«ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ» ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι κυβερνήσεις συνεργασίας, όπου αυτό επιτυγχάνεται και εναρμονίζεται προς τις προϋποθέσεις και τους κοινωνικο-πολιτισμικούς όρους του πολιτικού συστήματος, εκφράζει μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα, εκπροσωπεί πολύ μεγαλύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος, όχι μόνο κομματικά αλλά και ιδεολογικά και επομένως είναι μια πολύ πιο αισθητή εκδοχή της δημοκρατικής πραγμάτωσης απʼ ό,τι συνήθως, αφού, εν προκειμένω, το στοιχείο της πολιτικής συμμετοχής είναι εξόχως διευρυμένο.
Η Δημοκρατική Αρχή αναμφίβολα προϋποθέτει αλλά και αποβλέπει στη μεγιστοποίηση της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών υπό την έννοια ακριβώς της ενεργού πολιτικής συμμετοχής τους στα κοινά. Επομένως, μια διευρυμένη, συμμετοχική, με περισσότερες πολιτικές δυνάμεις κυβερνητική εξουσία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευκταία εξέλιξη στην πορεία μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας, αφού η διαχείριση, ο σχεδιασμός και οι πολιτικές αποφάσεις θα λαμβάνονταν μέσα από μια διευρυμένη πολιτική αντιπροσώπευση.
Πρόκειται για ένα θέμα που σε πολλές περιπτώσεις εξελίσσεται και σε μια λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή πολιτική, τουτέστιν κυβερνητική πρακτική, που ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις κρατών της Ευρώπης και της Δύσης ευρύτερα.
Επειδή όμως ο σύγχρονος κόσμος εκφράζει την καλπάζουσα πραγματικότητα του προβαδίσματος στην οικονομία και την τεχνολογική ανάπτυξη, οι ανάγκες του παγκοσμιοποιημένου κόσμου αυξάνονται και οι εντάσεις ή καμιά φορά και οι κρίσεις σε εθνικό επίπεδο μεγεθύνονται, και οι ανάγκες και οι απαιτήσεις ή διεκδικήσεις του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ περισσότερες απʼ ό,τι πριν μερικά μόλις χρόνια, η υπόθεση των κυβερνητικών συνεργασιών δεν μπορεί νʼ αποτελεί πολιτική επιλογή erga omnes.
Η αναφορά μας αυτή γίνεται ακριβώς γιατί αναπτύσσεται μια συζήτηση στην ελληνική δημοσιότητα εδώ και καιρό που εμφανίζει την ιδέα της συγκυβέρνησης ή των κυβερνητικών συνεργασιών ως πανάκεια όχι μόνο δημοκρατικής νομιμοποίησης αλλά και αποτελεσματικότερων ή αποδοτικότερων διεξόδων από τις όποιες κρίσεις εμφανίζονται και καλύτερης υλοποίησης και εφαρμογής του κυβερνητικού προγράμματος για την κοινωνία.
Προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων όχι μόνο περί αφεύκτου αλλά και πολιτικά αναγκαίας πολιτικής διακομματικής συνεργασίας, επιστρατεύονται τα παραδείγματα άλλων χωρών, από την Ευρώπη και όχι μόνον, όπου όντως ορισμένες φορές συγκεκριμένα πολιτικά συστήματα οδηγούνται εύκολα και χωρίς κόστος σε κυβερνητικές συνεργασίες που άλλοτε επιτυγχάνουν, άλλοτε καταρρέουν πολύ γρήγορα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ιταλίας, όπου στη μεν Γερμανία είχαμε στο τέλος της δεκαετίας του ’60 τον «μεγάλο συνασπισμό» υπό τον συντηρητικό Γκέοργκ Κίζιγκερ και εμπνευστές τους Βίλι Μπραντ και Βάλτερ Σελ και τον σημερινό συνασπισμό υπό την Άγκελα Μέρκελ.
Από την άλλη έχουμε το μόνιμο ενδημικό φαινόμενο της Ιταλίας που προκαλεί αναβίωση σταθερά ανά εξάμηνο περίπου ευρύτατων κυβερνητικών συνασπισμών, χωρίς να προκαλείται ούτε στη μια περίπτωση, δηλαδή τη Γερμανία, ούτε στην άλλη πολιτική αστάθεια.
Το ότι δεν προκαλείται σ’ αυτές τις δυο ευρωπαϊκές χώρες κυβερνητική αστάθεια δεν οφείλεται στον σταθερό ή ασταθή συνασπισμό κομμάτων, αλλά στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με σταθερές κρατικές δομές με μακρά κρατική παράδοση υπό την έννοια του κράτους ως πολιτικού οργανισμού, θεσμικής οργάνωσης και γραφειοκρατίας, που λειτουργεί αποτελεσματικά, ανεξαρτήτως και πέραν των κυβερνήσεων.
Τα παραδείγματα στα οποία αναφερόμαστε διαθέτουν αφενός μεν την απαραίτητη παράδοση και πολιτική κουλτούρα κυβερνητικών συνεργασιών σε μια μακραίωνη ιστορική διαδρομή και αφετέρου χαρακτηρίζονται, όπως ήδη αναφέραμε, από μια κρατική οργάνωση, υπερβατική της κομματικής και στενά νοούμενης πολιτικής πελατειακών σχέσεων, όπου η λειτουργία του κράτους δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση αλλά από τη Δημόσια Διοίκηση και την κρατική γραφειοκρατία.
Δυστυχώς, για την Ελλάδα, που δεν διαθέτει κράτος με σύγχρονες και ανεξάρτητες γραφειοκρατικές δομές, όπου η λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης εξαρτάται από τη βούληση και την ικανότητα του εκάστοτε υπουργού, των κυβερνητικών στελεχών αλλά και του πρωθυπουργού, και όχι από την ίδια την εσωτερική δομή και ιεραρχία της. Η εμπειρία της χώρας από συγκυβερνήσεις, στους σχεδόν δύο αιώνες λειτουργίας του ελληνικού κράτους, οδήγησε σε πολιτική αστάθεια με τραγικά ενίοτε αποτελέσματα. Για να μπορούμε να μιλούμε για κυβερνήσεις συνεργασίας πρέπει πρώτα να αναδομήσουμε και να εκσυγχρονίσουμε την κρατική δομή και να ανεξαρτητοποιήσουμε την παραγωγή κρατικού έργου από τη βούληση και την ικανότητα των υπουργών. Οι υπουργοί και οι πολιτικοί εν γένει οφείλουν να κάνουν αυτό που έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, «να σκέφτονται, να σχεδιάζουν και να ονειρεύονται» το μέλλον της χώρας, αφήνοντας την καθημερινότητα της κυβερνητικής πρακτικής στους λειτουργούς του κράτους.