Μια φορά και έναν καιρό
Δεν ήταν βέβαια ιδιαίτερα άσχημη. Απλώς έφερνε στο παχουλό, κάτι ας πούμε σαν μπόγος. Έτρεφε επίσης μουστάκι ολίγον μεγαλύτερο από τους έφηβους συνομήλικής της, και το στόμα της απέπνεε μια βαριά οσμή, οφειλομένη συν τοις άλλοις και στις πέντε σκελίδες σκόρδο που κατάπινε κάθε πρωί για την πίεση. Η άλλη ήτανε ουρί του παραδείσου και ενδεχομένως κάτι παραπάνω, την είχαν δε στο μαγαζί, για κράχτη. Ερχόταν π.χ., ο κάθε λεμές για σορόπιασμα, αράζοντας σ’ ένα από τα δύο τσίγκινα τραπεζάκια που διέθετε το κατάστημα, διάλεγε μια πάστα, και άρχιζε να καταπίνει τις μπουκιές του αργά-αργά, σε ρυθμό υπαγορεύσεως, όπως μετέδιδε περίπου τις «οδηγίες προς ναυτιλλομένους» ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έπινε και το νερό γουλιά-γουλιά σαν τις φραγκόκοτες και ζήταγε κι άλλο κι άλλο. Μέχρι υδρωπικία θα πάθαινε, κι όλο ζαχάρωνε την τσαπερδόνα που κουνιότανε στην είσοδο, όπου το ρεύμα της στοάς της εσήκωνε τη φούστα, κι απορούσε με την έμφυτη αθωότητά της, γιατί την κοιτάνε οι περαστικοί και… χλιμιντρίζουν. Βέβαια, ο καταστηματάρχης ήξερε πως ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, δίκιο με το… δίκιο του, και επομένως δεν μπορούσε να τον διώξει για να του αδειάσει το τραπέζι να ‘ρθει και κανένας άλλος. Γι’ αυτό έκανε κάτι που σχολαστικά κρινόμενο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ανέντιμο. Ανακαλούσε τη κόρη του από τα έγκατα του υπογείου, και κάνανε «σκάντζα βάρδια» με το ουρί. Φύσις ρομαντική η κόρη, χαμογελούσε με σημασία στον πελάτη, που ενώ ετοιμαζόταν να παραγγείλει κι άλλο νερό, πλήρωνε και έφευγε, για να επανέλθει δριμύτερος όταν θα απεκαθίστατο η… νομιμότης με το ουρί στη σωστή του θέση.
Εάν υπήρχε οργανωμένη στατιστική υπηρεσία σ’ αυτόν τον τόπο, θα είχαμε πληροφορηθεί επακριβώς πόσοι εξ αιτίας της ενόσησαν από σακχαροδιαβήτη…
Σε έναν από τους πάνω ορόφους, είχε το γραφείο του ένας ένοικος που θαρρείς πως διέθετε σε τόνους το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Λες πως μαγνήτιζε τα θηλυκά, τα οποία ήσαν πανέτοιμα ν’ αποδεχθούν τις ανήθικες προτάσεις του, πριν σκεφθεί αυτός να τις διατυπώσει. Ήταν μια δυσπερίγραπτη και αηδιαστική κατάστασις, διότι εάν οι γυναίκες διέθεταν στοιχειωδώς καλό γούστο, έπρεπε επί τη εμφανίσει του, να φεύγουν προτροπάδην. Και το χειρότερο, ανήκε στη παρέα μας και μας χάλαγε τη πιάτσα. Τον σχολιάζαμε μεταξύ μας και δεν βρίσκαμε τίποτα το τραβηχτικό επάνω του. Αντιθέτως, ήταν ένας «χάλιας». Υψηλός, ευθυτενής, ψωμωμένος, με μαλλιά κατσαρά, και πρόσωπο με αρχαϊκή κατατομή. Ειλικρινά, οικτίρω τις γυναίκες για τα γούστα τους, και σας δηλώνω πως ποτέ δεν θα θέλαμε να του μοιάζομε. Και ευτυχώς άλλωστε, δεν του μοιάζαμε… Για να καταλάβετε δε τι ιδέα είχε περί το άτομον του, κάποτε που ταξιδεύαμε με το λεωφορείο παρέα, έδωσα εγώ το αντίτιμο, κι ο εισπράκτορας έκοψε τα εισιτήρια, και πήγε να μου επιστρέψει τα ρέστα λέγοντας ευγενικά: -Τα ρέστα σου, λεβέντη μου!
Άπλωσε τη χερούκλα του να τα βουτήξει εκείνος, όταν δε ο εισπράκτορας τον επανέφερε στην τάξη, εξηγώντας του πως το «λεβέντη μου» αφορούσε εμένα, αποκρίθηκε θρασύτατα ο δείλαιος: Όποιος έχει μάτια βλέπει…
Μάλιστα, αγαπητοί μου. Τέτοιος ήτανε πάντα ο κύριος Παύλος, που τελευταίως είχε καθ’ έξιν μερικά «σούξου μούξου» με το ουρί του ζαχαροπλαστείου, πλην όμως τον ορέγετο η χοντρή, που ουδέποτε έστερξε να της ρίξει μια φιλόφρονα λέξη, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να μεταφράσει τους αναστεναγμούς και τα υπονοούμενά της. Τα αποκωδικοποίησε όμως ένας γείτονας κουρέας, που σκέφτηκε να τ’ αξιοποιήσει προς ίδιον όφελος. Της είπε εμπιστευτικά πως έχει τον τρόπο να πείσει τον Παύλο να της χαρίσει τη καρδιά του. Και επειδή είναι καλός άνθρωπος, αυτό το κάνει για την ψυχή των προγόνων του, και δεν ζητά κανένα αντάλλαγμα. Το μόνο που θέλει είναι να… αρτηθεί πρώτα αυτός!
Ανάγκα και θεοί πείθονται. Πόσω μάλλον που η νέα δεν ήταν θεά. Έτσι ενέδωσε. Αλλά το ίνδαλμά της φυσικά ουδέν πληροφορήθηκε. Το πληροφορήθηκε όμως από τις φλυαρίες του κουρέα την ώρα που τον κούρευε, ο άλλος γείτονας που πουλούσε ρολόγια με δόσεις. Χωρίς να χάσει καιρό την βουτάει και της λέει πως ο μπαρμπέρης της πουλάει… τρίχες, και πως μόνον αυτός έχει τη δυνατότητα να κάνει τον Παύλο να σούρνεται στα ποδάρια της. Υπό τους αυτούς βέβαια όρους και… προϋποθέσεις! Μπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά εκείνης, που είχε εξ άλλου κάτι αυτάρες «να»: Καλά, αυτός ούτε που σε χαιρετάει, είπε καχύποπτα.
– Φυσικά, απάντησε με αναίδεια ο δοσατζής. Δεν με χαιρετάει, επειδή του χρωστάω κάτι λεφτά. Αλλά για το χατίρι σου, τον ξοφλάω να πάει στο διάολο…
– Αν είναι έτσι να του τα δώσωμε, δεσμεύτηκε η μικρά αναστενάζοντας και μουγκρίζοντας, και το ίδιο βράδυ εξεπλήρωσε εις το ακέραιο τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, καθ’ ότι ήσαν χρέος τιμής…
Το πράμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις, και οι ακριτομύθιες έφτασαν στον θυρωρό, που ήτανε για την περιοχή ο «οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά». Την σταματά λοιπόν στο σχόλασμα και της εξηγεί επιτροχάδην για τη φτιάξη που της έστησαν. Τη συμβουλεύει σαν γονιός να μη πιστεύει τα παραμύθια τους, και πως σαν τίμιος άνθρωπος έχει την ιερή υποχρέωση να τα πει όλα στον πατέρα της. Και πρόσθεσε στοργικά: «-Όλα, εκτός Αν…» Δεν χρειάστηκε να επεξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε μ’ εκείνο το «αν», διότι ήταν μεν στούρνος, αλλ’ αυτό το κατάλαβε αμέσως. Έτσι ούτε ο πατέρας της ούτε άλλος κανείς έμαθε ποτέ τίποτα. Διότι θυρωρός, θυρωρός, αλλά πολύ εχέμυθος…
Ένα απομεσήμερο του Μάη, με την πρώιμη ζέστη που παραλύει το σύμπαν, το προσωπικό του μικρού ζαχαροπλαστείου έχει γείρει στις καρέκλες. Όλοι τους γλαρωμένοι σαν ψόφιοι… Η ώρα είναι τέσσερις περίπου, όταν καταφθάνει η παρέα με επικεφαλής τον Παύλο, φτιαγμένοι με τις μπίρες και τα ωραία τους. Κοντοστέκονται στην είσοδο, και λέει ο Νίκος στο αφεντικό που βρίσκεται στη απόλυτη νιρβάνα: «-Εσύ κοιμάσαι και χάνεις λεφτά! Γιατί δεν βάζεις ακόμα ένα τραπεζάκι;»
– Δεν χωράει, του αποκρίθηκε χωρίς να κουνηθεί. Χασμουρήθηκε μόνον και τεντώθηκε υποτυπωδώς. Και όμως χωράει, αντέτεινε ο άλλος που είχε μεγάλο ταλέντο για αρχιτέκτονας, αλλά τον απέρριψαν πέντε φορές στο Πολυτεχνείο μερικοί κοντόφθαλμοι, στερώντας την κοινωνία από τη προσφορά του. -Χωράει επανέλαβε. Θα φύγει το ψυγείο από κει, και θα πάει εκεί. Το ταμείο θα μπει εδώ. Δίπλα του θα βάλουμε τον πάγκο συσκευασίας με τη ζυγαριά, στο βάθος τον μπουφέ, και να τος ο χώρος… Ένα, δύο, τρία τραπεζάκια. Μιλούσε χειρονομώντας, και σαν χορευτής πεταγόταν στις θέσεις που θα πέρναν τα έπιπλα. Ανασηκώθηκε ο μαγαζάτορας, το μελέτησε, και χτυπώντας τις παλάμες του διέταξε τις κοπελιές:
– Εμπρός, σηκωθείτε. Σηκώθηκαν βαριεστημένες και άρχισαν να μετακινούν τα έπιπλα, βγάζοντάς τα στο πεζοδρόμιο, ενώ η παρέα αποχωρώντας τους ενεψύχωνε με τη προτροπή: «Έτσι μπράβο»…
Το βράδυ στις εννέα, που έφευγε ο Νίκος, τα έπιπλα ήταν στο πεζοδρόμιο. Βλαστήμαγε το αφεντικό χυδαιότατα. Ηπιότερα, αλλά ψευδίζοντας, βλαστήμαγε η χοντρή, κι ευγενικά σαν θεία μελωδία, το «ουρί», επειδή τώρα τίποτα δεν χωρούσε να μπει μέσα. Με το παραμικρό που έμπαζαν, φράκαρε το μαγαζί. Και το χειρότερο, δεν θυμόνταν πώς τα είχανε πρωτύτερα, για να τα ξαναβάλουν στη θέση τους…