Πρόστιμο μαμούθ 107.783.046 ευρώ στο καρτέλ BP – SHELL!

Η εισήγηση καταδεικνύει, πέραν πάσης αμφισβήτησης, τις τεράστιες ευθύνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης, για τη διαρκή «ληστεία» των καταναλωτών στα πρατήρια καυσίμων της χώρας, που ξεπέρασε κάθε όριο τον τελευταίο χρόνο με πρόσχημα την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στα τέλη Ιουνίου 2008 η τιμή της αμόλυβδης στη χώρα μας χωρίς τους φόρους ήταν η τέταρτη ακριβότερη της Ευρώπης, ξεπερνώντας ακόμη και την τιμή στην Κύπρο, όπου εύλογα τα καύσιμα πωλούνται ακριβά λόγω γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων.
Όπως φαίνεται, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει από τις 17 Ιουλίου του 2006 στα συρτάρια της μια άρτια εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, με την οποία θα μπορούσε να επιβάλει βαρύτατα πρόστιμα στις δύο μεγαλύτερες εταιρείες καυσίμων της χώρας και να τις υποχρεώσει να σταματήσουν τις αθέμιτες πρακτικές τους, που «πνίγουν» τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και παρασύρουν σε υψηλές τιμές ολόκληρη την αγορά.
Παρ’ όλα αυτά, με την ανοχή -αν όχι και την ενθάρρυνση…- της κυβέρνησης, η Ολομέλεια της Επιτροπής έχει «παγώσει» εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια τη διαδικασία λήψης απόφασης επί της εισήγησης, αφήνοντας το διαπιστωμένο καρτέλ των δύο πολυεθνικών ανεξέλεγκτο. Η συνέχεια της βασανιστικά αργής διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσης από την Ολομέλεια αναμένεται το φθινόπωρο, ενώ διακινούνται τις τελευταίες ημέρες σενάρια για έναν… ανίερο συμβιβασμό, βάσει του οποίου οι δύο εταιρείες θα δεχθούν να σταματήσουν τις καταχρηστικές πρακτικές τους για να αποφύγουν την επιβολή των προστίμων!
Φαίνεται, πάντως, ότι η ατιμωρησία είναι προϊόν των σχέσεων συνενοχής που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των εταιρειών εμπορίας, της κυβέρνησης και της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Και αυτό, διότι οι εταιρείες εμπορίας ανέχονται την παράνομη, βάσει του κοινοτικού δικαίου (έχει κριθεί και από το Ευρωδικαστήριο το 2001 με την απόφαση C398/98), ουσιαστικά απαγόρευση εισαγωγής καυσίμων από διυλιστήρια του εξωτερικού, που θα τους επέτρεπε να ανταγωνιστούν ευθέως τα ελληνικά διυλιστήρια. Τυχαίνει βέβαια αυτή η προστασία να βολεύει απόλυτα το ίδιο το Δημόσιο, ως βασικό παράγοντα της διύλισης μέσω της συμμετοχής του στα ΕΛΠΕ.
Έτσι, η χώρα μας είναι η μοναδική στην ΕΕ που παραμένει «κλειστή» σε εισαγωγές για να προστατεύονται τα προνόμια των διυλιστηρίων. Αυτό γίνεται με την επιβεβλημένη υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας από τους εισαγωγείς, που αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με την απαγόρευση εισαγωγών.
Σε «αντάλλαγμα», φαίνεται ότι επιτρέπεται από την Πολιτεία να εκμεταλλεύονται οι εταιρείες εμπορίας κατά το δοκούν τον τομέα της εμπορίας, και τελικά τους καταναλωτές, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να καταγγείλουν τη χώρα μας στην ΕΕ, να ανοίξει με πρωτοβουλία των Βρυξελλών η αγορά σε εισαγωγές και να θιγούν τα προνόμια των διυλιστηρίων…
Από… σαράντα κύματα η εισήγηση
Η εισήγηση που παρουσιάζεται σήμερα από το «Π» είναι συμπληρωματική της αρχικής, που είχε συνταχθεί στις 3/11/2005 και κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή σε πρόταση επιβολής προστίμων 107.783.046 ευρώ στις δύο εταιρείες (57.069.709 ευρώ στην BP και 50.713.337 ευρώ στη Shell).
Στην αρχική εισήγηση οι εκπρόσωποι της BP είχαν αντιτάξει ότι κακώς υπολογίσθηκαν οι εκπτώσεις τους ως ποσοστό των ονομαστικών τιμών χονδρικής και θα έπρεπε να υπολογισθούν αριθμητικά, σε ευρώ ανά λίτρο. Με τη συμπληρωματική εισήγηση έγινε ο υπολογισμός σε αυτήν τη βάση και τα τελικά αποτελέσματα είναι ακόμη πιο επιβαρυντικά για τις εταιρείες!
Όταν ξέσπασε το «σκάνδαλο των κουμπάρων», η εισήγηση αυτή, όπως και όσες άλλες είχε υπογράψει ο Παναγιώτης Αδαμόπουλος, ο γενικός διευθυντής Ανταγωνισμού, υποβλήθηκε σε επανέλεγχο, χωρίς να διαπιστωθούν ατέλειες. Ακολούθως, ειδικός καθηγητής από τη Βρετανία έλεγξε εκ νέου την εισήγηση, για να τη χαρακτηρίσει άρτια. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα νομικό κείμενο που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, εάν τιμωρηθούν τελικά οι εταιρείες.
Το συμπέρασμα της μελέτης, που βασίσθηκε σε στοιχεία των τεσσάρων μεγαλύτερων εταιρειών εμπορίας καυσίμων της χώρας (BP, Shell, EKO, AVIN), ήταν ότι οι δύο πολυεθνικές, που από κοινού ελέγχουν το ένα τρίτο των πρατηρίων της χώρας και το 60% των αποθηκευτικών χώρων, έχουν συντονίσει με θαυμαστή ακρίβεια τις εκπτώσεις στους πρατηριούχους σε 34 νομούς της χώρας, με αποτέλεσμα να ρυθμίζουν με αυτόν τον τρόπο και τις τελικές τιμές.
Από την ανάλυση των στοιχείων για τις εκπτώσεις τιμολογίων και τις απολογιστικές εκπτώσεις επιβεβαιώθηκε ότι οι καθαρές τιμές χονδρικής διαφοροποιούνται σημαντικά σε ορισμένες περιοχές της χώρας (φαινόμενο «ακριβών νομών») τουλάχιστον από το 2003 και οι διαφοροποιήσεις είναι τόσο μεγάλες που δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο σε διαφορές στο κόστος μεταφοράς ή στους όγκους των πωλήσεων σε κάθε περιοχή. Επίσης, δεν φαίνεται οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες εμπορίας να χορηγούν τις εκπτώσεις με βάση τον όγκο πωλήσεων, δηλαδή την κατανάλωση.
Η «ομοιομορφία» στις εκπτώσεις που παρέχουν η BP και η Shell κατά γεωγραφική περιοχή, τονίζεται στην εισήγηση, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε «παράλληλη συμπεριφορά», δηλαδή στο ότι, ενδεχομένως, η μία εταιρεία απλώς ακολουθούσε την πολιτική της άλλης, όπως θα μπορούσε να συμβαίνει στην περίπτωση των τιμών λιανικής.
«Οι εκπτώσεις δίνονται είτε απολογιστικά, είτε σαν ποσό επί των τιμολογίων πώλησης προς τους πρατηριούχους, με αποτέλεσμα κάθε εταιρεία να μην είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων τις εκπτώσεις που χορηγούν οι ανταγωνιστές της», υπογραμμίζεται στην εισήγηση. «Η αντιστοιχία στις εκπτώσεις ανά νομό των εν λόγω εταιρειών, και επομένως οι διαφορές στις καθαρές χονδρικές τιμές, δεν μπορούν να οφείλονται παρά μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών και στη μεταξύ τους συνεννόηση».
Όπως εξηγείται σε άλλο σημείο της εισήγησης, «εάν μία εκ των δύο εμπλεκομένων επιχειρήσεων διαφοροποιούσε τη θέση της και αντί να στηρίξει τα υψηλά επίπεδα τιμών επιχειρούσε να ασκήσει επιθετική πολιτική για να αποσπάσει μερίδιο αγοράς από την άλλη, τότε και η δεύτερη θα ήταν υποχρεωμένη να μειώσει τις τιμές.
Άρα, προϋπόθεση για τη διατήρηση των υψηλών τιμών τους ήταν η συμφωνία να μην ξεκινήσουν μεταξύ τους πόλεμο εκπτώσεων».
Αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών, όμως, είναι ο ανύπαρκτος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγαλύτερων «παικτών» της αγοράς, που δεν ενδιαφέρονται να πάρουν μερίδια ο ένας από τον άλλο, ενώ και οι υπόλοιποι, μικρότεροι «παίκτες» τείνουν να καθορίζουν τις δικές τους τιμές με βάση τα υψηλότερα επίπεδα των δύο μεγάλων.
Η απάντηση που δίνεται από τους εισηγητές στο απλό ερώτημα «γιατί, αν οι δύο εταιρείες κρατούν ψηλά τις τιμές, δεν στρέφονται οι καταναλωτές προς τους φθηνότερους ανταγωνιστές», είναι απλή:
Οι δύο εταιρείες δεν έχουν από κοινού μόνο διπλάσιο συνδυασμένο δίκτυο από τον τρίτο μεγαλύτερο ανταγωνιστή τους (την ΕΚΟ), δεν είναι μόνο «βασιλιάδες» στους αποθηκευτικούς χώρους, αλλά έχουν και τη δύναμη που απορρέει από την αναγνωρισιμότητα και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών προς τα σήματά τους.
Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές προτιμούν να πληρώνουν για τα ακριβότερα καύσιμα των δύο εταιρειών, επειδή τις εμπιστεύονται βασιζόμενοι και στις (όχι εγνωσμένης αξιοπιστίας…) διαφημιστικές καμπάνιες των δύο εταιρειών περί «καυσίμων της Formula 1» και καυσίμων που (υποτίθεται ότι) «απογειώνουν» την απόδοση του κινητήρα.
Οι «ζώνες» της ακρίβειας
Όπως φαίνεται και στον πίνακα από την εισήγηση, τον οποίο παραθέτει το «Π», οι δύο εταιρείες έχουν χωρίσει σε τρεις «ζώνες» τη χώρα:
1Στην πρώτη ομάδα νομών, που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των νομών της ηπειρωτικής χώρας, οι αναλογίες μεταξύ των εκπτώσεων που χορηγεί η Shell προς τις εκπτώσεις της BP κυμαίνονται μεταξύ 0,9 και 1,3. Δηλαδή, σε ορισμένους νομούς η μία εταιρεία δίνει μεγαλύτερη έκπτωση από την άλλη, αλλά οι διαφορές μεταξύ των εκπτώσεων είναι ουσιαστικά μηδενικές!
2Σε τέσσερις νομούς (Λάρισας, Μαγνησίας, Φθιώτιδας, Εύβοιας), η Shell παρέχει μεγαλύτερες εκπτώσεις από την BP, αλλά πάντα η έκπτωση είναι 1,5 φορά μεγαλύτερη και η διαφορά μεταξύ των εκπτώσεων είναι σταθερή στα δύο λεπτά του ευρώ ανά λίτρο.
3Σε άλλους δύο νομούς (Λέσβου, Κυκλάδων) η σχέση είναι αντίστροφη, με τη Shell να παρέχει σταθερά τη μισή έκπτωση από αυτήν που προσφέρει η BP. «Είναι φανερό ότι το πλεονέκτημα και των δύο εταιρειών από τη διατήρηση του συγκεκριμένου μοντέλου εναρμόνισης (κοινή εκπτωτική αναλογία) έγκειται στον καθορισμό των τελικών χονδρικών τιμών (τιμές αφαιρουμένων των εκπτώσεων)», συμπεραίνει ο εισηγητής. «Η ανάλυση επεκτάθηκε και στην εξέταση παρόμοιας σχέσης στην εκπτωτική πολιτική των άλλων δύο μεγάλων εταιρειών (ΕΚΟ-AVINOIL), αλλά δεν προέκυψε κάποια πιθανή σχέση (αναλογία) στις εκπτώσεις, παρόμοια με αυτήν των δύο εμπλεκομένων εταιρειών», τονίζει.
Όπως διαπιστώνεται, τα «παιχνίδια» των δύο εταιρειών με τις εκπτώσεις διευκολύνονται από την αδιαφάνεια που καλύπτει τις σχέσεις τους με τους πρατηριούχους: «Οι εκπτώσεις των εταιρειών είναι κατά κανόνα αδιαφανείς.
Οι εταιρείες εμπορίας δεν ανακοινώνουν γενικά τις εκπτώσεις που παρέχουν, για την αποφυγή συγκρίσεων μεταξύ πρατηριούχων και δημιουργίας προστριβών.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι εκπτώσεις δεν αναφέρονται καν στις συμβάσεις μεταξύ εταιρειών εμπορίας και πρατηρίων».


Σχολιάστε εδώ