Μια φορά και έναν καιρό
Γέμισε πολυκατοικίες ο τόπος, και μόνο σαν δείγμα μιας άλλης εποχής παρέμενε η μονοκατοικία όπου διαβιούσανε στα σπλάχνα της οι δύο γεροντοκόρες αδελφές του μακαρίτη μαζί με τον αείμνηστο. Δεν υπήρξε άγαμος, ούτε εκ πεποιθήσεως γεροντοπαλίκαρο ο μεταστάς. Αντιθέτως. Είχε νυμφευθεί εξ έρωτος καλλίγραμμη νεάνιδα, η οποία μόλις επέστρεψαν από το ταξίδι του μέλιτος τον εγκατέλειψε, διότι «αι αδελφαί του» την ξεμαλλιάσανε και την πλάκωσαν με το σκουπόξυλο κάνοντάς της «να» κάτι καρούμπαλους, επειδή -λέει- τον «τύλιξε» με τα μάγια της για να τους χαλάσει το σπιτικό τους.
Έχουνε αλλάξει τα πάντα μέσα σε τόσο λίγα χρόνια κι ο άλλοτε ταπεινός δρομάκος έγινε αρτηρία και όσα ρημαδιασμένα αυτοκίνητα δεν τρέχουνε σαν δαιμονισμένα στην άσφαλτο, τα ‘χουν παρκάρει πάνω στα πεζοδρόμια, να μην μπορείς να κάνεις βήμα. Τα κολλάνε και εμπρός στην αυλόπορτα των «δύο αδελφών» που βγαίνουν και τους περιλούζουν με κατάρες κι αναθέματα αλλά σκασίλα τους οι γιωταχήδες που κάνουνε πως τάχα δεν ακούσανε.
Ακροβατώντας ο Λάμπρος θυμήθηκε πως λίγα χρόνια πρωτύτερα ο δρόμος ήταν χωματόδρομος. Έφερε στη μνήμη του τότε που ήτανε παιδί και παίζανε βόλους και «καζές» και παρέκει τα κορίτσια παίζανε «κουτσό» κι «αμάδες». Σηκωνότανε σύννεφο η σκόνη το καλοκαίρι κι ερχότανε απογευματάκι, αλλά όχι και κάθε μέρα, ο καταβρεχτήρας του δήμου και κατάβρεχε με θαλασσινό νερό να καταλαγιάσει το χώμα. Τρέχανε από κοντά τα πιτσιρίκια, ξυπόλυτα, πλατσουρίζοντας και φωνασκώντας. Τσιρίζανε οι μανάδες τους να προσέχουν και τα σκυλόβριζαν οι σωφεραίοι που φοβόνταν μην πλακώσουνε κανένα κι έχουνε ντράβαλα. Τον χειμώνα πάλι με την πρώτη βροχή ο δρόμος γινότανε αδιάβατος από τις λάσπες που δεν ξεραινόντανε μέχρι την άνοιξη. Ο Λάμπρος μάλιστα τον είχε βαφτίσει… οδός Λασπουρίου! Και φώναζε η μάνα του και γρίνιαζε πως κουβαλάει με τα παπούτσια του τις λάσπες της οικουμένης μέσα στο σπίτι τους και πως της λερώνει τα κιλίμια…
Παρ’ όλα ταύτα μπορεί να ζούσανε φτωχικά και κάπως πρωτόγονα, κυριαρχούσε όμως από ένστικτο η αρχοντιά… Διέκρινες πίσω από τα αιωνίως καφασωτά παντζούρια (μη γινόμαστε θέαμα στους περαστικούς) κουρτίνες δουλεμένες στο χέρι με μεράκι, μαεστρία και υπομονή. Αν αραιά και πού ορθώνετο ένα διώροφο, τα μπαλκόνια του ακουμπούσαν πάνω σε περίτεχνα φουρούσια και για τελείωμα στη στέγη τους βάζανε ακροκέραμους με το κεφάλι της Σφίγγας. Άλλος λίγο και άλλος πολύ, διατηρούσανε ζώα οικόσιτα, τις κοτούλες τους, τον σκυλάκο τους δεμένο μπροστά στο σπιτάκι του κι ερχόντανε και γάτες αλανιάρες τις τακτές τους ώρες για συσσίτιο… Και ήσαν οι αυλές και τα κηπάρια γεμάτα λουλουδικό. Το καλοκαίρι τα νυχτολούλουδα και τα δειλινά, μαζί με το γιασεμί, πάντρευαν τις ευωδιές τους… Σε μια γωνιά, σε γκαζοτενεκέ, φύτευαν τον βασιλικό που καθημερινά τον χάιδευαν και στις 14 του Σεπτέμβρη, του Σταυρού, τον πήγαιναν στην εκκλησιά, στον παπά, να ξεμερδίσει τα κλαδάκια του και να τα μοιράσει στους πιστούς, ραντίζοντάς τους ταυτόχρονα με αγιασμό. Τα βράδια βγάζανε οι νοικοκυρές τις καρέκλες τους στον δρόμο, τον χωρίς διαμορφωμένο πεζοδρόμιο, και κουβέντιαζαν για τις γκαντεμιές της ζωής τους. Όταν είχε φεγγαράδα δεν τους έκανε καρδιά να το διαλύσουν και να πάνε για ύπνο κι όταν πάλι ένας διάττων αυλάκωνε τον ουρανό, κάποια κρυφή επιθυμία γινότανε ευχή… Κάπου εκεί, απέναντί τους ακριβώς, δίπλα σ’ έναν ασπρισμένο μαντρότοιχο με την τεράστια διαφήμιση «Υποδήματα Ελβιέλα», γραμμένη με μεγάλα εντυπωσιακά γράμματα, βρισκόταν η ταβέρνα του Ανέστη, που κάθε χρόνο, στο τέλος του καλοκαιριού, ανέτρεπε την ηρεμία του δρόμου με τις ετοιμασίες του για τις καινούργιες τις «μουστιές». Ήτανε μια γραφική ταβερνούλα. Η αυλή της στρωμένη με γαρμπίλι και σκαρφαλωμένα στους τοίχους το γιασεμί και το αγιόκλημα. Είχε και δυο τρεις ήλιους στην άκρη για… ντεκόρ. Διάσπαρτα ήταν τα τραπεζάκια που τα καταλάμβαναν οι ίδιες καθημερινά παρέες. Μαγείρευε η κυρά Κατερίνα η Ανέσταινα ένα φαΐ στο τσουκάλι, αλλά για τους υπόλοιπους μεζέδες την επιμέλεια είχε ο Ανέστης.
Το… «status quo» ανετρέπετο όταν πλησίαζε ο Σεπτέμβριος κι έπρεπε να ετοιμαστούνε τα βαρέλια που θα δεχτούνε τον καινούργιο μούστο. Η ταβέρνα τότε υπολειτουργούσε κι ο κυρ-Ανέστης πήγαινε αυτοπροσώπως στο Λιόπεσι για να ξεχωρίσει με την… όσφρηση -όπως έλεγε- ποιος είναι ο καλύτερος. Έφερνε γύρα τα πατητήρια, σχολίαζε καχύποπτα με τους… ομολόγους του κι έκλεινε τη συμφωνία… Βγάζανε τα βαρέλια τσουλιστά καταμεσής του δρόμου, όπου γινόταν «εν μέση οδώ» όλες οι εργασίες καθαρισμού και ανακαίνισης, ενώ για εκείνα που ήσαν στο υπόγειο φτιάχναν μια πρόχειρη ράμπα με μαδέρια και σπρώχνοντας όλοι μαζί τα βγάζανε κι αυτά μαζί με τ’ άλλα στην… επιφάνεια. Και τότε άρχιζε η μεγάλη ιστορία. Αφαιρούσανε δυο τρία τσέρκια και τους ξήλωναν τον πάτο ή όπως λέγανε στη γλώσσα τους γινότανε το «ξεφουντάρισμα», και χωνόταν μέσα ο παραγιός ν’ αναλάβει το καθάρισμα.
Μ’ ένα ξυστρί έξυνε τα τοιχώματα για να φύγουνε τα υπολείμματα μιας «μούργας» που ‘χε κατακαθίσει, φέρναν και το λάστιχο που πότιζαν τον κήπο κι άρχιζε το πλύσιμο με μπόλικο τρεχούμενο νερό. Κυλούσε το νερό προς τα πέρα σχηματίζοντας ρυάκι κι ήταν η πρώτη ένδειξη πως το φθινόπωρο έφτασε… Ρίχνανε μέσα στο βαρέλι «άσβεστο» ασβέστη για απολύμανση, καίγανε και λίγο θειάφι και τα βαρέλια, λαμπικαρισμένα, επέστρεφαν με σχετικό σπρώξιμο στη βάση τους, έτοιμα για το βαρύ τους έργο, να μετατρέψουν δηλαδή το γλεύκος σε κρασί να ευφρανθεί η καρδιά μας. Κι ερχόντανε η μέρα που κατέφθαναν το κάρο ή το φορτηγό, κουβαλώντας τον αγορασμένο μούστο.
Σιγόβραζε ήδη και ψιλοχυνότανε στο διάβα τους, σκορπώντας στη γειτονιά μια σπιρτάδα σταφυλιού, ενώ σμήνη από μύγες τον συνόδευαν… τιμητικά! Παχύρρευστα ποταμάκια σχηματίζονταν στον δρόμο καθώς γινόταν η μετάγγισις και ένα σωρό ζουζούνια παίρναν τον… μεζέ τους. Συνήθως βάζανε δυο ειδών κρασιά, ένα από κόκκινο σταφύλι για κοκκινέλι και περισσότερο από λευκό για την αθάνατη, την κεχριμπαρένια, τη χιλιοτραγουδισμένη τη ρετσίνα, που χάριζε το κέφι, έδιωχνε τη θλίψη και συντρόφευε στον πόνο και στη μοναξιά…
Έπαιρνε από τον πρώτο μούστο η νοικοκυρά κι έφτιαχνε για το «καλό» μουσταλευριά. Την πασπάλιζε με κοπανισμένα στο «χαϊβάνι» καρύδια και μπόλικη κανέλα, ζύμωνε μουστοκούλουρα κι αν δεν βαριόταν, περνούσε καρύδια σε μια κλωστή και με αλλεπάλληλα βουτήγματα στη χύτρα με τον μούστο που κόχλαζε στη φωτιά έφτιανε τα ανεπανάληπτα «σουτζούκια».
Μοιράζανε και στη γειτονιά με ένα λαγήνι λιγάκι μούστο να φτιάξουνε κι εκείνοι μια σταλιά μουσταλευριά, εξάλλου οι άντρες τους πελάτες της ταβέρνας ήσαν. Και έτρεμε ο κυρ-Ανέστης μην ξέχασε κανέναν και τον χαρακτηρίσει γάιδαρο και τσιγκούνη…
Κοντοστάθηκε ο Λάμπρος κι έψαχνε να δει τη θέση όπου άλλοτε ήταν ο μαντρότοιχος και η ταβέρνα. Στη θέση της είχε υψωθεί μια τεράστια σαν κουτί πολυκατοικία, σωστή καζάρμα. Σήκωσε τα μάτια για να μετρήσει τα πατώματά της και είδε σ’ ένα μπαλκόνι στα ψηλά, έναν πιτσιρίκο να κάνει… ποδήλατο!