Ανατροπή συσχετισμών ή υποτροπή της κρίσης;

Γιατί ο πολιτικός χρόνος δεν έχει καμία σχέση με τον ημερολογιακό… Αποφάσεις που καθυστερούν να παρθούν κατά ένα ή δύο 24ωρα μπορούν να αποδειχθούν πλήρως αναποτελεσματικές… Και αυτές οι 48 ώρες να αποβούν καθοριστικές για μια ολόκληρη, κρίσιμη, περίοδο…

Ό,τι δεν έπραξε και δεν εξήγγειλε ο Κ. Καραμανλής στη Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να το αποκαταστήσει εκ των υστέρων. Ούτε η «παραίτηση» του Γ. Βουλγαράκη ούτε η απόφαση να εξετασθούν οι «αγοραπωλησίες» της Μονής Βατοπεδίου από μηδενική βάση μπορούν να αποκαταστήσουν την απογοήτευση και την οργή των πολιτών, ένα μεγάλο τμήμα των οποίων περιλαμβάνει ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας.

Ο κ. πρωθυπουργός και το επιτελείο του αγνόησαν ή και υποτίμησαν δύο βασικές παραμέτρους που καθορίζουν τη διαμόρφωση των πολιτικο-κομματικών συσχετισμών:

• Η σύγκριση του Κ. Καραμανλή με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ως προς την ικανότητα και την αξιοπιστία εκάστου έχει σχετική αξία. Ο (κάθε) πρωθυπουργός έχει ως πεδίο αναφοράς και κριτικής αξιολόγησης τον ίδιο τον λαό. Δεν πρόκειται για ένα «παιγνίδι» δύο αντιπάλων σε «κλειστό χώρο», αλλά για μια συνεχή, ανοικτή, ιστορική δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται καθημερινά ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί της κυβέρνησης.

• Η αντοχή, η υπομονή, η «δυνατότητα» της κοινωνίας να «ενσωματώνει» τα σκάνδαλα και τις υποθέσεις της διαφθοράς και της διαπλοκής έχει πια εξαντληθεί.

Η γνωστή παρηγορητική ρήση ότι «κάθε θαύμα κρατά τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσερις» έπαψε εδώ και πολύ καιρό να ισχύει.

Επί οκτώ σχεδόν χρόνια η ελληνική κοινωνία εκμετρά την πολιτική ως μια ατελεύτητη αλληλουχία σκανδάλων, πράξεων διαφθοράς και συναλλαγής.

Η συνεχής αυτή ποσοτική συσσώρευση σκανδάλων παράγει πλέον ποιοτικά αποτελέσματα… Τα σκάνδαλα και η διαφθορά παύουν να έχουν προσωπικό χαρακτήρα, να αφορούν συγκεκριμένους πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες.

Βρισκόμαστε πλέον μπροστά στο φαινόμενο της δομικής διαφθοράς, αφού η διαπλοκή, η συναλλαγή, ο ατομικός πλουτισμός εκλαμβάνονται ως συστατικά στοιχεία της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας.

Όποιος στέκεται στα ποσοστά των σφυγμομετρήσεων και προσπαθεί να ερμηνεύσει με βάση αυτά τις πολιτικές εξελίξεις παραβλέπει το κύριο πρόβλημα. Ότι δηλαδή η άσκηση της πολιτικής – κυβερνητικής εξουσίας έχει σημαντικά απονομιμοποιηθεί, αφού ένα ποσοστό που αγγίζει ή και υπερβαίνει το 20% του εκλογικού σώματος δεν νοιώθει απλώς απογοητευμένο, αλλά αγανακτισμένο και οργισμένο με την πολιτική και τους πολιτικούς. Και αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την πορεία και τις προοπτικές του πολιτικού μας συστήματος.

Ασφαλώς η «λύση» στο ιστορικό αυτό πρόβλημα δεν είναι η υιοθέτηση μιας ηθικολογούσας πολιτικής. Η ηθική στην πολιτική δεν είναι μια αφηρημένη, μεταφυσική κατηγορία. Συνδέεται και θεμελιώνεται με την πολιτική πράξη, τη δημιουργική πολιτική, την έκφραση των κοινωνικών οραμάτων και αναγκών.

Η ανικανότητα, η επανάπαυση, η στασιμότητα, η εκ των ενόντων διαχείριση των προβλημάτων, οδηγεί εκ των πραγμάτων στον συμβιβασμό, στη συναλλαγή, στην έκπτωση των αξιών, και τελικά στην αποηθικοποίηση της πολιτικής.

Η ηθική της πολιτικής, η αξία και το περιεχόμενο της αναδεικνύεται μέσα από τη γνήσια πολιτική δράση που στηρίζεται στην αυθεντική κοινωνική συναίνεση. Αυτού του τύπου η πολιτική δράση, ακόμα κι αν αποκλίνει από τους αρχικούς της οραματικούς στόχους, εν τούτοις, διατηρεί την ηθική της αξία γιατί και οι σκοποί της αλλά και τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι εναρμονισμένα με τις κοινωνικές ανάγκες και αξίες.

Η ηθική από μόνη της δεν μπορεί να στηρίξει την πολιτική ανεπάρκεια και την ανικανότητα. Ούτε η πολιτική ανεπάρκεια μπορεί να διακηρύσσει ότι είναι ηθική. Γιατί είναι απλώς ανίκανη, όσο κι αν επιχειρεί να εξωραϊστεί μέσα από ευχολόγια ή επικοινωνιακές πομφόλυγες…

Ο Κ. Σημίτης ήρθε ως ορθολογιστής πολιτικός για να απαλλάξει την εξουσία από τον «μύθο» του (ανορθολογικού) χαρισματικού ηγέτη και να ακολουθήσει μια πορεία έντιμης διαχείρισης που θα οδηγούσε στην ομαλή ενσωμάτωση της χώρας στους μηχανισμούς της αγοράς.

Ο ίδιος όμως αποτελούσε επιλογή των ισχυρών συμφερόντων. Γιʼ αυτό και υπετάγη στους μηχανισμούς των συμφερόντων αυτών, τα οποία, τελικά, απέκτησαν ισχυρή επιρροή στο ίδιο το πολιτικό μας σύστημα.

Ο Κ. Καραμανλής υποσχέθηκε, και πίστεψε ίσως, ότι μπορούσε να απαλλάξει την πολιτική εξουσία από τα ισχυρά δίκτυα των συμφερόντων αυτών. Στην πρώτη του όμως απόπειρα, με την υπόθεση του βασικού μετόχου, έχασε τη μάχη. Απέναντι του δεν είχε μόνο την αντιπολίτευση και το ευρωπαϊκό δίκτυο συμφερόντων και «προστατών», αλλά και ηγετικά στελέχη της παράταξης του (πλην του κ. Πρ. Παυλόπουλου)… Από τότε μέχρι σήμερα μια σειρά από αποτυχίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χάνει και τον πόλεμο…

Μαγικές συνταγές για ένα πολιτικό σύστημα και για κόμματα που βιώνουν μια τόσο βαθιά κρίση δεν υπάρχουν. Τα επικοινωνιακά «τρικ» (ανασχηματισμοί, εκλογές, κυβερνήσεις συνεργασίας) που προτείνονται από πολλές πλευρές οριακά και μόνον αποτελέσματα μπορούν να έχουν.

Η μόνη βάση για να ξεκινήσουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε όλοι, πολίτες και πολιτικοί, το βάθος της κρίσης. Και να αποφασίσουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τους σημερινούς όρους. Μόνο τότε μπορεί να βρεθεί διέξοδος.


Σχολιάστε εδώ