ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΠΑΝΤΕΣ ΕΥΛΟΓΗΤΕ ΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙΣ ΚΙ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΑΡΠΑΞΤΕ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ

Τό θαύμα είναι μέγεθος
μετρήσιμο βεβαίως
μετράται μέ τά στρέμματα
ήρεμα ή βιαίως.

Μετράται μέ τήν προσευχή
ως εντολή μανίας,
είτε μέ τήν Βυζαντινή
αργκό μονοτονίας.

Μέσα στήν χάρη τού παντός
καί τής μεγαλοσύνης
αρπάζουνε οι εκλεκτοί
μέ στύλ καπατσοσύνης.

Χαίρονται τά ουράνια
κι η Γης αναγαλλιάζει
όταν ο Οίκος τού Θεού
εις έκτασιν ακμάζει.

Καί γίνονται οι μοναχοί
σωτήρες, μονομάχοι, καί
σώζουνε τό Έθνος μας
– πού κακό χρόνο νά ‘χει.

Πού νά ζυγώσει η Τουρκιά
σέ εκκλησιάς τσιφλίκια
αφού Θεός σημαίνει Αλλάχ
καί STOP τά νταηλίκια.

Έτσι άν όλη η Ελλάς
γίνει εν Βατοπέδι
γίνεται τόπος ιερός
μιά θεία τροχοπέδη.

Πώς γοητεύομαι ο πτωχός
απ’ τό παπαδιλίκι
π’ όλα τά θεωρεί μικρά
σάν νά ‘ναι χαρτζιλίκι.

Έργα πού απαιτούν λεφτά
βλέπε νοσοκομεία
βλέπε σταθμούς γιά ορφανά
– εντύπωση καμία.

Βλέπε χιλιάδες πού πεινούν
βλέπε σακατεμένους, βλέπε
ζητιάνους, άνεργους
τυφλούς καί ξεχασμένους.

Από τήν άλλη τήν μεριά
βλέπε τούς δεσποτάδες,
τούς υπουργούς τού μηδενός
καί τούς πορτοφολάδες.

Βλέπε τά γιότ, τ’ ανάκτορα
βλέπε τίς λιμουζίνες,
καί βγάλε τό συμπέρασμα
ή θάψου στίς Μυκήνες.

Νά ‘χεις τό πρόσωπο χρυσό
καί θολωτό τόν τάφο νά ‘σαι
ωραίος, μά νεκρός
– εδώ «Τή Υπέρμαχω».

Ώ, τί χαρά, τί μουσικές
τί θεία ακολουθία,
μόνο οι νεκροί στόν τόπο μας
δέν ενοχλούν τά θεία.

Τό Βιλαέτι ορθώνεται
μέρα μέ τήν ημέρα,
υψώνει, γιγαντώνεται
μέ ίδιαν παντιέρα.

Βάλτε συρματοπλέγματα,
ταμπουρωθείτε όλοι,
μή καί βρεθείτε άστεγοι
ακτήμονες καί σβώλοι.

Άς έχω τήν ευχούλα σου
έντιμε Λασκαράτε.
Τούς είδες καί τούς ένιωσες
καταραμένε γάτε.

«Τής δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
καί μυρσίνη εσύ δοξαστική,
μήν παρακαλώ σας, μή
λησμονάτε τή χώρα μου»


Σχολιάστε εδώ