ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ… ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ!

Και πιο συγκεκριμένα, όλοι οι πόλεμοι ξεκίνησαν ένα άγριο ξημέρωμα όταν την προηγούμενη νύχτα μας διαβεβαίωναν ότι κανένα σύννεφο δεν απειλούσε την ηρεμία μας. Όπως και οι περισσότεροι μεγάλοι σεισμοί μας ισοπέδωσαν, όταν οι σεισμολόγοι έπαιρναν όρκο πως καμιά ανησυχητική ένδειξη δεν ερχόταν από το σκοτεινό υπέδαφος.

Όπως και οι περισσότεροι κερατάδες μαθαίνουν τελευταίοι πως η φαινομενικά πιστή τους γυναικούλα τους τα φοράει κανονικά με τον πιο κολλητό τους φίλο.

Με άλλα λόγια δηλαδή και μη προς κακοφανισμό μας, είμαστε όλοι, από λίγο ως πολύ, εθελούσιοι κερατάδες, θέλεις θύματα της μπουνταλάδικης ευπιστίας μας, θέλεις της καλοπροαίρετης αφελείας μας, γιατί όχι όμως και της μόνιμης και ενδημικής «ωχαδερφοσύνης» μας, που για την πρόσκαιρη ησυχία της στιγμής θυσιάζουμε κάθε πρόβλεψη για ένα επικίνδυνο αύριο, που σε λίγο θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα και σιγά μη μας λυπηθεί και πάει στη διπλανή.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ

Η ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

(για να πει μια κουβέντα και

ο «κυρίαρχος λαός»!)

Επειδή όμως σε όλα αυτά υπάρχει και ο απαραίτητος «ξενοδόχος», μήπως θα πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσει κι αυτός και που σ’ αυτήν την περίπτωση «ξενοδόχος» είμαστε εμείς, ρε παιδί μου, ο «κυρίαρχος λαός» που μας το λένε και δεν θέλουμε να το χωνέψουμε, τόσο ακατοίκητο είναι το ρετιρέ μας; Δεν το καταλαβαίνω.

«Κυρίαρχος» τίτλος, ε; Όχι μπαρμπούτσαλα, τιτλάρα. Τον λες και γεμίζει το στόμα σου μεγαλείο και ύστερα πας στον καθρέφτη, μετράς το μπόι σου, παίρνεις πόζα Ναπολέοντα του Μεγάλου και λες «μα, ποιος είμαι, ρε παιδί μου; Έχω τέτοιο κυριαρχιλήκι και δεν το ξέρω;».

Και τώρα που το ‘μαθες, Μήτσο, Βαγγέλη, Προκοπή, Φανούρη, πες κι εσύ τους δικούς σου όρους για τις εκλογές που λένε, άσχετο αν το λένε χωρίς και να το πολυθέλουν, αφού όμως το λένε, ασʼ τους να τις κάνουν να φάνε τα μουστάκια τους κι αυτή δα είναι η δική σου η «εκδίκηση της γυφτιάς».

Με τους δικούς σου όρους όμως, διότι αφού ως «κυρίαρχος» είσαι και ο υπόλογος για τον λογαριασμό, εμ, τότε να είσαι ο «κυρίαρχος» και για το κάθε σερβιριζόμενο και εξηγούμαι:

Εκλογές, παλικάρια μου; Καμιά αντίρρηση. Και αύριο το πρωί αν το επιθυμείτε και μάλιστα πρωί πρωί με την αυγούλα, μέσα στη γλυκιά μαστούρα, που έλεγε και ο αείμνηστος Μάρκος αν δεν κάνω λάθος.

Αλλά και προσέξτε το καλά αυτό το «αλλά» διότι βγάζει μάτι…

Εκλογές ΝΑΙ, αλλά χωρίς προεκλογικά πανηγύρια. Τίποτα απ’ αυτά. Ούτε ομιλίες ούτε στολισμένα μπαλκόνια και σημαίες και νταούλια ούτε φωτογραφίες με χαμόγελα στους τοίχους ούτε μεγάφωνα σε δρόμους και σε πλατείες και ούτε η φάτσα κανενός υποψήφιου στα πάνελ και σε «παράθυρα» με Χατζηνικολάους και Ευαγγελάτους, αυτά ξεχάστε τα, ούτε και να μας φέρνει κάθε πρωί είκοσι κιλά φακέλους ο ταχυδρόμος που θα μας περιγράφουν τα έργα και τις θυσίες του κάθε μελλοντικού μας εθνοπατέρα.

Και χωρίς εκλογικά γραφεία σε κάθε γειτονιά, χωρίς αφίσες και πανό, χωρίς ομιλίες και χωρίς το προεκλογικό σκουπιδαριό που -κανένας δεν νοιάζεται να το μαζέψει το επόμενο ξημέρωμα που θα ανοίξουν οι κάλπες.

Τέρμα και στα οράματα, δεν θέλουμε άλλα, χορτάσαμε, τέρμα και στις «αλλαγές», τέρμα και στα «ραντεβού με την ιστορία, τέρμα και στις τρίχες κατσαρές και όποιος θα ξαναπεί «θα», θα βγαίνει από το παιχνίδι και κατευθείαν στον πάγκο.

Μόνο με ένα σκέτο βιογραφικό του ο καθένας, απολυτήριο στρατού, φορολογική ενημέρωση και με μια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 105 για το δικό του «πόθεν αίσχος» ο κάθε υποψήφιος και στην περίπτωση που θα βρεθεί και μια δεκάρα ύποπτη, κόκκινη κάρτα και σε κατ’ οίκον περιορισμό, με την προϋπόθεση που κι αυτός είναι νόμιμος, χωρίς ούτε μισό πόντο καταπατημένο.

Έτσι μάλιστα και μετά χαράς, και όποιος μάγκας έμεινε χωρίς να τον πάτησε το τρένο, ας κοπιάσει, διότι ή είμαστε, Μήτσο μου, Βαγγέλη μου, Προκοπή μου, Φανούρη μου, ο «Κυρίαρχος λαός», ρε γαμώ το μας, ή παραμένουμε στο τούνελ και σβήνουμε το φως.

ΠΕΡΙ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» ΚΑΙ

«ΜΙΖΕΡΙΑΣ» ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

Από την περασμένη Κυριακή καταπιαστήκαμε με ένα θέμα που δεν είναι καθόλου εύκολο, ούτε και μπορούμε να βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα ούτε και να γίνουμε προφήτες με αυτά που βλέπουμε και ακούμε και που, όπως είναι φυσικό, αυτά που βλέπουμε μετράνε περισσότερο από τα όσα και συνήθως ανεύθυνα ακούμε.

Και εννοώ εκείνα στα οποία εστιάζονται τα θεατρικά και πολιτιστικά μας ενδιαφέροντα, τα όσα δηλαδή αποτελούν αρμοδιότητες των Κέντρων Αποφάσεων, τα οποία έχουν και άμεση οικονομική εξάρτιση από την Πολιτεία.

Και αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο, το ότι ενώ το Κράτος έχει υποχρέωση και καθήκον να ενισχύει και να προικοδοτεί με κάθε τρόπο αυτά τα Κέντρα -διότι Πολιτισμός χωρίς λεφτά, πολλά λεφτά, δεν γίνεται και ούτε και βολεύεται με ζητιανιές και μπαλώματα-, αντιθέτως σ’ αυτόν τον τομέα η κρατική μιζέρια εμφανίζεται σε όλο της το μεγαλείο.

Ας το καταλάβουμε, ζούμε σε έναν κόσμο ανταγωνιστικό και ο δημιουργός ανεξάρτητα από την Τέχνη που ανήκει, αν δεν έχει τα σύγχρονα μέσα για να δημιουργήσει, παράλληλα με την οργανωμένη προώθηση και τη νομοθετημένη προστασία του έργου του, είναι ο «Κύριος Κανένας» που προχωρεί στο «Δρόμο του Τίποτα».

Μέσα στις υποχρεώσεις της Πολιτείας είναι και η απαγορευμένη επέμβασή της στον προγραμματισμό, στις αποφάσεις και στη γραμμή που θα χαράξει ο κάθε διορισμένος υπεύθυνος της κάθε πολιτιστικής ανάπτυξης. Και το λάθος αρχίζει από την ώρα που ο κομματικός παραγοντισμός στέλνει στην υπεύθυνη πολυθρόνα το «δικό της άνθρωπο» για να του ανταποδώσει την κομματική του πίστη, αλλά έτσι δεν κάνουμε δουλειά, «κοσμικές ανταλλαγές» κάνουμε το «φάιβ-ο-κλοκ», ενισχύοντας έτσι τον φτωχοπροδρομισμό της μιζέριας και τη μάστιγα της παρεοκρατίας.

Είμαι μέλος του Δ.Σ. του νεοσυσταθέντος και πολυσχολιασθέντος Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού, που ήρθε να καλύψει πολλά από τα κενά των χώρων που αναφέρονται στον τίτλο του. Πρόεδρός του ο κ. Γιώργος Δραγώνας, που το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του ΕΚΕΘΕΧ, συνηγορούν για την επιλογή της πολυθρόνας του, όπως το ίδιο ισχύει και για τον διευθυντή του, τον κ. Ηρακλή Λογοθέτη, προερχόμενο από το δημοσιογραφικό και το γενικότερα θεατρολογικό χώρο.

Στους 10 ή 11 μήνες από την ίδρυσή του, η πρώτη σημαντική και ουσιαστική απόφαση που πήραμε και δημοσιεύθηκε πρόσφατα ήταν για τις θεατρικές επιχορηγήσεις.

Με μια απόφαση που πάρθηκε από μια νεοσύστατη Γνωμοδοτική Επιτροπή, για τη σύσταση της οποίας διατυπώθηκαν επιφυλάξεις και η οποία είχε την υπουργική εντολή να εξετάσει και να γνωμοδοτήσει για τα έργα που παίχτηκαν το χειμώνα που πέρασε και που προφανώς δεν τα είδε, αφού η Επιτροπή ΤΩΡΑ έγινε, για ένα σύνολο… 170 αιτήσεων, εκτός από τους 12 «ιστορικούς θιάσους» που γι’ αυτούς η επιχορήγηση είναι δεδομένη εκ των προτέρων και με άδικη, κατά τη γνώμη μου, κατανομή των ποσών.

Δεν θα έλεγα ότι και οι 170 ήταν άξιοι επιχορήγησης, αλλά ούτε και είναι δυνατόν, σε ένα χρόνο μηδέν, για τον οποίο απόλυτα υπεύθυνη είναι η ολιγωρία του κ. υπουργού Πολιτισμού, για μια γνωμοδότηση που μας ήρθε «κατόπιν εορτής» και με την ανάγκη να τη διαβάσουμε μέσα σε… 10 λεπτά, νομίζω πως ούτε το παραμικρό ή το ελάχιστο συνηγορούν για την έγκρισή της, με μοναδικό δικαιολογητικό της την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι «ορίστε, κύριοι, γιατί φωνάζετε; Δόθηκαν οι επιχορηγήσεις»!

Και με μια μοναδική και βιαστική ματιά, ήταν οφθαλμοφανείς οι αδικίες της κατανομής, με κάποιες ευνοϊκές μέχρι και χαριστικές, στην ουσία βέβαια και τελεσίδικες, όπως και πολλές αδικαιολόγητα απορριπτικές, με υποχρέωσαν, από σεβασμό στο διορισμό μου σε ένα τόσο σημαντικό Κέντρο, όπως ελπίζω και το εύχομαι να εξελιχθεί, με οδήγησαν στην απόφαση να ήμουν απορριπτικός, γι’ αυτό και τις καταψήφισα, με το αίτημα της διορθωτικής επανεξέτασης, που δεν εισακούστηκε, με επιστολή μου καταχωρημένη στα πρακτικά, για την αρνητική μου θέση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ