ΒΑΘΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η άτυπη κοινωνική συμμαχία του Κώστα Καραμανλή με πλατιές ομάδες εργαζομένων δοκιμάζεται παρουσιάζοντας συγχρόνως ισχυρές ενδείξεις ότι φτάνει στο τέλος της. Του Καραμανλή, διότι η Νέα Δημοκρατία δεν είχε συμμαχία με κανέναν και καμιά κοινωνική ομάδα. Είναι η πρώτη φορά μετά την ιδιαίτερη περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, που παραμένει ανεπανάληπτη και άλλων διαστάσεων, που πολιτικός υπερβαίνοντας τα όρια του κόμματός του προχωρεί σε απευθείας σχέση με τον κόσμο και επιλέγεται από τον κόσμο με βάση αυτήν την «προσωπική» σχέση. Η Νέα Δημοκρατία δεν έγινε γοητευτική και προσεγγίσιμη σε καμιά κοινωνική τάξη πλην εκείνης στην οποία απευθύνεται. Αλλά με αυτήν, όπως και τους ιστορικούς της συμμάχους (Εκκλησία, δικαιοσύνη κ.λπ.) διατήρησε πάντα στενή σχέση και δεν είχε κάτι να διεκδικήσει. Ήταν κοντά. Αντιθέτως, είχε να διεκδικήσει από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τους μισθοσυντήρητους, τους μικρομεσαίους, αυτούς που ιστορικά αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατικής παράταξης, και, μετά τον Σεπτέμβριο του 1974 του ΠΑΣΟΚ. Η διεισδυτικότητά της ήταν χαμηλή σε αυτά τα μεγάλα κομμάτια πληθυσμού, αφού δεν είχε καταφέρει να απαλλαγεί ούτε καν από τα εξωτερικά γνωρίσματά της, τα οποία την καθιστούσαν μάλλον αντιπαθή. Αυτά τα καθήκοντα ανέλαβε από τον Μάρτιο του 1997 να τα φέρει σε πέρας ο Κ. Καραμανλής, όταν εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ. Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν να πείσει τον κόσμο ότι η ΝΔ δεν είναι (ακριβώς) Δεξιά, ότι δεν είναι (ακριβώς) αυτό που θυμούνται, ότι δεν σχετίζεται (ακριβώς και μόνο) με καταστολή, αυταρχισμό, προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων, ιδιωτικοποιήσεις και αντίληψη περί της κοινωνίας των δύο τρίτων. Θεωρία θατσερική (και παλιότερη, αλλά τότε έγινε ευρύτερα γνωστή στον κόσμο) που λέει ότι η ζωή είναι έτσι φτιαγμένη ώστε τα δύο τρίτα του πληθυσμού μιας χώρας να τα καταφέρνουν και το ένα τρίτο όχι, άρα αυτό πιθανότατα πεθαίνει, αφομοιώνεται (αν τα καταφέρει), χάνεται. Ο Καραμανλής τα κατάφερε μια χαρά, ήταν πειστικός και ανθρώπινος, τόσο που ο μακρινός και κρύος Κων. Σημίτης έμοιαζε σχεδόν εξωγήινος και αδιάφορος ως προς τον πόνο και τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων. Ανάγκες που είχαν περάσει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα για την κυβέρνηση Σημίτη μια και είχαν τεθεί άλλες προτεραιότητες, αυτές των «μεγάλων έργων», των Ολυμπιακών Αγώνων, της εναρμόνισης της ελληνικής οικονομίας και των προηγμένων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχοι ορατοί μεν (εν μέρει) αλλά διόλου γοητευτικοί και ουδεμία σχέση έχοντες με την τσέπη και την καθημερινότητα των πολιτών. Ήταν τότε που κατηγορήθηκε η κυβέρνηση Σημίτη της περιόδου 2000-2003 για αναλγησία, γεγονός και αίσθηση που άφησε το γήπεδο της ευαισθησίας ελεύθερο στον αρχηγό της ΝΔ να παίξει και να τρέξει όσο ήθελε. Και το έκανε επιτυχημένα. Το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές το 2004 και τις ξαναέχασε με μεγαλύτερη διαφορά το 2007. Οι ψηφοφόροι δεν του συγχώρεσαν την τελευταία τετραετία των «μεγάλων έργων», που συνοδεύτηκε από αδιαφορία προς την κοινωνία και τις ανάγκες της.

Ήδη όμως από το τέλος της πρώτης «τετραετίας» Καραμανλή άρχισαν να φαίνονται ορισμένα προβλήματα ποιότητας και ηθικής στην κυβέρνησή του, προβλήματα που μεγάλωσαν και κυριάρχησαν στη συνέχεια, μετά τις νικηφόρες για τη ΝΔ εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007. Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του δεν μπόρεσαν να ελέγξουν το κλίμα αρπακτικών που έφτιαχναν σταθερά μεσαία στελέχη της ΝΔ τα οποία στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό. Τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν σχέση με μέλη της κυβέρνησης, σχέση που μεταφραζόταν σε δράση με τσαμπουκά, αφού η σχέση είχε στο μυαλό τους τον χαρακτήρα της κάλυψης.

Μοιραία, όταν αποκαλύπτονταν τα σκάνδαλα και οι αυτουργοί, ερχόταν στο φως και η πολιτική διασύνδεση των πρωταγωνιστών, κάτι που έβλαπτε ευθέως την κυβέρνηση Καραμανλή και τον ίδιο προσωπικά. Σήμερα, υπάρχει η αίσθηση ότι ο πρόεδρος της ΝΔ δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αν και μέχρι τώρα η παρέμβασή του σε οποιαδήποτε κρίση ήταν καταλυτική και αθώωνε την κυβέρνηση από λάθη, ανεπάρκειες και κακές επιλογές και πράξεις των υπουργών και μελών της. Ίσως να μη φτάνει πια αυτό. Να μην αρκεί. Και η έξοδος από την κρίση να χρειάζεται άλλο όχημα που καλείται να βρει και να δρομολογήσει και πάλι ο ίδιος.


Σχολιάστε εδώ