχε τελειώσει οριστικά.
Ήταν μια σκιά αγωνίας και τρόμου μαζί, αλλά και γνώσης που σκίαζαν το αυλακιασμένο με βαθιές ρυτίδες πρόσωπο του φίλου μου. Σαν μια υπογραφή αόρατης απειλής και ενός προαναγγελθέντος θανάτου στο υγρό βλέμμα του.
Και αυτή η συννεφιασμένη σκιά δεν τον άφησε μέχρι το τέλος, πολύ πιο έντονη μάλιστα από τα τρία εγκεφαλικά που τον είχαν τσακίσει κυριολεκτικά ύστερα και από τον
άδικο θάνατο του γιου του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ