Οικονομικοί βίοι παράλληλοι των κ. Σημίτη και Καραμανλή
O δεύτερος πέτυχε, έστω και με τη δημιουργική λογιστική, να εντάξει τη χώρα μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ζώνη του ευρώ), ενώ ο πρώτος κατόρθωσε να βγάλει, έστω και με την αναθεώρηση του ΑΕΠ, τη χώρα μας από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (επιτήρηση).
Πρόκειται σχεδόν για βίους παράλληλους στην οικονομία και των δύο πρωθυπουργών, μολονότι για τον κ. Καραμανλή είναι κάπως νωρίς (είναι στην αρχή της νέας θητείας) να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τις οικονομικές εξελίξεις (χειρότερες ή καλύτερες) κατά την τρέχουσα κυβερνητική τετραετία.
Είναι αλήθεια ότι ο κ. Σημίτης το 1996 παρέλαβε μιαν οικονομία που ήταν σε τραγική κατάσταση: υψηλή ανεργία, δυσβάσταχτη φορολογία, δημόσιο χρέος σε ιλιγγιώδη επίπεδα, δημόσια ελλείμματα υπερδιπλάσια και πληθωρισμό υπερτετραπλάσιο από τα αντίστοιχα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει η χώρα μας τα κριτήρια του Μάαστριχτ και να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα έσοδα για την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ, επιδόθηκε σε φορολογικές επιδρομές οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να «σπάσει» όλα σχεδόν τα φορολογικά ρεκόρ, αλλά και το ρεκόρ της ανεργίας κυρίως το 1999 και το 2000.
Έτσι, κατόρθωσε να συρρικνώσει τα δημόσια ελλείμματα και τον πληθωρισμό από το 7,5% του ΑΕΠ και 8,2% αντίστοιχα το 1996 κάτω από τα αντίστοιχα κριτήρια του Μάαστριχτ το 1999, δηλαδή στο 1,8% του ΑΕΠ και στο 2,6% αντίστοιχα. Μάλιστα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999, όταν θα γινόταν αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ένταξή της στην ΟΝΕ, ο πληθωρισμός (με διάφορα αντιπληθωριστικά μέτρα) διαμορφώθηκε ακριβώς στα όρια του Μάαστριχτ (2%!).
Η συνέχεια όμως, μετά τις εκλογές του 2000 και τη νέα νίκη του ΠΑΣΟΚ, ήταν σχεδόν αντιστρόφως ανάλογη. Τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, ο πληθωρισμός, η φορολογία ανέβαιναν πάλι. Το έλλειμμα διαμορφώθηκε το 2003 στο 5,2% του ΑΕΠ (από 1,8% του ΑΕΠ του 1999), ο πληθωρισμός στο 3,5% (από 2,6% το 1999).
Την ίδια εικόνα σε επιδόσεις παρουσιάζει και η πρώτη κυβερνητική θητεία του κ. Καραμανλή, με τη διαφορά όμως ότι δεν σημειώθηκε κανένα αρνητικό ρεκόρ σε σχέση με τα αντίστοιχα του κ. Σημίτη. Η ανεργία από 10,4% του 2003 ή 11,4% τον Μάρτιο του 2004 συρρικνώθηκε στο 8,3% το 2007.
Η φορολογία έγινε ηπιότερη, αφού βελτιώθηκαν όλοι σχεδόν οι φορολογικοί δείκτες (άμεσοι και έμμεσοι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ, σχέση αύξησης των συνολικών φόρων και ΦΠΑ και μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ), το δημόσιο χρέος σταδιακά μειώθηκε κάτω από το 100% του
ΑΕΠ, το έλλειμμα συρρικνώθηκε στο 2,8% και ο πληθωρισμός στο 2,9% το 2007 από 5,2% του ΑΕΠ και 3,5% το 2003 αντίστοιχα.
Η συνέχεια της κυβερνητικής θητείας, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 και τη νίκη της ΝΔ, δεν είναι ανάλογη (τουλάχιστον κατά τον πρώτο χρόνο) με εκείνη της προηγούμενης θητείας.
Η φορολογία αυξάνεται (όλοι σχεδόν οι φορολογικοί δείκτες παρουσιάζουν επιδείνωση το 2008 σε σχέση με τους αντίστοιχους του 2007), και ο πληθωρισμός πήρε ξανά την ανηφόρα.
Τα μεγέθη που συνεχίζουν (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αφού ακόμη δεν έχει λήξει η χρήση) να παρουσιάζουν βελτίωση και το 2008 είναι η ανεργία, το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα (μέχρι να παρέμβει ξανά η Eurostat και ανακαλύψει, πιθανόν, νέα «δημιουργική» λογιστική!)
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το ευρωπαϊκό και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον ήδη από τα μέσα του 2004 έχει πάψει να είναι πια ευνοϊκό, αφού η ενεργειακή και η χρηματοπιστωτική κρίση είναι σε εξέλιξη, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν προωθηθεί πριν από δεκάδες χρόνια δεν έγιναν (παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις) και το οικονομικό επιτελείο της σημερινής κυβέρνησης εμφανίζεται «νευρικό» και αναποτελεσματικό στην προώθηση των αναγκαίων μέτρων.
Έτσι, η ελληνική οικονομία συλλαμβάνεται για μιαν ακόμη φορά «ως «μωρά παρθένος» ανέτοιμη να ανταποκριθεί στις σκληρές ντόπιες και διεθνείς προκλήσεις και, συνεπώς, η αβεβαιότητα έχει αρχίσει να κυριαρχεί σε όλη την ελληνική οικονομία και κοινωνία.