Στο Ναδίρ της αξιοπιστίας
Σταθερότητα στην απαξία: Μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί την τελευταία περίοδο (που δεν εκκινεί από την «υπόθεση Ζαχόπουλου», όπως την οριοθετούν ορισμένοι αναλυτές, αλλά πολύ πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007) στα κόμματα και στο πολιτικό μας σύστημα.
Πράγματι τείνει να παγιοποιηθεί ένα αίσθημα δυσπιστίας και απαξίας που δεν αφορά μια περιοδική κρίση του πολιτικού συστήματος ή των πολιτικών επιλογών της διακυβέρνησης, αλλά διαμορφώνεται από την αίσθηση ενός επικίνδυνου αδιεξόδου: Δεν διαφαίνεται «λύση», δεν διανοίγεται καμία προοπτική που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια αναγεννητική δυναμική, ικανή να οδηγήσει σε ριζικούς μετασχηματισμούς. Βιώνουμε ιστορικά μια περίοδο πολιτικής καθήλωσης, όπου τα στοιχεία της κρίσης αναπαράγονται και πολλές φορές ενισχύονται. Βυθιζόμαστε αργόσυρτα σ’ ένα πολιτικό τέλμα χωρίς να μπορούμε να κινηθούμε σ’ ένα βήμα εξόδου από το τέλμα αυτό.
Μέσα σ’ αυτό το πεδίο της κρίσης κάποιοι αναφέρονται σ’ ένα «θερμό φθινόπωρο», όπου η οξυμένη εκ των πραγμάτων πολιτική αντιπαράθεση θα αναζωογονήσει το χαμένο ενδιαφέρον για την πολιτική…
Όμως η αποστροφή προς τα κόμματα που εκδηλώνει μια μεγάλη μερίδα πολιτών είναι κατ’ εξοχήν στάση πολιτική. Δεν εκφράζει αδιαφορία, αλλά κριτική στάση και πολιτική ωριμότητα. Κι αυτή η κριτική στάση δεν πρόκειται να μεταβληθεί από ξεπερασμένες κομματικές αντιπαραθέσεις, μεγαλοστομίες και επικοινωνιακά τρικ, που αποτελούν δυστυχώς το πενιχρό πολιτικό «οπλοστάσιο» των κομμάτων.
Η Νέα Δημοκρατία επιβιώνει ως εξουσία διά μέσου της εξουσίας, διαγκωνιζόμενη με το ΠΑΣΟΚ ως προς τον βαθμό πολιτικής απαξίας εκάστου από τα δύο κόμματα.
Η κυβερνώσα παράταξη έχει ήδη απολέσει τους δύο κεντρικούς «πυλώνες» των πολιτικών της επιχειρημάτων που διαμόρφωσαν, άλλωστε, τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα έναντι του ΠΑΣΟΚ:
– Το επιχείρημα της έντιμης και διαφανούς διαχείρισης. Δηλαδή το ηθικο-πολιτικό πλεονέκτημα που θα έδινε νέα διάσταση στην κυβερνητική εξουσία και ένα νέο περιεχόμενο στην ίδια την πολιτική. Αντίθετα η Νέα Δημοκρατία διαμορφώνει την κυβερνητική της διαδρομή ως μια αλληλοδιαδοχή, ως μια αλληλουχία σκανδάλων και αδιαφανών πράξεων που δεν αφορούν μόνο κάποια πρόσωπα (μερικά των οποίων απολακτίζονται), αλλά διαδικασίες και νοοτροπίες που αποκαλύπτουν τα δομικά χαρακτηριστικά της διαφθοράς.
– Το δεύτερο επιχείρημα αφορά την ορθολογική οικονομική διαχείριση, την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη, την προστασία των ασθενέστερων στρωμάτων.
Και στον τομέα αυτό τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Δεν αναφερόμεθα μόνο σε δομικού χαρακτήρα προβλήματα, όπου υπό την καθοδήγηση του νεοφιλελεύθερου «πνεύματος» εντάθηκαν οι ανισότητες, αποδυναμώθηκε το κοινωνικό κράτος και κυριαρχούν, οικονομικά αλλά και πολιτικά, πανίσχυρες ομάδες συμφερόντων.
Γιατί η δομική κρίση συνοδεύεται και συνδέεται με τη διαχειριστική κρίση, με την αδυναμία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, όπως αποκαλύπτουν τα πρόσφατα φορολογικά μέτρα. Η διεθνής οικονομική κρίση είναι ασφαλώς υπαρκτή. Αλλά μόνο ως έναν βαθμό επηρεάζει την οικονομία μας. Και αυτός ο βαθμός δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να δικαιολογήσει την οικονομική αποτυχία της κυβερνώσας παράταξης.
Άλλωστε το ζήτημα της (δίκαιης) φορολογικής πολιτικής αποτελεί ένα σύνθετο οικονομικο-κοινωνικό πρόβλημα που δεν συνδέεται μόνο με τον υπερδιογκώμενο τομέα της παραοικονομίας, αλλά και με το πανίσχυρο σύστημα των πελατειακών σχέσεων. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή του απαιτεί, πέραν των άλλων, συμφωνία και συναπόφαση όλων των κομμάτων.
Το ΠΑΣΟΚ αντιπαρατίθεται προς τη Νέα Δημοκρατία χωρίς να μπορεί να υπερβεί τους όρους και τους περιορισμούς της πολιτικής κρίσης. Δύο είναι οι βασικοί άξονες πολιτικής κατεύθυνσης που οδηγούν στην καθήλωση του ΠΑΣΟΚ.
Ο πρώτος αφορά στην κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής του πρότασης. Το ΠΑΣΟΚ αναλώνεται στην επιχείρηση φθοράς της ΝΔ μέσω της σκανδαλολογίας, των αποκαλύψεων, των επικοινωνιακών εντυπώσεων. Δεν διαμορφώνει εναλλακτική πρόταση και διακατέχεται συχνά από σύγχυση και αντιφατικές θέσεις σε καίριες επιλογές.
Η κρίση αυτή μεγεθύνεται από την αμφισβήτηση που υπάρχει στο πρόσωπο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και εγγίζει μάλιστα το 50% των ίδιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Ασφαλώς αυτή η αμφισβήτηση συνδέεται τόσο με τις φιλοδοξίες και τις αντιπαραθέσεις ηγετικών στελεχών όσο και με την απουσία εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Δεν παύει όμως να παράγει πολιτικά «αποτελέσματα» σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας.
Ο δεύτερος άξονας καθήλωσης του ΠΑΣΟΚ συνδέεται με τη συζήτηση και τις προτάσεις συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συζήτηση αυτή θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ και αποδομεί την πολιτική του αξιοπιστία, αφού η πρόταση αποβλέπει στην «όπως, όπως» επάνοδο στην εξουσία.
Άλλωστε, συνεργασίες που δεν στηρίζονται σε μεταρρυθμιστικά προγράμματα και δεν διαμορφώνουν ευρύτερες κοινωνικές συγκλίσεις δεν μπορούν παρά να αποβαίνουν έωλες, αφού δεν συναθροίζουν παρά την αναξιοπιστία του εκάστου προς συνεργασίαν κόμματος.
Πολλώ μάλλον που σταδιακά ο ΣΥΡΙΖΑ επανέρχεται στα κανονικά του «εκλογικά μεγέθη». Ασφαλώς μέσα σε συνθήκες γενικευμένης απαξίας μπορούν να συμβούν σημαντικές αριθμητικές μετατοπίσεις λόγω αδιεξόδου και αγανάκτησης των ψηφοφόρων. Όμως το κυρίαρχο ερώτημα είναι η πρόταση εξουσίας, η συγκεκριμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων και όχι η εύκολη καταγγελία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε τους μήνες που πέρασαν να διαβεί τον «πολιτικό Ρουβίκωνα», να υπερβεί τα «αντισυστημικά» του όρια… και τώρα εισπράττει τα αποτελέσματα της «πολιτικής αμπτώτιδος» στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων…
Δεν γνωρίζουμε πόσο θα ανέλθει το πολιτικό θερμόμετρο κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου… Το βέβαιο όμως είναι ότι οι στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις δεν μπορούν να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον των πολιτών… Γιατί τα ίδια τα κόμματα και οι ηγεσίες τους έχουν οδηγήσει την ουσία και το περιεχόμενο της πολιτικής στο «ψυγείο».