Ομολογία αποτυχίας η επαναφορά των τεκμηρίων

Παρά ταύτα θα ήθελα μόνο ένα σχόλιο να προσθέσω. Ελέχθη ότι η λήψη των εκτάκτων μέτρων είναι απόδειξη της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Λάθος. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας δωδεκαετίας δεν σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική. Απλώς εφαρμόζουν την όποια πολιτική σχεδιάζουν τα αρμόδια όργανα της ΟΝΕ κι αυτό ισχύει στην κυριολεξία για τον δημοσιονομικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Απλώς οι μηχανισμοί είσπραξης των δημοσίων εσόδων πρόδωσαν τις προσδοκίες του κ. Αλογοσκούφη.

Eπρόκειτο βέβαια για προσδοκίες μιας υπερφίαλης φορολογικής αφαίμαξης. Το ναυάγιο του προϋπολογισμού και της παράλογης κατάρτισής του έπρεπε να αιτιολογηθεί. Και ο φταίχτης βρέθηκε. Η φοροδιαφυγή. Και τώρα ο κ. υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών για τον περιορισμό της θυμήθηκε την επαναφορά των τεκμηρίων για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος. Και ανακοίνωσε ότι είναι αποφασισμένος να θεσμοθετήσει και πάλι τον θεσμό των τεκμηρίων. Ίσως για να δείξει ότι στο μέλλον θα πειθαναγκάσει «τους έχοντες και κατέχοντες» να πληρώσουν φόρους! Ας σχολιάσουμε λοιπόν αυτήν την εξαγγελία του κ. Αλογοσκούφη, σε βασικές γραμμές.

Ο κ. υπουργός στις σχετικές ανακοινώσεις του έδωσε έμφαση στη θέσπιση ορισμένων δαπανών διαβίωσης ως τεκμηρίων. H σχετική λίστα του υπουργού περιλαμβάνει τα εξής τεκμήρια:

α)Δίδακτρα σε ιδιωτικά σχολεία (άραγε και στις σχολές μεταλυκειακής εκπαίδευσης;).

β)Δαπάνες για αγορά και συντήρηση ΙΧ αυτοκινήτων

(ισχύει και σήμερα).

γ)Δαπάνες συντήρησης εξοχικών κατοικιών, σκαφών αναψυχής και πισίνας καθώς και άλλων περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει στο όνομά του ο φορολογούμενος.

Τα τεκμήρια αυτά αφορούν δαπάνες αποκλειστικά και μόνο φυσικών προσώπων και ισχύουν για την άμεση φορολογία. Όμως το ελληνικό φορολογικό σύστημα, όπως είναι γνωστό, στηρίζεται στην έμμεση φορολογία, που αφορά κυρίως τις επιχειρήσεις και χωρίς αμφιβολία είναι η κυριότερη εστία φοροδιαφυγής. Άραγε δεν μπορούν να θεσπιστούν τεκμήρια και για τα κέρδη των επιχειρήσεων; Κατανοούμε τη δυσκολία της κυβέρνησης που εφαρμόζει ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη υπερσυντηρητική πολιτική να βάλει χέρι και να συγκρουστεί με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Προτιμάει να χτυπάει τις μικρές επιχειρήσεις και τους αδύναμους επιτηδευματίες, όπως διαπιστώνεται και από τα έκτακτα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν προ ημερών. Φρονούμε ότι ο κ. Αλογοσκούφης γνωρίζει ότι τα πανάκριβα τζιπ και οι λιμουζίνες που χρησιμοποιούν οι κυρίες για τα ψώνια τους και τον περίπατό τους είναι περασμένα στα βιβλία της επιχείρησης του συζύγου ή του συντρόφου τους. Για μένα που διαθέτω ένα μικρό ΙΧ αυτοκίνητο οι δαπάνες συντήρησης θα αποτελούν τεκμήριο. Για το τζιπ της κυρίας Ψ οι δαπάνες αυτές θα είναι δαπάνες της επιχείρησης που αφαιρούνται από τα κέρδη. Είναι αυτή φορολογική δικαιοσύνη; Γιατί το περίφημο και ξεχασμένο Εθνικό Συμβούλιο Φοροδιαφυγής δεν μπόρεσε να βρει τεκμήρια για τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις; Το κράτος κατάφερε και «τσουβάλιασε» τους μισθωτούς με τις βεβαιώσεις αποδοχών και τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες με την εξαγγελθείσα κατάργηση του αφορολόγητου. Γιατί δεν μπορεί να βρει τρόπους να περιορίσει τη φοροδιαφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων; Μπορεί, αλλά δεν θέλει, γιατί η φιλοσοφία των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή είναι νεοφιλελεύθερη και αντιδραστική. Όμως ο κ. υπουργός Οικονομίας πρέπει να γνωρίζει ότι τα πολυτελή ακίνητα, τα κότερα, οι πισίνες στις πολυτελείς επαύλεις και όλα τα αξίας περιουσιακά στοιχεία εμφανίζονται σαν ιδιοκτησίες μεγάλων επιχειρήσεων, εγχώριων ή υπεράκτιων. Κοντολογίς, με τα νέα τεκμήρια, που ο κ. υπουργός τα θεώρησε σαν τη «σοβαρότερη πρόταση», όπως ανακοίνωσε, στα φορολογικά δίχτυα θα πιαστεί μαριδάκι, ενώ τα μεγάλα ψάρια θα ξεφύγουν, όπως έγινε και στο παρελθόν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα από τα προϊσχύσαντα τεκμήρια καταργήθηκαν, σαν μη αποδοτικά για τον δημόσιο κορβανά, αλλά και σαν κοινωνικά άδικα, καθώς η ίδια δαπάνη (π.χ. δαπάνη συντήρησης ΙΧ αυτοκινήτου) για άλλους αποτελεί τεκμήριο υψηλού εισοδήματος και συνεπάγεται αύξηση του φόρου και για πολλούς θεωρείται στοιχείο αφαιρετικό του εισοδήματος που προκαλεί μείωσή του (επιχειρήσεις).

Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ακόμη στην πολιτική και την υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών ότι η θεσμοθέτηση τεκμηρίων είναι εμπειρικός τρόπος σύλληψης της φορολογητέας ύλης και ομολογία αποτυχίας του ελεγκτικού μηχανισμού. Εφαρμόζεται συνήθως σαν έσχατο μέτρο αύξησης των φορολογικών εσόδων του κράτους, όπου οι άλλοι μηχανισμοί για διάφορους λόγους αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Τα τεκμήρια θεωρούνται πλέον αναχρονιστικός θεσμός που εφαρμόζεται στα κράτη εκείνα που οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν εξαρθρωθεί. Και οδηγεί στην πλασματική αύξηση της οικονομικής (εισοδηματικής) δύναμης των πολιτών και απομακρύνεται από τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές το κρίσιμο ερώτημα που ξεπετάγεται είναι αν ο θεσμός των τεκμηρίων είναι σύμφωνος με τη συνταγματική επιταγή που ορίζει ότι «οι έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Έχουμε τη γνώμη ότι με τη διάταξη αυτή ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προσδιορίσει τα όρια των φορολογικών υποχρεώσεων των ελλήνων φορολογούμενων και να συγκρατήσει την όρεξη των κυβερνήσεων να αυξάνουν συνεχώς τα φορολογικά βάρη.

Τα όρια που θεσπίζει η παραπάνω διάταξη είναι: α) η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη με τις δυνάμεις (εισοδηματικές προφανώς) εκάστου φορολογουμένου. Άρα να βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της φοροδοτικής του ικανότητας. Το Σύνταγμά μας επιτάσσει την εξεύρεση, τον προσδιορισμό της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας του κάθε φορολογούμενου και δεν επιτρέπει τη με νόμο «κατασκευή» πλασματικής φοροδοτικής ικανότητας. Άρα υιοθετεί τον πραγματικό έλεγχο της οικονομικής δύναμης (ύψος δηλωθέντος εισοδήματος) κάθε φορολογουμένου από τη φορολογούσα αρχή και όχι τον προσδιορισμό του εισοδήματος και της φοροδοτικής ικανότητας βάσει γενικής εφαρμογής τεκμηρίων, κάτι που έρχεται κόντρα με την έννοια της δικαιοσύνης και β) το Σύνταγμα επιτάσσει τη χωρίς διακρίσεις φορολόγηση των πολιτών. Συνεπώς, η άνιση μεταχείριση των φορολογουμένων προσκρούει στο γράμμα και στο πνεύμα του Συντάγματός μας. Έτσι, ο φορολογικός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να θεσμοθετεί χωρίς διακρίσεις και δεν έχει την ευχέρεια από το Σύνταγμα μια δαπάνη να τη θεωρεί τεκμήριο προσαύξησης του εισοδήματος για ορισμένους φορολογούμενους και την ίδια δαπάνη να την αναγνωρίζει σαν στοιχείο μείωσης του εισοδήματος ορισμένης ομάδας φορολογουμένων. Γιατί τότε έχουμε ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα διάκριση. Και φυσικά η διάκριση στον τομέα των τεκμηρίων δεν είναι η μοναδική στην ελληνική φορολογική νομοθεσία. Αυτά τα όρια οι εκάστοτε υπουργοί Οικονομικών τα έχουν ξεπεράσει δυστυχώς και γι’ αυτό το φορολογικό μας σύστημα κατηγορείται συχνά σαν άδικο και αναξιόπιστο, χωρίς σταθερούς κανόνες (κάθε χρόνο και αλλαγές στη φορολογική μεταχείριση των πολιτών, ανάλογες με την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και τις ανάγκες του δημοσιονομικού τομέα). Με τις παραπάνω σκέψεις έχω την άποψη ότι η μονομερής εφαρμογή τεκμηρίων για το εισόδημα μόνο των φυσικών προσώπων πάσχει συνταγματικά και εναπόκειται στους συνταγματολόγους μας, πολιτικούς ή μη, να το ερευνήσουν βαθύτερα. Εμείς δώσαμε τον δικό μας προβληματισμό.

Άραγε η παραπάνω συνταγματική διάταξη, που δεν υιοθετεί τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος και έμμεσα απαιτεί από το κράτος να ελέγχει την ειλικρίνεια κάθε φορολογουμένου, αστοχεί; Και είναι δίκαιο το παράπονο του κ. Αλογοσκούφη, πώς μπορεί διαφορετικά να περιορίσει τη φοροδιαφυγή; Η φοροδιαφυγή είναι ασφαλώς πρόκληση και εθνική ανάγκη. Όταν το ένα τέταρτο των Ελλήνων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι αγωνίζονται να επιβιώσουν, είναι πρόκληση η πολυτελής ζωή των φοροφυγάδων. Αυτούς τους προκλητικούς με τις πολυτελείς επαύλεις, με τα κότερα και τις θαλαμηγούς, με τα πολυτελή ΙΧ αυτοκίνητα και λοιπά το κράτος (και το σύστημα) τους έχει δημιουργήσει. Και γι’ αυτό έχουν αποθρασυνθεί. Δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση οι πολίτες που έχουν υψηλά εισοδήματα που αποκτώνται με ξεκάθαρες δραστηριότητες και είναι ειλικρινείς φορολογούμενοι με εκπληρωμένες τις προς το κράτος υποχρεώσεις να ζουν με χλιδή και πολυτέλειες. Αυτό είναι ανεκτό, γιατί έτσι έχει δομηθεί η κοινωνία μας. Όμως είναι εντελώς απαράδεκτο το φαινόμενο πολλών πολιτών με ύποπτες δραστηριότητες (μεταξύ των οποίων και με φοροδιαφυγή) να ζουν χωμένοι στην πολυτέλεια και στις ανέσεις και να πίνουν «στην υγεία του κορόιδου». Αυτό είναι θράσος. Αυτούς τους κυρίους δεν χρειάζονται τεκμήρια για να τους «τσιμπήσετε», κύριε Αλογοσκούφη. Μπορείτε να τους ελέγξετε με τους μηχανισμούς που διαθέτει το υπουργείο Οικονομικών και να προσδιοριστεί, έστω και κατά προσέγγιση, το πραγματικό τους εισόδημα. Και αν τιμωρηθούν ορισμένοι, πολλοί άλλοι θρασείς θα βάλουν μυαλό.

Το έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψιν ότι το φαινόμενο της φοροδιαφυγής πρέπει να χτυπηθεί με εξάρθρωση των βασικών γενεσιουργών αιτίων που το προκαλεί και όχι με τον εμπαιγμό της θέσπισης ανίσχυρων τεκμηρίων, που θα εφαρμοστούν επιλεκτικά.


Σχολιάστε εδώ