Με φιλελληνικές θέσεις Ομπάμα και ΜακΚέιν επιχειρούν να κερδίσουν την ομογένεια

Πυκνώνουν, τις τελευταίες ημέρες, τα διάφορα δημοσιεύματα τα αναφερόμενα στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές και, ιδιαίτερα, καθ’ όσον και άμεσα μας αφορούν, τόσο στην όποια δύναμη του λεγόμενου ελληνικού «λόμπι» στις ΗΠΑ όσο και στις όποιες φιλελληνικές θέσεις ενδεχομένως να εμπεριέχονται στις προεκλογικές εξαγγελίες των δύο μεγάλων κομμάτων, του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικάνικου.
Κοινή, σχεδόν, συνισταμένη των δημοσιευμάτων στον εγχώριο Τύπο η αντίληψη ότι είναι αδιάφορες και, πάντως, άνευ πρακτικής σημασίας για τα ελληνικά εθνικά θέματα, οι όποιες προεκλογικές τοποθετήσεις των υποψήφιων Προέδρων και οι όποιες δεσμεύσεις τους ή, ακόμη, οι όποιες επισκέψεις τους σε ομογενείς, είτε υποστηρικτές τους είτε θεσμικούς παράγοντες, όπως αυτή του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Τζον ΜακΚέιν στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Δημήτριο και η παρουσία του τελευταίου στο Συνέδριο των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων. Κατά τους αρθρογράφους, όλα αυτά εντάσσονται απλώς στην προσπάθεια των υποψηφίων να προσελκύσουν τις ψήφους των ελληνοαμερικανών ψηφοφόρων.
Για όσους γνωρίζουν από πρώτο χέρι την αμερικανική πολιτική ζωή, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο ισχυρισμός ότι είναι περίπου άνευ σημασίας οι θέσεις που διαμορφώνονται στην αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας είναι λανθασμένος. Οι διεκδικητές του χρίσματος πραγματοποιούν μια πολύμηνη, κοπιαστική και συγχρόνως σημαντική περιοδεία σε όλη την αμερικανική συμπολιτεία.
Έρχονται σε επαφή με εκατομμύρια αμερικανούς πολίτες. Ακούνε τα ιδιαίτερα ανά πολιτεία προβλήματα, τα αιτήματα, τις απαιτήσεις τους. Και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική τους σε εσωτερικό και εξωτερικό πεδίο με βάση ακριβώς τα μηνύματα που παίρνουν από τον λαό.
Από την άλλη πλευρά, τα δύο κόμματα και, εύλογα, οι υποψήφιοι πλαισιώνονται από ομάδες επίλεκτων στελεχών όλων των εθνικοτήτων, φυσικά και ελλήνων ομογενών. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα ονόματα του υπουργού Οικονομικών του Ιλινόις Αλέξη Γιαννούλια και της Ελένης Τσακοπούλου, σε ό,τι αφορά την υποψηφιότητα Ομπάμα, και των Τομ Κορολόγου, Τζορτζ Αργυρού (πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ισπανία) και Άλεξ Σπανού, σε ό,τι αφορά την υποψηφιότητα του κ. ΜακΚέιν.
Οι ομογενείς, πέραν από την οικονομική στήριξη που προσφέρουν στους υποψηφίους της αρεσκείας τους, παρουσιάζουν στο επιτελείο του καθενός τα εθνικά μας θέματα και προσπαθούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής απέναντί τους.
Στο παρελθόν, δύο είναι οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αμερικανών υποψήφιων Προέδρων που συμπεριέλαβαν στις προεκλογικές τους δεσμεύσεις θέσεις που συνέπιπταν με εκείνες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η πρώτη αφορούσε στις προεκλογικές εξαγγελίες του Τζίμι Κάρτερ (1975) για το Κυπριακό και η δεύτερη στη δέσμευση του Μπιλ Κλίντον (1993) να μην αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ κράτος με το όνομα «Μακεδονία».
Ο κ. Κάρτερ, ως Πρόεδρος, δεν τήρησε τις δεσμεύσεις του. Δεν ήταν, όμως, μονάχα η δική του ασυνέπεια.
Ήταν και το κλίμα προσδοκίας που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα και στην Κύπρο και που είχε συνοδεύσει με πανηγυρικές ακρότητες τη νίκη του κ. Κάρτερ επί του αντιπάλου του Προέδρου Φορντ. Οι κινήσεις αυτές έδωσαν διεθνώς την εντύπωση ότι Λευκωσία και Αθήνα προεξοφλούσαν μεροληπτική υποστήριξη από την Ουάσινγκτον, γεγονός που υποχρέωσε τον κ. Κάρτερ να δηλώσει ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας ότι θα ήταν αντικειμενικός απέναντι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις…
Είναι χαρακτηριστικό κύριο άρθρο της εποχής του τότε εκδότη του «Εθνικού Κήρυκα» της Νέας Υόρκης, Μπάμπη Μαρκέτου, με τίτλο «Όχι κ. Κάρτερ». Σημείωνε εκεί, μεταξύ άλλων, ο σημαντικότερος απ’ όλους τους μέχρι σήμερα ομογενείς δημοσιογράφους: «Δεν πανηγύρισαν οι Έλληνες την εκλογή σας με την αντίληψη ότι θα είχαν στο πρόσωπό σας έναν συνήγορο κατεχόμενο από αίσθημα μεροληψίας (…). Αν υπάρξετε αντικειμενικός, τότε θα σας είναι αδύνατον να συνεχίσετε την πολιτική του Φορντ και του Κίσινγκερ».
Η ζημιά, όμως, είχε γίνει. Ο νέος Πρόεδρος είχε «κουμπωθεί».
Η περίπτωση Κλίντον και η θέση του για τα Σκόπια είναι γνωστή και μας έχει απασχολήσει και σε προηγούμενα άρθρα. Αν τότε, τον Ιανουάριο του 1993, δεν είχε σπεύσει η ελληνική κυβέρνηση στον ΟΗΕ να αποδεχθεί την ονομασία FYROM, «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», ως βάση για διαπραγμάτευση, παρά την αντίθετη θέση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, την απόφαση της ΕΕ ότι δεν θα αναγνωριζόταν χώρα με το όνομα «Μακεδονία» και τη σχετική έγγραφη δέσμευση του Μπιλ Κλίντον προς την Ομογένεια, όλα σήμερα στο θέμα αυτό θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα συζητούσαμε για «λύση» σύνθετης ονομασίας (αφού το «Μακεδονία» το πήραν έκτοτε) για να αντιμετωπίζουμε από πάνω και την αυθάδη προκλητικότητα των Σκοπιανών!
Μία ακόμη σημαντική περίπτωση θετικής για τα ελληνικά συμφέροντα στάσης που υιοθέτησε προεκλογικά το Δημοκρατικό Κόμμα και που παραμένει άγνωστη στον ελλαδικό χώρο μέχρι σήμερα, εκδηλώθηκε το 1972. Τον Νοέμβριο του έτους εκείνου, το Δημοκρατικό Κόμμα είχε συμπεριλάβει στο επίσημο πρόγραμμά του και ειδική παράγραφο στην οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, έλεγε καθαρά και απροσχημάτιστα ότι εάν ο γερουσιαστής Μαγκόβερν εκλεγόταν για την προεδρία των ΗΠΑ, θα στρεφόταν με κάθε δυνατό μέσο εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα.
Για την ιστορία θα σημειώσουμε ότι ασχέτως της τύχης της υποψηφιότητας του τότε Δημοκρατικού υποψηφίου, η αξία της ενέργειας αυτής του Δημοκρατικού Κόμματος είχε εν τη γενέσει της υπονομευθεί από το δεδομένο ότι είχε αποτύχει παταγωδώς η προσπάθεια ομογενών της εποχής να συλλέξουν υποστηρικτικές υπογραφές ελλήνων πολιτικών (παρότι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε συνδράμει από το Παρίσι στην προσπάθεια αυτή κινητοποιώντας και τον αδελφό του
Αχιλλέα Καραμανλή) σε κείμενο που είχε ετοιμασθεί και επρόκειτο να δημοσιευθεί στους «Νιου
Γιορκ Τάιμς» και το οποίο αναφερόταν «… στη θετική εντύπωση που είχε προκαλέσει η απόφαση του Δημοκρατικού Κόμματος και στη σημασία την οποία απέδιδε ο πολιτικός κόσμος και ο λαός της Ελλάδος σ’ αυτό το δεδομένο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε σχετική εργασία του Μπάμπη Μαρκέτου.
Επομένως, πέρα από τα αμερικανικά συμφέροντα που αναμφιβόλως κατευθύνουν την εξωτερική τους πολιτική, οι υποψήφιοι Πρόεδροι των ΗΠΑ, με την παρότρυνση των ομογενών, μπορούν κάποτε να διαμορφώνουν και θέσεις που να συμβαδίζουν με τα ελληνικά δίκαια.
Θα αποκτήσουν και πρακτική σημασία οι δεσμεύσεις αυτές, αρκεί να ενισχύονται με τον προσήκοντα τρόπο από την ελληνική διπλωματία.
Στο τέλος τέλος είναι σημαντικό στη διπλωματική φαρέτρα ακόμη και το να μπορούμε να επικαλούμεθα τέτοιες θέσεις εκπροσώπων της υπερδύναμης και να τους ψέγουμε όταν δεν τις τηρούν.


Σχολιάστε εδώ