Η «ηθική» της αγοράς
«Δύο τρόποι υπάρχουν για να κάνει κανένας την πολιτική επάγγελμά του: Ή ζει ”για” την πολιτική ή ζει ”από” την πολιτική… Αυτός που ζει ”για” την πολιτική κάνει ”ζωή του” την πολιτική σε βαθύτερη έννοια: Απολαμβάνει την απλή κατοχή της εξουσίας, που ασκεί ή τροφοδοτεί την εσωτερική του ισορροπία και την αυτοπεποίθησή του με τη συνείδηση ότι η ζωή του έχει νόημα μόνον όταν υπηρετεί μια ”υπόθεση”… Αυτός που επιζητεί να κάμει την πολιτική μόνιμη πηγή εισοδήματος ζει ”από” την πολιτική ως επάγγελμα, ενώ εκείνος που δεν κάνει αυτό ζει ”για την πολιτική”». (Max Weber, «Η πολιτική ως επάγγελμα», διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1918, δημοσίευση το 1919.)
Αυτές οι αυτονόητες αλήθειες που εκθέτει και οριοθετεί ο τόσο σημαντικός αυτός διανοητής, 90 χρόνια πριν, φαίνεται ότι στις ημέρες μας έχουν χάσει το περιεχόμενό τους, εάν δεν έχουν πλήρως αντιστραφεί.
Σήμερα, πράγματι, η πολιτική ασκείται κατά κύριο λόγο ως επάγγελμα και προσλαμβάνει μάλιστα, κάποιες φορές, τη μορφή της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εάν παραδοσιακά ο πολιτικός επεδίωκε την απόκτηση πολιτικού και κοινωνικού «κεφαλαίου» (διακρίσεις στις οποίες προβαίνει ο P. Bourdieu), με την έννοια ότι η πολιτική του δραστηριότητα υπηρετούσε μια δέσμη αξιών και ετύγχανε της κοινωνικής αναγνώρισης, σήμερα φαίνεται ότι αρχίζει να επικρατεί ένας τρίτος στόχος: Η απόκτηση οικονομικού «κεφαλαίου» μέσω συναλλαγών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που χρησιμοποιεί τις δύο άλλες μορφές (πολιτικό και κοινωνικό «κεφάλαιο») για να καλύπτει τυπικά τις δραστηριότητες αυτές.
Πού τελειώνει όμως η τυπική νομιμότητα της πολιτικής πράξης και πού αρχίζει ο ηθικός περιορισμός;
Ασφαλώς οι νόμοι στο αστικό καθεστώς και σε μια ιστορική περίοδο όπου κυριαρχούν οι μηχανισμοί της αγοράς, προστατεύουν την ελευθερία (ή μάλλον την ελευθεριότητα) της οικονομικής δράσης, κατοχυρώνουν την ατομική ιδιοκτησία. Επιπροσθέτως, νομιμοποιούν ένα σύστημα ανωνύμων – απρόσωπων οικονομικών θεσμών όπου η κερδοσκοπία, η φοροδιαφυγή, οι άδηλες συναλλαγές, δεν αποτελούν απλώς νόμιμη δραστηριότητα, αλλά αποδεικνύουν ταυτόχρονα την «ικανότητα» και την «εξυπνάδα» του οικονομικώς δρώντος.
Πόσο μακριά βρισκόμαστε όχι τόσο χρονικά, αλλά όσον αφορά στις αξίες και στον «πολιτισμό» που βιώνουμε, από τη σωκρατική ρήση ότι η πολιτική πρέπει να πραγματοποιεί τις αξίες τις οποίες η φιλοσοφία αναγνωρίζει ως έγκυρες (πλατωνικός Θρασύμαχος)… ότι η δικαιοσύνη είναι αρετή ψυχής και προς την αρετή αυτή οφείλει να προσανατολίζεται η Πολιτική…
Η Πολιτική σήμερα έχει απολέσει οριστικά τα ηθικολογικά περιεχόμενα της παραδοσιακής Πολιτικής Φιλοσοφίας. Εξελίσσεται σε ένα ιδιαίτερο είδος επαγγελματικής δραστηριότητας στο οποίο η άσκηση της διαχείρισης των κοινών λαμβάνει χώρα σε μια αυτόνομη, τοπικά, θεσμική-εξουσιαστική βάση, ανήκει όμως -και εμπλέκεται παράλληλα- στον ευρύτερο καταμερισμό της εργασίας. Η πολιτική διαχείριση διαμορφώνεται ως ένα ιδιαίτερο επάγγελμα που αξιολογείται με τους τεχνικούς όρους της αποτελεσματικότητας και της «απόδοσης»…
Τα κόμματα έχουν απολέσει σταδιακά την αυτονομία τους έναντι των οικονομικών συμφερόντων. Γι’ αυτό και η Πολιτική είναι μια δραστηριότητα που κινείται στη «λεπτή γραμμή» ενός συνεχούς συμβιβασμού μεταξύ της εξυπηρέτησης των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και της διασφάλισης μιας τυπικής κοινωνικής συναίνεσης ή έστω μιας απλής ανοχής των πολιτών.
Προσπαθώντας να διατηρήσει την ασταθή αυτή ισορροπία η Πολιτική χάνει την αυτονομία της και γίνεται μέρος του προβλήματος. Το φαινόμενο της διαπλοκής δεν αποτελεί παρά έκφραση αυτής της «συνάντησης» και αλληλοδράσης μεταξύ πολιτικών επιλογών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και στόχων, αφού διερράγησαν οριστικά τα μεταξύ τους όρια.
Πριν από λίγα χρόνια ο κ. Μιχ. Νεονάκης διατύπωσε με ξεκάθαρο τρόπο το «μήνυμα» της σύγχρονης ορθολογικής πολιτικής δράσης: Ότι δηλαδή στην οικονομία της αγοράς δεν αντιβαίνει στην πολιτική δράση η επιδίωξη του ατομικού κέρδους.
Σήμερα ο κ. Γ. Βουλγαράκης, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι «κάθε πράξη που καλύπτεται από την τυπική νομιμότητα είναι και ηθική». Συνεπώς, σύμφωνα με τη «λογική» αυτή οι τυπικές διατάξεις που καλύπτουν και «νομιμοποιούν» τις λειτουργίες της αγοράς αποτελούν το πλαίσιο της ηθικής και της συνείδησής μας…
Η «ηθική» της νεοφιλελεύθερης αγοράς μετατρέπεται έτσι σε μια σύγχρονη «ηθική φιλοσοφία» που προσδιορίζει και οριοθετεί τη συνείδηση και τη δράση μας…
Τα άτομα όμως που πιστεύουν ότι το όριο της ηθικής τους εξαντλείται στην τυπική νομιμότητα των νόμων της αγοράς μπορούν να είναι ίσως «ηθικοί επιχειρηματίες», δεν μπορούν όμως να ασκούν Πολιτική. Μόνο και μόνο για τη φράση του αυτή ο κ. Βουλγαράκης θα έπρεπε να είχε αποπεμφθεί για λόγους πολιτικής αξιοπρέπειας της κυβέρνησης και του κ. πρωθυπουργού… που δεν μπορούν να ανέχονται τέτοιου είδους απόψεις.
Δυστυχώς ο πολιτικός κυνισμός και η αποηθικοποίηση της πολιτικής συνιστούν ένα διευρυνόμενο ιστορικό φαινόμενο. Οι ηθικές δεσμεύσεις απομακρύνονται από το πεδίο της πολιτικής πράξης και μετατίθενται στον χώρο της θρησκείας και της μεταφυσικής.
Τα κόμματα-μηχανισμοί λειτουργούν σήμερα με τους όρους των μηχανισμών της αγοράς. Χρειάζονται λοιπόν επαγγελματίες ικανούς να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του τυπικού ορθολογισμού και στις αρχές του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικότητας.
Οι ηθικές δεσμεύσεις, τα οράματα, οι αξίες, οι αρχές, τα κοινωνικά-χειραφετητικά προτάγματα αποτελούν πλέον δυσβάστακτα «φορτία», που μειώνουν την αποτελεσματικότητα και τον ορθολογισμό της σύγχρονης διαχειριστικής πολιτικής. Γι’ αυτό και μπαίνουν σταδιακά στο περιθώριο ως κατάλοιπα μιας περασμένης εποχής που πρέπει να τεθεί στο αρχείο.
Νόμος, άλλωστε, δεν είναι πια «το δίκιο του εργάτη», αλλά το δίκιο και η ηθική της αγοράς…