Γκουαντάναμο το Άουσβιτς του 21ου αιώνα
Το πιο ηχηρό πλήγμα στην κυβέρνηση Μπους ήρθε στις 12 Ιουνίου από το Ανώτατο Δικαστήριο. Με μιαν απόφαση που ελήφθη οριακά, με 5 ψήφους υπέρ έναντι 4 κατά, έδωσε το δικαίωμα στους κρατουμένους του Γκουαντάναμο να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια των ΗΠΑ για να αμφισβητήσουν τις αιτίες κράτησής τους. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελήφθη παρά και ενάντια στη θέληση της Ουάσινγκτον, όπως φάνηκε και από τη δήλωση του Μπους από τη Ρώμη, όπου βρισκόταν την ημέρα κατά την οποία έγινε γνωστή, ότι θα τη σεβαστεί, αν και διαφωνεί πλήρως με αυτήν.
Χρήζει, πάντως, αναφοράς το σκεπτικό που αντέτεινε η αμερικανική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα όσα επίσημα δηλώθηκαν, η βάση του Γκουαντάναμο δεν βρίσκεται σε αμερικανικό έδαφος, οπότε οι κρατούμενοι σε αυτήν δεν έχουν την υποχρέωση να απολαμβάνουν του δικαιώματος που χαίρουν οι αμερικανοί πολίτες και το οποίο στη νομική ορολογία περιγράφεται με τον λατινικό όρο «habeas corpus», που, σύμφωνα με το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, είναι «νόμος του 1679 στην Αγγλία, ο οποίος ισχύει ως σήμερα (συμπληρωμένος με μεταγενέστερους νόμους) στη Μ. Βρετανία και τις αγγλοσαξονικές χώρες και προστατεύει τον πολίτη από αδικαιολόγητη κράτηση και δίωξή του». Σκεπτικό φυσικά που απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έμεινε στα ουσιώδη διακυβεύματα και όχι στους τύπους. Έφερε όμως στην επιφάνεια την ευκολία με την οποία η Ουάσινγκτον μπορεί να μετέρχεται διάφορα φθηνά τεχνάσματα για να συνεχίσει να διαιωνίζει ένα μεσαιωνικό καθεστώς κράτησης.
Για γέλια οι δίκες
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η ίδια η διαδικασία που εξελίσσεται στο στρατοδικείο αρχίζει πλέον να γυρίζει εις βάρος των θεμελιωδέστερων επιχειρημάτων της κυβέρνησης Μπους, γελοιοποιώντας τον περιβόητο «πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο οδηγός του Οσάμα Μπιν Λάντεν, Σαλίμ Χαμντάν, που έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση 66 μηνών και κανονικά πρέπει να απελευθερωθεί τον επόμενο Δεκέμβριο, μια και έχει ήδη εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του. Ο Χαμντάν, λοιπόν, που γεννήθηκε το 1970 στην Υεμένη και δεν μπόρεσε να τελειώσει ούτε το δημοτικό, εξήγησε λίγο πολύ στο δικαστήριο ότι το να δουλεύει ως προσωπικός οδηγός του ηγέτη της Αλ Κάιντα έναντι 200 δολαρίων κάθε μήνα -τα χρήματα τα έστελνε από το Αφγανιστάν στη γυναίκα του για να μεγαλώσει τις δύο κόρες τους- ήταν μια από τις καλύτερες θέσεις εργασίας που μπορούσε να βρει.
«Δεν μπορούσα να ζητιανεύω. Έπρεπε να δουλέψω», ήταν τα λόγια του, που μεταφέρθηκαν από τους ανταποκριτές των διεθνών Μέσων. Για όλα τ’ άλλα δίκιο έχετε και σας συμπονάω, σαν να τους έλεγε, αλλά τι να ‘κανα κι εγώ… Οι θερμές ευχαριστίες που εξέφρασε στο τέλος «για ό,τι κάνατε για μένα» και οι ακόμη πιο θερμές ευχές του στρατοδίκη να πάει γρήγορα στις κόρες του στην Υεμένη (από φόβο μην τυχόν και βγουν κι αυτές για… αναζήτηση μεροκάματου όσο «ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»), ακόμη κι αν στοχεύουν να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις και να ανασκευάσουν την ευρέως διαδεδομένη αποστροφή για το κολαστήριο του Γκουαντάναμο, αποτελούν την πλήρη αποκαθήλωση του προφίλ του τυφλωμένου με μίσος τρομοκράτη που με επίμονο τρόπο καλλιεργεί η Ουάσινγκτον από τις 12 Σεπτεμβρίου του 2001.
Οι ευχές του στρατοδίκη, ωστόσο, δεν ήταν κενές περιεχομένου, γιατί στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει πότε θα αποφυλακιστεί ο Χαμντάν και θα πάει στις κόρες του, μια και το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας διατηρεί το δικαίωμα να τον κρατήσει στη φυλακή για όσο διάστημα κρίνει, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι θα έχει εκτίσει την ποινή του.
Ακόμη και οι δίκες λοιπόν είναι καρικατούρες! Αποκαλύπτεται έτσι ένα εντελώς ανεξέλεγκτο σύστημα που δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα. Δεν ήταν άλλωστε καθόλου τυχαία η επιλογή της Ουάσινγκτον να μη χαρακτηρίζει τους συλληφθέντες της ως «αιχμαλώτους πολέμου», οπότε η αντιμετώπισή τους θα έπρεπε να υπακούει σε συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες και τότε η αμερικανική κυβέρνηση θα ελεγχόταν για την παραβίασή τους, αλλά να τους χαρακτηρίζει «μαχητές του εχθρού», επικαλούμενη τις ιδιαιτερότητες του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Απώτερη επιδίωξη η επαναφορά των μεσαιωνικών βασανιστηρίων (όπως για παράδειγμα το χάραγμα με νυστέρι των γεννητικών οργάνων του 30χρονου Βινιάμ Μοχάμετ, που δικάζεται τώρα στο Γκουαντάναμο και πριν συλληφθεί στο Αφγανιστάν ζούσε στο Λονδίνο εθισμένος στα ναρκωτικά), η νομιμοποίηση των απαγωγών από τη CIA, η παραπομπή σε στρατοδικεία των υπόπτων κ.ά., έτσι ώστε η κατάκτηση της κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής να γίνει από τις ΗΠΑ όσο το δυνατόν συντομότερα και με όσο το δυνατόν μικρότερες αντιστάσεις.
Η επόμενη μέρα
Η απορία όλων, ωστόσο, περιστρέφεται γύρω από την επόμενη μέρα. Ποια θα είναι δηλαδή η τύχη των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών στις ΗΠΑ στη μετα-Μπους εποχή.
Σε ό,τι αφορά το Γκουαντάναμο-Άουσβιτς του 21ου αιώνα, απ’ όπου συνολικά έχουν περάσει γύρω στους 780 κρατουμένους, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν αποφυλακισθεί και σήμερα κρατούνται γύρω στους 270 με 300, από τους οποίους θα δικαστούν 60 έως 80, με σοβαρές αποδείξεις ενοχής να υπάρχουν μόνο για τους 20, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Μένοντας στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εναντίον του δεν έχουν τοποθετηθεί μόνο οργανώσεις, όπως η Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες και η Διεθνής Αμνηστία, και κορυφαίοι αμερικανοί πολιτικοί, δικαστικοί και αστυνομικοί παράγοντες, αμφισβητώντας την αξία των μαρτυριών που υφαρπάζονται με βασανιστήρια. Υπέρ του κλεισίματος του Γκουαντάναμο έχει τοποθετηθεί ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Μπους, Ντόναλντ Ράμσφελντ, αρχιτέκτονας της αιματηρής επέμβασης και του φιάσκο που ακολούθησε στο Ιράκ με το σκεπτικό ότι έχει στιγματισθεί! Λόγω προφανώς προπαγάνδας και παρανοήσεων…
Να κλείσει το Γκουαντάναμο έχουν ζητήσει και οι δύο υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν την ψήφο των Αμερικανών στις 4 Νοέμβρη. Ο Τζον ΜακΚέιν, πάντως, αντέδρασε έντονα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου, που άναψε το πράσινο φως για να απευθύνονται στα αμερικανικά δικαστήρια οι φυλακισμένοι του Γκουαντάναμο, την οποία χαρακτήρισε «μία από τις χειρότερες αποφάσεις στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών»! Ο δημοκρατικός υποψήφιος, αντίθετα, καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, τη χαιρέτισε, πείθοντας έτσι ότι δεν είναι καιροσκοπική η σύμπλευσή του με το ρεύμα διαμαρτυρίας ενάντια στο αμερικανικό Άουσβιτς.
Αμερικανική επίδειξη
δύναμης
Η αλήθεια, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι το Γκουαντάναμο, κατασκεύασμα της πολυσχιδούς εταιρείας Χαλιμπάρτον του πανίσχυρου αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι, έφερε επάξια σε πέρας τον σημαντικότερο σκοπό του. Η αποστολή αυτής της μεταμοντέρνας φρίκης στην όχι και τόσο μακρινή Κούβα (για να πληθαίνουν κιόλας οι αρνητικοί συνειρμοί για το νησί) δεν αφορούσε μόνο την αποτροπή της επιστροφής στο πεδίο της μάχης όσων συλλαμβάνονταν να πολεμούν ενάντια στα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ ή τη συστηματική συλλογή πληροφοριών από τους ανακριτές του αμερικανικού στρατού, που στο αποκορύφωμα της δύναμής τους πέτυχαν να μη θεωρείται βασανιστήριο ο εικονικός πνιγμός! Δεν πρόκειται για αστείο: Όσες μαρτυρίες ελήφθησαν μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου του 2005 από κρατούμενους που τους βύθιζαν στο νερό, φοβίζοντάς τους ότι θα τους πνίξουν, θεωρούνται αξιόπιστες. Από εκείνη την ημέρα και μετά, οπότε η εν λόγω μέθοδος χαρακτηρίστηκε από την αμερικανική δικαιοσύνη και επίσημα βασανιστήριο (ενώ πριν ήταν μάλλον… extreme sport), έπαψαν να λαμβάνονται υπόψη καταθέσεις που δίνονταν μετά από εικονικό πνιγμό!
Πέραν των δύο παραπάνω λόγων, η σημαντικότερη αποστολή του Γκουαντάναμο ήταν να επιδεικνύεται ως φόβητρο σε όσους σκόπευαν να αντισταθούν στις αμερικανικές επεμβάσεις. Η Ουάσινγκτον, κρίνοντας σημαντικότερα τα οφέλη που θα έχει από την επίδειξη δύναμης σε σχέση με το αναμφισβήτητο κόστος που προκάλεσαν οι φωτογραφίες των δεμένων χειροπόδαρα και στερημένων ακόμη και την όρασή τους κρατούμενων με τις πορτοκαλί στολές στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο, έδειξε τι θα πάθουν όσοι αρνηθούν να προσφέρουν γη και ύδωρ στην αντιτρομοκρατική της σταυροφορία. Με αυτήν την έννοια, το Γκουαντάναμο -ανεξίτηλο σύμβολο της αμερικανικής βαρβαρότητας- επιτέλεσε το καθήκον του. Όσο για το πόσο αποτελεσματικά το έκανε -κατά πόσο δηλαδή η ωμότητα της καταστολής οδήγησε τους απειλούμενους λαούς να σκύψουν το κεφάλι από φόβο, όπως ήθελαν οι επιτελείς του Μπους- αυτό το δείχνουν καλύτερα οι ειδήσεις για τις αυξανόμενες απώλειες που φτάνουν στο νατοϊκό αρχηγείο…
Το κλείσιμο του Γκουντάναμο, άλλωστε, μπορεί να επέλθει χωρίς να αναιρεθεί το περίπλοκο και αντιφατικό, κυρίως όμως οπισθοδρομικό και σκοτεινό, καθεστώς που διασφάλιζε την ταπείνωση και τις χειρότερες δυνατές ποινές κατά των κρατουμένων του, όπως φάνηκε από μια πρόσφατη δήλωση του Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος, μαζί με το ενδεχόμενο της μεταφοράς και δίκης τους στις ΗΠΑ, άφησε ανοιχτό και το ενδεχόμενο της εκδίκασης των υποθέσεών τους από στρατοδικεία! Η υπερψήφιση επίσης από τον Μπάρακ Ομπάμα, στις 22 Ιουνίου, νόμου με τον οποίο απαλλάσσονται τυχόν ποινικών τους ευθυνών τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που βοηθούν την κυβέρνηση στην παρακολούθηση των συνδιαλέξεων πολιτών, δυστυχώς δεν προδικάζει ότι στη μετα-Μπους εποχή θα υπάρξει μια ριζική αναίρεση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε με αφορμή τις εφιαλτικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη, επτά χρόνια πριν.