Παραοικονομία ναι, (γιατί όχι);
Δεν θέλω να μπω στις αναλύσεις και τους αριστερίστικους εξορκισμούς περί του μεγάλου κεφαλαίου και της προσπάθειας εξαθλίωσης και συνεχούς απομύζησης των εργαζομένων. Αυτά είναι αληθή, αλλά διατυπωμένα και διακηρυσσόμενα με τον πιο φτηνό και «άκομψο» τρόπο. Εκείνο που μένει και πιστεύει ο μέσος Έλληνας είναι ότι κάθε προσπάθεια «βελτίωσης» οδηγεί σε χειρότερα αποτελέσματα και προδίδει τις εμφανείς αδικίες, που προσπαθούν να τις παρουσιάσουν ως οικονομικές σοφίες οι πάμπολλοι παρατρεχάμενοι (γνωστοί και άγνωστοι) του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, επίκουροι της αναλωνόμενης θεωρητικής (χωρίς εμπειρία) σοφίας. Έρχονται και πολλοί, επίσης γνωστοί και άγνωστοι, που προτείνουν και συναποφασίζουν για λύσεις που όλως παραδόξως έχουν τον ίδιο στόχο: Σου δίνουν ένα και σου παίρνουν δέκα.
Κάθε Νοέμβριο βλέπουμε να κατατίθεται ένας ογκωδέστατος τόμος του προϋπολογισμού (και αυτό το επέβαλε η χούντα, γιατί παλαιότερα ο προϋπολογισμός κατετίθετο στα μέσα της χρονιάς που προϋπολόγιζε), ο οποίος περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες πώς θα εισπραχθούν και πώς θα διατεθούν τα χρήματα της επόμενης χρονιάς. Μετά τα όσα σκάνδαλα είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, μέσα στον προϋπολογισμό αυτόν είναι φανερό ότι περιλαμβάνονται, χωρίς χωριστό κωδικό, και οι μίζες. Εκεί που πέφτει έξω ο προϋπολογισμός αυτός είναι προφανώς στην ορθή εκτίμηση της μίζας. Δεν αριθμοποιείται η απληστία.
Έτσι, λοιπόν, έρχεται το καλοκαιράκι και καταγράφει τα αποτελέσματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Μέσω του αίσχους του πόθεν έσχες των λίγων χιλιάδων υπόχρεων που έρχονται σε επαφή με το δημόσιο χρήμα, δεν γίνεται παρά μια καταγραφή της κατάστασης και κανείς δεν θέλει να κάνει μια σύγκριση με προηγούμενα χρόνια, γιατί όλοι γνωρίζουν τι θα προκύψει και κανείς δεν θέλει να το δει. Υπάρχει εξάλλου και η πολύ πειστική αιτιολογία. «Δεν πρέπει να πληγώσουμε τη δημοκρατία» ούτε να «βάλουμε σε κίνδυνο το δημοκρατικό πολίτευμα!»
Απέναντι σ’ αυτά τα γνωστά (και άλλα ακόμη περισσότερα), πώς μπορεί να αντιδράσει ο «κοσμάκης»; Πώς μπορεί να εξασφαλίσει κάτι για τον εαυτό του, ώστε να μπορέσει να δώσει λίγη «ποιότητα» στην καθημερινότητά του και κάποιο θαμπό όραμα για το αύριο;
Κρατώντας φυσικά όσα μπορεί και κρύβοντας τα εισοδήματά του από το κράτος. Ζώντας δηλαδή με την παραοικονομία και μέσα σ’ αυτήν. Αυτή που με κάθε τρόπο θέλει το κράτος να περιορίσει μέχρι εξάλειψης.
Γιατί όμως πρέπει με τις κρατούσες συνθήκες να γίνει αυτό; Αν υποθέσουμε ότι όλοι οι διαβιούντες μέσα στην παραοικονομία αποφάσιζαν ν’ αφήσουν αυτές τις συνθήκες και δήλωναν τα πάντα. Τι θα γινόταν; Απλώς το κράτος, με την τεράστια αδράνεια που διαθέτει (μέχρις ακινησίας), θα κρατούσε τον ίδιο κανόνα. Προϋπολογισμό πλούσιο πλέον, με παροχές ανισοκατανεμημένες, όπως τώρα, περισσότερες προβλεπόμενες ενέργειες για τη διάθεση των πολλών πλέον χρημάτων και άρα περισσότερες μίζες, και με κλείσιμο του κύκλου, με τις απαραίτητες αναφορές στον Τύπο των σκανδάλων (που θα είναι περισσότερα πλέον), τα οποία σύντομα (γιατί πρέπει να έρθουν τα επόμενα) αρχειοθετούνται. Η οφειλόμενη ενημέρωση προς τους φορολογούμενους είναι η δημοσιοποίηση των σκανδάλων και των μιζών, για να γνωρίζουν πού πηγαίνουν τα χρήματα του φορολογούμενου στο σύνολο και όχι μόνον αυτά που περιγράφονται με κωδικούς στον προϋπολογισμό.
Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη όμως, η οποία και λειτουργεί, υπαγορεύει στον πολίτη την απλή σκέψη: «Γιατί να τα δώσω όλα στο κράτος να τα διαχειριστεί και να περιμένω να μου επιστρέψει το αναλογούν μέρος νομίμως, αφού βλέπω τους κανόνες διαχείρισης που εφαρμόζει, με το μεγαλύτερο μέρος να πηγαίνει προς τους οικονομικά ισχυρούς και ένα άλλο μέρος στις μίζες; Εάν μου δώσει κάτι, ξέρει ότι από μένα μίζα δεν έχει. Ας κρατήσω λοιπόν όσα πιο πολλά μπορώ από αυτά που εγώ έβγαλα με τον κόπο μου».
Αυτήν τη νοοτροπία πρέπει να σπάσει το κράτος. Αυτή λοιπόν η νοοτροπία είναι βέβαιο ότι δεν σπάει με νομοθετικές ρυθμίσεις. Αυτές μάλλον την ενδυναμώνουν και γεννούν περισσότερους μιζαδόρους. Για ν’ αλλάξει αυτή η νοοτροπία πρέπει πρώτα ν’ αλλάξει νοοτροπία ο «διαχειριστής», δηλαδή ο κρατικός απρόσωπος ή και ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος του συστήματος. Επειδή τα πράγματα, όπως δείχνουν, πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι να μεγαλώσει η ένταση ανάμεσα στους διοικούμενους και τους αρπάζοντες και να μεγαλώσει η επιθυμία να μπουν στο σύστημα των αρπαζόντων όλο και περισσότεροι διοικούμενοι. Μπορεί να φανταστεί κανείς πού θα μας οδηγήσει αυτό;
Συμπέρασμα: Ανεχτείτε, κύριοι της Εθνικής Οικονομίας και κατ’ επέκταση πολιτικοί άρχοντες, την παραοικονομία, η οποία επιτρέπει ακόμη την ανθρώπινη διαβίωση με τον παραδοσιακό τρόπο του απλού έλληνα πολίτη, για όσο καιρό θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσετε τους κανόνες του παιχνιδιού και να αποδείξετε ότι έχετε αλλάξει νοοτροπία, ότι θα είστε λογικοί και αποτελεσματικοί στην αναδιανομή του εισοδήματος (χτυπώντας την παραοικονομία των ισχυρών), ότι θα σκέπτεστε σοβαρά και ότι οι μίζες θα εισπράττονται διακριτικά και σε λογικά ύψη. Κακά τα ψέματα, «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι» ή «ο λύκος την τρίχα αλλάζει και όχι το χούι», όπως λέει και ο λαός.