Τρίζει η παγκόσμια οικονομία

Η κατάρρευση γιγαντιαίων χρηματοπιστωτικών ομίλων, οι βουτιές των χρηματιστηρίων και οι αλλεπάλληλες και δαπανηρότατες κρατικές παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται για να αποτραπούν τα χειρότερα, βεβαιώνουν όλους ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση πρωτοφανών διαστάσεων για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Μια κρίση που επαναχαράζει την οικονομική δομή των ανεπτυγμένων οικονομιών εις βάρος της υπερτροφικής ανάπτυξης του παρασιτικού χρηματοπιστωτικού τομέα, αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των νεοφιλελεύθερων ιδεολογικών διακηρύξεων του πρόσφατου παρελθόντος και, πιο άμεσα, θέτει σε δοκιμασία τις αντοχές της ίδιας της κοινωνίας.

Στην ιστορία θα περάσουν τα πρώτα 24ωρα της εβδομάδας που πέρασε όταν η μια αρνητική είδηση διαδεχόταν την άλλη. Η συγκλονιστικότερη ήταν η χρεοκοπία της Lehman Brothers με μια ιστορία πίσω της 158 χρόνων και ενεργητικό 639 δισ. δολαρίων – που υπερβαίνει κατά πολύ το ΑΕΠ ακόμη και της Αργεντινής. Η Lehman Brothers, που κλείνοντας απέλυσε 26.000 εργαζόμενους, δεν ήταν μια τυχαία τράπεζα. Τέταρτη σε μέγεθος επενδυτική τράπεζα της Νέας Υόρκης, διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στη διεθνή αγορά παραγώγων, όπως φαίνεται και στο τελευταίο τριμηνιαίο δελτίο που εξέδωσε, όπου αναφέρεται ότι είχε εμπλακεί στην αγοραπωλησία υπερυψηλού κινδύνου παράγωγων προϊόντων ύψους 729 δισ. δολαρίων! Χρεοκοπώντας η Lehman Brothers άφησε πίσω της χρέη 786 δισ. δολαρίων! Καλύτερη τύχη είχε μια άλλη επενδυτική τράπεζα, η Merrill Lynch, με ιστορία 94 χρόνων, που απέφυγε τη χρεοκοπία καθώς (κατόπιν άνωθεν εντολής) εξαγοράσθηκε από την Bank of America έναντι 50,3 δισ. δολαρίων, τα οποία καταβλήθηκαν με τη μορφή μετοχών. Πριν παραδοθεί στον ανταγωνισμό η Merrill Lynch, ανακοινώνοντας πρώτα την απόλυση 4.000 υπαλλήλων της, είχε παραγράψει κτηματικά δάνεια ύψους 45 δισ. δολαρίων και είχε προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 15 δισ. δολαρίων, χωρίς όμως να καταφέρει να διασωθεί. Η απόσυρση από την αγορά των δύο παραπάνω επενδυτικών τραπεζικών δεν ήταν και η μοναδική. Πρόσφατα μια άλλη τράπεζα, η Bear Stearns, αγοράστηκε κι αυτή από την JP Morgan, κατόπιν άνωθεν εντολής και κρατικής εγγυήσεως. Συγκεκριμένα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, που δεν δίστασε να αφιερώσει γι’ αυτόν τον σκοπό 29 δισ. δολάρια. Άμεσο αποτέλεσμα αυτών των δραματικών ανακατατάξεων ήταν από τις πέντε επενδυτικές τράπεζες που δέσποζαν μέχρι τώρα στην αμερικανική αγορά να μείνουν ξαφνικά δύο: Η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, που δεν κατάφεραν φυσικά να περάσουν από την μπόρα χωρίς να βραχούν, καθώς η μεν πρώτη ανακοίνωσε την Τρίτη μείωση κερδών κατά 70% (από 2,8 δισ. δολάρια πέρυσι, μόλις 845 εκατ. δολάρια φέτος) και η δεύτερη άρχισε να βγάζει στα σφυρί εντυπωσιακά της ακίνητα στη Σαγκάη για να βρει ρευστό. Ο κύκλος των χαμένων τραπεζών ωστόσο δεν κλείνει. Και άλλοι τραπεζικοί κολοσσοί (η ελβετική UBS και η αμερικανική Wa Mu, για παράδειγμα, έχουν χάσει δεκάδες δισ. στην αγορά ενυπόθηκων δανείων) βλέπουν τις μετοχές τους σε ελεύθερη πτώση και φιγουράρουν στη λίστα των μελλοθάνατων τραπεζών.

Ισχνότερος
ο τραπεζικός τομέας

Η Goldman Sachs και η Morgan Stanley παρ’ όλα αυτά επέζησαν, αν και σε ένα ολότελα διαφορετικό τοπίο, καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την επομένη κιόλας αυτών των ανακατατάξεων τίποτε δεν θα είναι ίδιο με το χθες. Ειδικότερα, αυτό που διαφαίνεται ως κοινή συνισταμένη των αλλαγών που επέφερε το σκάσιμο, της φούσκας των ακινήτων είναι το τέλος της υπερτροφικής ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο χρόνος για την ωρολογιακή βόμβα που έσκασε τον Αύγουστο του 2007, με τη μορφή της πιστωτικής ασφυξίας, είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα στο τέλος του 2006, όταν άρχισε η τελευταία φάση ανόδου των επιτοκίων. Τότε ακριβώς άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες δυσκολίες στην αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων που χορηγούνταν αφειδώς ακόμη και σε άτομα ή νοικοκυριά που στερούνταν έστω και της ελάχιστης πιστοληπτικής ικανότητας. Τότε όμως άρχισε να εμφανίζεται πολύ πιο απειλητικά και ο μηχανισμός που είχαν στήσει οι τράπεζες επικαλούμενες τη διαχείριση κινδύνου: ένα σύστημα για την ακρίβεια δανεισμού που ως εγγύηση είχε τα πέρα για πέρα επισφαλή δάνεια που είχαν συναφθεί τις μέρες της αλόγιστης επέκτασης. Το επικίνδυνο υλικό ωστόσο ξεκίνησε να συσσωρεύεται από τη στιγμή που η κλασική τραπεζική, στο πλαίσιο της οποίας οι τράπεζες δάνειζαν όσα κατά βάση συγκέντρωναν από καταθέσεις αποταμιευτών, πέρασε στα εγχειρίδια οικονομικής ιστορίας θεωρούμενη απαρχαιωμένη. Πίσω από τη συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα (όπως, μεταξύ άλλων, δείχνει η μείωση της συμμετοχής των σχετικών μετοχών στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500 που από 22% πριν από έναν χρόνο έφθασε στο 14%) κρύβεται η αποτυχία του καζινο-καπιταλισμού (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι επενδυτικές τράπεζες που βρέθηκαν τώρα στο επίκεντρο του σεισμού είχαν φθάσει για κάθε δολάριο από το ενεργητικό τους να τοποθετούν σε δάνεια 32 δολάρια!) και ενός μοντέλου οικονομικής επέκτασης που στηριζόταν στην κερδοσκοπία και την ανάληψη κινδύνου εις βάρος της επέκτασης της ίδιας της παραγωγής. Προφανώς ούτε το Μανχάταν ούτε το Σίτι του Λονδίνου πρόκειται αύριο να γεμίσουν από τσιμινιέρες. Με βεβαιότητα όμως αυτό το πάρτι που ξεκίνησε με τις μετοχές της νέας τεχνολογίας το 1999 για να μετεγκατασταθεί μετά τη συντριβή του Νάσντακ στην αγορά των ακινήτων, με κινητήριο δύναμη την πιστωτική επέκταση, προσωρινά τουλάχιστον τερματίζεται.

Επανέρχονται
οι κρατικοποιήσεις

Οι επενδυτικές τράπεζες δεν ήταν οι μοναδικές επιχειρήσεις του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα που μονοπώλησαν τα πρωτοσέλιδα του οικονομικού Τύπου την εβδομάδα που πέρασε. Βαριά εκτεθειμένη βρέθηκε και μια ακόμη επιχείρηση, η αμερικανική ασφαλιστική AIG, που μέσα σε τρία τρίμηνα εμφάνισε ζημίες ύψους 18 δισ. δολαρίων, με αποτέλεσμα η μετοχή της να κατρακυλήσει στα 3 δολάρια από 70 που ήταν πέρυσι, και η οποία σώθηκε έστω και στο παρά πέντε κατόπιν κρατικής παρέμβασης, όταν ειδικότερα η αμερικανική κεντρική τράπεζα τη στήριξε με ένα δάνειο (μυθικού) ύψους 85 δισ. δολαρίων που αμέσως χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση που έχει γίνει ποτέ στην αμερικανική τραπεζική ιστορία. Η πρεμούρα που έδειξε ο Λευκός Οίκος για να σωθεί η ασφαλιστική επιχείρηση εξηγείται αν δούμε τη νευραλγική θέση που διαδραματίζει η AIG στην παγκόσμια αγορά, έχοντας εξειδικευτεί στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών προς επενδυτές για την περίπτωση που καταστεί αδύνατη η πληρωμή των χρεογράφων που σχετίζονταν με κτηματικά δάνεια και τα οποία εξέδιδαν οι επενδυτικές τράπεζες. Το ύψος αυτών των συμβολαίων ανερχόταν στα 440 δισ. δολάρια. Γίνεται δε σαφές με την πρώτη ματιά ότι ενδεχόμενη χρεοκοπία της θα τίναζε όλο το σύστημα στον αέρα. Γι’ αυτό καταβλήθηκε ένα τόσο τεράστιο κόστος από το κράτος. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά. Μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου το αμερικανικό Δημόσιο έσωσε τις δύο μεγαλύτερες κτηματικές τράπεζες των ΗΠΑ, Freddie Mac και Fannie Mae, καταβάλλοντας τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια για την καθεμία. Οι δύο αυτές κτηματικές τράπεζες είχαν εκχωρήσει το 40% των κτηματικών δανείων και το 85% των πιο πρόσφατων και λιγότερο πιθανό να αποπληρωθούν. Βρίσκονταν λοιπόν στην πρώτη γραμμή του πυρός. Οι κρατικοποιήσεις (που δεν προκρίθηκαν μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Αγγλία πριν από έναν χρόνο ακριβώς, όταν το βρετανικό δημόσιο εγγυήθηκε την εξαγορά της χρεοκοπημένης Northern Rock) δεν ήταν οι μοναδικές περιπτώσεις όπου το κράτος έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ήταν και οι ενέσεις ρευστού. Από την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Ινδία, που έριξαν στη διατραπεζική 33 δισ. δολάρια μόνο την Τετάρτη 17 Σεπτέμβρη, μέχρι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (30 δισ. ευρώ την Τρίτη και 70 δισ. ευρώ την Τετάρτη) και την Τράπεζα της Αγγλίας (20 δισ. λίρες), όλες οι κεντρικές τράπεζες έβαλαν βαθιά το χέρι για να εκτονώσουν τις πιέσεις στη ζήτηση χρήματος, αφήνοντας για την περίοδο των παχιών αγελάδων τους ύμνους στην ελεύθερη αγορά. Κι αυτό γιατί μεγάλος χαμένος του «μαύρου Σεπτέμβρη» του 2008 είναι σίγουρα ο άγριος νεοφιλελευθερισμός, που από τη μια ανέθετε τα πάντα στην αγορά την περίοδο της άνθησής της, αφήνοντας απροστάτευτους τους πολίτες και καταναλωτές, όπως σωστά παρατήρησε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπάρακ Ομπάμα, από την ασυδοσία της, και από την άλλη χαρακτήριζε περιττό το κράτος και αχρείαστη την παρέμβασή του, απαγορεύοντας εκ προοιμίου κάθε συζήτηση για εισοδηματικές ενισχύσεις ή αύξηση του έμμεσου μισθού στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Τώρα όμως; Ποιος δεν θα γελάσει στο εξής στο άκουσμα των ύμνων προς την ελεύθερη αγορά όταν έγινε ηλίου φαεινότερον πως τόσο ο αρχιερέας της, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, όσο και οι φανατικότεροι πιστοί της, ο πλήρως απελευθερωμένος χρηματοπιστωτικός τομέας, στις φιλόξενες αγκαλιές του κράτους προσέτρεξαν τη στιγμή που κόντεψαν να τινάξουν την οικονομία στον αέρα…

Δοκιμάζεται η
πραγματική οικονομία

Δραματικές ωστόσο αναμένεται να είναι οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία, όπως θα περάσουν μέσα από την άνοδο του κόστους κεφαλαίου. Οι ΗΠΑ και η Αγγλία, που πρώτες ένιωσαν και τους τριγμούς από το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων, ήδη δοκιμάζονται σκληρά. Στις ΗΠΑ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο προστίθενται κάθε μήνα 75.000 άτομα στη λίστα των ανέργων. Επίσημα η ανεργία τον Αύγουστο έφθασε το 6,1% από 4,9% πέρυσι, η κατασκευή νέων σπιτιών και διαμερισμάτων τον ίδιο μήνα έφθασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 χρόνων κ.ο.κ. Ανάλογα συμπτώματα-προάγγελοι ύφεσης παρατηρούνται και στην Αγγλία, με τις αποταμιεύσεις στο χαμηλότερο σημείο από τη δεκαετία του ’50, τις τιμές των ακινήτων κατά 12,7% χαμηλότερες σε σχέση με τον Αύγουστο του ’07, τις παραγγελίες νέων αυτοκινήτων στο χαμηλότερο σημείο τους από το 1966 και πολλά άλλα. Παίρνοντας υπ’ όψιν μας ότι όλον αυτό τον χρόνο τα αισιόδοξα σενάρια (όπως τα είχε διατυπώσει αρχικά ο πρόεδρος της αμερικάνικης κεντρικής τράπεζας Μπεν Μπερνάνκι, που προέβλεπε πως το κόστος της φούσκας θα φθάσει τα 50 δισ.) διαψεύστηκαν οικτρά (με το κόστος μέχρι στιγμής να έχει ανέλθει στα 500 δισ. και έγκυρες προβλέψεις του ΔΝΤ να το ανεβάζουν για τον επόμενο χρόνο στο 1 τρισ. δολάρια) μπορούμε να προβλέψουμε χωρίς πολλούς κινδύνους ότι τα χειρότερα, δυστυχώς, είναι ακόμη μπροστά μας…


Σχολιάστε εδώ