ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΘΕΑΤΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ
Υπάρχει δηλαδή ένα βασικό ερώτημα που τίθεται σε κάθε περίπτωση διαπραγμάτευσης εθνικού μας θέματος, δηλαδή ζητήματος υψηλής στρατηγικής για την Αθήνα και τη Λευκωσία, που λέγεται «Σχέδιο Β», δηλαδή η επόμενη μέρα.
Για να υπάρξει κάτι τέτοιο πρέπει να διαθέτει η χώρα στρατηγική, δηλαδή στόχους ενταγμένους σ’ ένα συνολικό πλάνο, επιδιώξεων που τους παντρεύει με τα μέσα και τις τακτικές κινήσεις που χρησιμοποιεί σε μια καλά μελετημένη ιεράρχηση συνδυασμού στόχων και μέσων.
Πέραν τούτου, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα που αναφέρεται στη φιλοσοφική και πολιτική σύλληψη της λύσης και του κράτους που εν προκειμένω επιδιώκουμε να συμφωνήσουμε με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, στο πλαίσιο ακριβώς της επιδιωκόμενης ομοσπονδιακής δομής που να στηρίζεται στη λειτουργικότητα, δηλαδή την κοινή δράση, τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη, δηλαδή την ισότητα των πολιτών, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων. Επειδή λοιπόν υπάρχει η αληθινή απολύτως θεμιτή, θα λέγαμε επιβεβλημένη βούληση του Δημήτρη Χριστόφια να πείσει την τουρκική πλευρά πως εμείς θέλουμε και μπορούμε να οικοδομήσουμε μαζί τους ένα δίκαιο και σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, και γνωστού όντως ότι ίσως είναι ο ίδιος, ο πλέον δημοφιλής έλληνας πολιτικός στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, επισημαίνουμε ορισμένες παραμέτρους οι οποίες πρέπει να ξεκαθαριστούν στη σκέψη των ανθρώπων που αποφασίζουν και χαράσσουν πολιτική, οι οποίες ίσως δημιουργούν ή καλλιεργούν τη σημερινή αμηχανία και θολούρα ως προς το πού πάμε.
Η βασική, ορατή παράμετρος που πρέπει να επισημάνουμε, και είναι γνωστή, παραπέμπει στη θεσμική και πολιτική σχέση Χριστόφια – Ταλάτ, όπου μπορεί να εμφανίζονται οι δύο ως ηγέτες των δύο κοινοτήτων σε ισότιμη βάση, πλην όμως, ο Δημήτρης Χριστόφιας είναι Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που μπορεί να πάρει αποφάσεις αυτόνομα και ανεξάρτητα, θα λέγαμε κυρίαρχα, ενώ ο Ταλάτ εκπροσωπεί τύποις την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ουσία δε, την Άγκυρα.
Επομένως, και εδώ είναι η αθέατη παράμετρος, όσο και αν συμπαθούν, σέβονται ή εκτιμούν τον Δημήτρη Χριστόφια οι Τουρκοκύπριοι, στη διαπραγμάτευση παίζει μηδαμινό ή ελάχιστο ρόλο. Ο παράγοντας της απάλειψης ή έστω αποδυνάμωσης στερεοτύπων ή εχθρικών εικόνων και της πολιτικής λειτουργίας των δύο προσωπικοτήτων ως διαδικασίας ενσωμάτωσης για ολόκληρο τον λαό είναι ένα ζήτημα που θα φανεί την επόμενη ημέρα της λύσης και θα εξαρτηθεί από το νομικό, δηλαδή το θεσμοπολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η αυριανή κυπριακή πολιτεία. Το άλλο αθέατο ζήτημα, που παρατηρεί κανείς, συναφές με το προηγούμενο, παραπέμπει στην υπόθεση των εθνικών ταυτοτήτων της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου και στην ουτοπιστική ιδέα που μπορεί να μετατραπεί και σε επικίνδυνη αντίληψη, που ορισμένοι αφελώς καλλιεργούν στην κυπριακή κοινωνία, ότι όσο αποδυναμώνουμε την εθνική μας ταυτότητα και την εθνική μας αυτοσυνειδησία ως Έλληνες τόσο πιο κοντά στους Τουρκοκύπριους ερχόμαστε στηρίζοντας έτσι τις προοπτικές λύσης και βιωσιμότητάς της.
Πρόκειται περί λάθους που επιστημονικά και πολιτικά, δηλαδή εμπειρικά, έχει αποδειχθεί παντού. Κατ’ αρχάς τα κράτη είναι προϊόντα πολιτισμού. Τα τεχνητά κατασκευάσματα καταρρέουν, διότι ακριβώς η κοινωνία στηρίζεται σε ιστορικές διεργασίες, σε μνήμες και παραδόσεις. Η ιστορική μνήμη και η ταυτότητα καθοδηγούν ως συλλογική αντίληψη ενός συλλογικού υποκειμένου κάθε κοινωνία, προδιαγράφοντας το μέλλον. Πέραν τούτου, εκείνο που αναζητείται στις Ομοσπονδίες και τα ομοσπονδιακά συστήματα δεν είναι η δημιουργία ενός νέου έθνους, ως πολιτισμικής οντότητας, αλλά η εμπέδωση αυτού που ο μεγάλος φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας αποκαλεί «συνταγματικό πατριωτισμό» και είναι το πολιτικό έθνος.
Αυτό σημαίνει πως το σύνολο του λαού, στηριζόμενο σε θεσμούς ενσωμάτωσης και σ’ έναν λειτουργισμό κοινής δράσης, στηρίζει το κοινό κράτος, υπερασπίζεται και αγωνίζεται για το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό. Οι εθνικές ταυτότητες συνυπάρχουν και ενδυναμώνονται όχι σοβινιστικά, αλλά πολιτισμικά, εμπλουτίζοντας στοιχεία κοινού πολιτισμού, επ’ αγαθώ κοινής πατρίδας.