Παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου στη Δικαιοσύνη ζητάει ο κρατούμενος στον Κορυδαλλό… Μητροπολίτης Παντελεήμων
Έχει εν τω μεταξύ προηγηθεί λίγο πιο πάνω η αυθαίρετη και αφοριστική απόφανση του ιδίου ότι πρόκειται περί μιας «καταφανώς εσφαλμένης δικαστικής αποφάσεως, ίσως επηρεασμένης από το δυσμενές διά τον Μητροπολίτην και γενικώς διά την εκκλησίαν αρνητικόν κλίμα των Μέσων Ενημερώσεως».
Φαντάζει απίστευτο, αλλά είναι φανερό ότι ο έγκλειστος πρώην Μητροπολίτης Αττικής, πρωταγωνιστής πρωτοφανών σκανδάλων με τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα και το κύρος της Εκκλησίας, ζητεί σήμερα ευθέως από τον Μακαριώτατο να ασκήσει την όποια επιρροή του προς την ελληνική Δικαιοσύνη προκειμένου να αθωωθεί!
Η επιστολή, μάλιστα, που αποκαλύπτει το «Π», κοινοποιείται και προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο και τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο!
Για ποιον λόγο άραγε; Παροτρύνοντας μήπως εμμέσως πλην σαφώς όλες τις ιερές κεφαλές της Ορθοδοξίας να παρέμβουν υπέρ του στην ελληνική Δικαιοσύνη;
Στο κείμενο της επιστολής επιχειρείται η χωρίς αντίλογο αντίκρουση του κατηγορητηρίου, μια επανάληψη ουσιαστικά της υπερασπιστικής γραμμής που δεν έπεισε τους δικαστές τόσο κατά την πρωτόδικη όσο και κατά την κατ’ έφεση διαδικασία και που, αντίθετα, οδήγησε στη βαριά και ατιμωτική για Ιεράρχη καταδίκη της εξαετούς κάθειρξης για τη διάπραξη κακουργήματος.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί εδώ ότι αυτή η απροκάλυπτη απόπειρα εξώθησης του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας σε παρέμβαση στη Δικαιοσύνη εκδηλώνεται την ώρα που εκκρεμεί η υποβληθείσα στον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης του κ. Μπεζενίτη κατά της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου. Άρα έχει αντικείμενο και ως εκ τούτου καθίσταται βαρύτερη και κρίνεται ακόμη πιο προκλητική, εξωθεσμική και απαράδεκτη.
Επί της ουσίας τώρα, το απρόσφορο της απέλπιδας πρωτοβουλίας προκύπτει και από συγκεκριμένες αναφορές της επιστολής, όπως αυτή που κάνει λόγο για δήθεν εσφαλμένη νομικώς και ουσιαστικώς απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου περί υπεξαίρεσης 164.000 ευρώ από την Ιερά Μονή Εφραίμ. Όπου ευλόγως διερωτάται κανείς: Καλά, τόσοι δικαστές, μετά από μια τόσο μακρά και εξονυχιστική διαδικασία εξέτασης όλου του αποδεικτικού υλικού των καταθέσεων, των μαρτυριών και κάθε τεκμηρίου, δεν εντόπισαν την αλήθεια και παραπλανήθηκαν ή παρασύρθηκαν τάχα από το κλίμα των Μέσων Ενημέρωσης; Αποφάσισαν να τον καταδικάσουν χωρίς στοιχεία; Επρόκειτο τρόπον τινά για «εσκεμμένη» απόφαση;
Υπάρχει όμως σε άλλο σημείο και η επίκληση της αξιοπιστίας της κατάθεσης του οδηγού του μητροπολιτικού αυτοκινήτου ως μάρτυρα υπεράσπισης! Είναι δυνατόν; Ο εξαρτημένος επί τόσα χρόνια από τον Μητροπολίτη σοφέρ μπορεί να θεωρηθεί σοβαρά ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο; Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ απλά. Όλα αυτά αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν και μη έχοντας καμιά αμφιβολία περί της ενοχής του, σε δύο μάλιστα βαθμούς, τα ελληνικά δικαστήρια έστειλαν τον πρώην Ιεράρχη στις φυλακές.
Τώρα, αν ο πρώην Αττικής θεωρεί υπερδικαστή τον Αρχιεπίσκοπο και υπερδικαστήριο την Ιερά Σύνοδο, αυτό είναι πραγματικά… άλλου παπά ευαγγέλιο…
«Τηλεδικεία»
Ακόμη και τα λεγόμενα «τηλεδικεία» επιστρατεύει ο κ. συνήγορος για λογαριασμό του πρώην Αττικής, προκειμένου να υπονομεύσει το κύρος της καταδικαστικής απόφασης. «Προς ενίσχυσιν των κατηγοριών τους», λέει, «εχρησιμοποίησαν με τη βοήθεια “φίλων της Μονής”, δημοσιογράφους, σκανδαλοθηρικά Μέσα Ενημέρωσης και επικοινωνιακή στρατηγική σταλινικού τύπου, εις τρόπον ώστε ο Μητροπολίτης να καταδικαστεί από τα λεγόμενα “τηλεδικεία” και να δημιουργηθεί το κατάλληλο επιβαρυντικό κλίμα για την καταδίκη του και από την Ποινική Δικαιοσύνη».
Έωλα επιχειρήματα, που θα άρμοζαν ίσως για κάποιον… πολιτικό, αλλά όχι για έναν Ιεράρχη και ποιμένα της Εκκλησίας. Κάποια άλλα διαδικαστικού και τυπικού κυρίως χαρακτήρα επιχειρήματα της επιστολής, όπως το ερώτημα που τίθεται εάν ο Μητροπολίτης μπορεί να θεωρηθεί υπάλληλος της Μονής, ώστε να στοιχειοθετείται το αδίκημα της υπεξαίρεσης υπαλλήλου εν υπηρεσία, πόση άραγε και ποια σημασία και αξία μπορεί να έχουν;
Υπερδικαστήριο ο Ιερώνυμος…
Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον και η επίμαχη επιστολή διέρρευσε προφανώς και προς την πλευρά των ανθρώπων της Ιεράς Μονής Εφραίμ, διότι, έναν μήνα μετά την πρώτη, απεστάλη προς τον Αρχιεπίσκοπο και δεύτερη επιστολή σε απάντηση της πρώτης, τούτη τη φορά από τον δικηγόρο κ. Θεμιστοκλή Σοφό, εκπροσωπούντα τη ζημιωθείσα από την υπόθεση Ιερά Μονή.
Μέσω επιστολών, μοιάζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να καλείται ο Μακαριώτατος να προεδρεύσει τρόπον τινά ενός άτυπου υπερδικαστηρίου, πέρα, πάνω και κόντρα στην ελληνική Δικαιοσύνη! Απίστευτο κι όμως αληθινό!
Πάντως, στη δεύτερη επιστολή ο κ. Σοφός είναι καταπέλτης στα επιχειρήματά του, αποδομώντας πλήρως την
έμπνευση του πρώην Μητροπολίτη και των συνεργατών του. Εκφράζει αρχικά την έκπληξή του «για το βήμα», όπως λέει, «που επέλεξε να αναβή διά μιαν υπόθεσιν ανήκουσαν αποκλειστικώς εις την ποινικήν δικαιοδοσίαν των Δικαστηρίων της Πολιτείας μας».
Ως προς το αίτημα «να παράσχητε την αδελφικήν βοήθειαν και συμπαράστασίν σας προς δικαίωσιν και αποκατάστασίν του», εκφράζει την κατάπληξίν του για την «απόπειρα του εντολέως του συναδέλφου μου να σας εμπλέξει ως “υπερδικαστήριον” διά να κρίνετε ποινικήν υπόθεσιν, η οποία διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας του αρμοδίου Ποινικού Εφετείου Αθηνών και μάλιστα μετά διεξοδική, επί πολλούς μήνας εις έκαστον βαθμόν, επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν με αυστηράν τήρησιν των αρχών της δημοσιότητος και της παροχής πάσης δυνατότητος εις τον καταδικασθέντα πρώην Μητροπολίτη να αναπτύξει, όπως και ανέπτυξε, τους ισχυρισμούς με τη συνδρομή και τη συμπαράσταση τριών συνηγόρων – δικηγόρων υπερασπίσεως».
Και «διερωτώμαι», συνεχίζει ο κ. Σοφός, «τίνος είδους αδελφικήν βοήθειαν και συμπαράστασιν ζητεί ο εντολεύς να παράσχητε κατά το παρόν στάδιο, ενώ εκκρεμεί η υπόθεσις ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών Δικαστηρίων, μέχρις ότου κριθεί αμετακλήτως η υπόθεσις;»
Στη συνέχεια της επιστολής του προς τον Αρχιεπίσκοπο υπενθυμίζει ότι όλα άρχισαν με την αυτεπάγγελτη ασκηθείσα ποινική δίωξη του Εισαγγελέα με βάση το έγγραφο-πόρισμα που υπεβλήθη από τον οικονομικό επιθεωρητή, το αρμόδιο δηλαδή ελεγκτικό όργανο του υπουργείου Οικονομικών, χωρίς την υποβολή κάποιας μηνύσεως ή εγκλήσεως προς την Ιερά Μονή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών.
Αφού, ακολούθως, σημειώνει ότι όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στην επιστολή του πρώην Μητροπολίτη ετέθησαν, αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν από τα δικαστήρια, διερωτάται, απευθυνόμενος προς τον Αρχιεπίσκοπο: «Απορώ, είναι δυνατόν να υποκαταστήσετε Σεις το Εφετείο Αθηνών διά την ουσιαστική βασιμότηταν της κατηγορίας; Και μάλιστα, αν και αναρμοδίως, χωρίς να έχετε τα στοιχεία του ογκώδους φακέλου της δικογραφίας;»
Αναφερόμενος, εξάλλου, ο κ. Σοφός στο ύψος και στο είδος της ποινής (κάθειρξη και όχι φυλάκιση), θεωρεί ότι η επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής «σημαίνει πλήρη δικανική πεποίθηση του Εφετείου ότι ο κατηγορούμενος είναι “ένοχος”, χωρίς να υπάρχει δισταγμός ή αμφιβολία τις περί της ενοχής του».
Καταλήγει δε προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη βοήθεια που ζητάει ο καταδικασθείς Μητροπολίτης περισσότερο μεταφυσικά παρά δικονομικά, με τα εξής:
«Την μόνην ερνηνείαν που δύναμαι να δώσω εις την παρ’ Υμών αιτουμένην, παρά του κ. συναδέλφου μου, “αδελφικήν βοήθειαν και συμπαράστασιν” είναι ως αίτημα συμπροσευχής απάντων, κλήρου και λαού, ως “… νομικός τις προσήλθεν”, διά την εν Χριστώ Σωτηρίαν της ψυχής του ανθρώπου, η οποία αποτελεί την ουσιωδεστέραν και υψηλωτέραν πασών των κοσμικών εξουσιών, και εις την οποίαν επακριβώς και η ταπεινότητά μου προσβλέπει και της οποίας παρ’ υμών αιτείται. Αυτήν την δικαίωσιν και αποκατάστασιν νομιμοποιείται να ζητεί παρ’ Υμών ο πρώην Μητροπολίτης Αττικής και ήδη καταδικασθείς και εκτίων τελεσιδίκως την ποινήν της εξαετούς καθείρξεως».
Άλλωστε, για την ιστορία του πράγματος, ο ίδιος δεν είχε δηλώσει υπερηφάνως ότι είχε μαζέψει 1,5 δισ. δρχ. για τα γεράματά του; Ο ίδιος δεν είναι που είχε εμπλακεί ακόμη και σε ροζ ιστορίες; Όλοι λάθος κατάλαβαν, λοιπόν, τα γεγονότα; Αντί μετανοίας και συγγνώμης προς το ποίμνιό του που τόσο το σκανδάλισε, το μόνο που επιζητεί απεγνωσμένα είναι πώς να γλιτώσει από την εγκόσμια τιμωρία; Πώς να εκτίσει την ποινή του εκτός φυλακών, σε κάποιο μοναστήρι, ενθυμούμενος προηγούμενο πρωτότυπο αίτημά του; Και το έσχατο, αντί να σηκώσει αγόγγυστα τον σταυρό του, επιχειρεί να εμπλέξει και τον Αρχιεπίσκοπο;
Συνάδουν όλα αυτά τα τερτίπια προς το εκκλησιαστικό ήθος και τη γενναιότητα ενός, πρώην έστω, Ιεράρχη;