«Πολιτικός της φαντασίας»…
Παρουσιάζεται ως ο «πολιτικός της φαντασίας», αν και ακολουθούσε και ακολουθεί την τακτική της «χρησμολογίας», του Κ. Καραμανλή του Πρεσβυτέρου, χωρίς βεβαίως οι «χρησμοί» τού εκ της ορεινής Θεσσαλίας ορμωμένου Γεωργίου Σουφλιά να ‘χουν την επιγραμματικότητα και την έκφραση της πραγματικότητας της στιγμής, που χρησμολογεί ως άλλη Πυθία!
Η απόσταση λόγων και πράξεων δεν τον απολυτρώνει από τη δυσπιστία, που συνοδεύει αρχαιόθεν την επιφύλαξη της κοινής γνώμης έναντι των κατοίκων της Φθίας, η οποία αντικαθρεπτίζεται στη χαρακτηριστική εκείνη φράση «άτιμα τα των Θετταλών».
Ο Γεώργιος Σουφλιάς, ακόμη και όταν διατυπώνει έναν «χρησμό», ολίγον τι πνευματώδη και ενέχοντα παρατηρήσεις οξύτατες, μένει απομονωμένος. Η κοινή γνώμη διακρίνει αλανθάστως το γνήσιο από το αντίγραφο και αναλόγως αξιολογεί. Τοποθετεί την κατ’ απομίμηση «χρησμολογία» ως γραφειοκρατικό χρέος ενός πολιτικού από τον οποίον απουσιάζουν το πάθος και το μαχητικό πνεύμα.
Στην πολιτική προσωπικότητα του θετταλού πολιτικού προσομοιάζουν οι λόγοι του ιταλού κριτικού του Μεσοπολέμου Σίλβιο ντ’ Αμίκο:
• «Κακός πολιτικός δεν είναι εκείνος που μάχεται και πολεμάει, που σκανδαλίζει, που εκθειάζει και κατηγορεί. Κακός πολιτικός είναι εκείνος που του λείπει το πάθος. Η πολιτική είναι αληθινή, όταν είναι μια μάχη που δίνεται κάθε στιγμή για την επίλυση των προβλημάτων του λαού. Εκεί είναι η ζωή, εκεί είναι και η πολιτική…».
Κοινό γνώρισμα Κ. Καραμανλή Πρεσβυτέρου και Γεωργίου Σουφλιά, ότι και οι δύο χρημάτισαν υπουργοί Δημοσίων Έργων και απολάμβαναν τη συμπάθεια των εργολάβων, με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται…
Η ελληνική πολιτική επί των δημοσίων έργων διαλαλείται ως η πλέον ευεργετική για τον πολίτη, μόνο που εμπίπτει στο ελληνικό ελάττωμα των μεγάλων χρονικών -ακόμη και δεκάδων χρόνων- καθυστερήσεων, των κακοτεχνιών, των ανακοστολογήσεων και της υπέρβασης των αρχικών προϋπολογισμών, σε σημείο ώστε οι εργολάβοι δημοσίων έργων να έχουν υποκαταστήσει τους γνωστούς «χρυσοκανθάρους» του παρελθόντος και να έχουν καταστεί η κυρίαρχη οικονομική τάξη της χώρας!
Στους εκάστοτε υπουργούς Δημοσίων Έργων η επιθυμία τους να υπηρετήσουν το πολιτικό όφελος για τους ίδιους και την κομματική παράταξη που εκφράζουν είναι ανώτερη από την επιθυμία τους να υπηρετήσουν τη χώρα και τον πολίτη!
Τα δημόσια έργα, κατά κοινή εκτίμηση ειδικών και μη, δεν είναι ένα απλό θέμα δραστηριότητας σ’ έναν τομέα. Είναι θέμα πολυσύνθετο, είναι δημιουργία που επηρεάζει και θα επηρεάζει την ποιότητα ζωής των πολιτών επί δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, χρόνια.
Ο κρατικός αυτός τομέας έχει ανάγκη οδηγών, υπουργών με δημιουργική φαντασία και καλλιτεχνική διάθεση, όχι απλών γραφειοκρατών, πολύ περισσότερο δε υπουργών που απολαμβάνουν την εύνοιαν εργολάβων κατόχων μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ο κ. Γεώργιος Σουφλιάς, μάλλον, είναι δύσκολο να επικαλεσθεί την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι αποτελεί στόχο εργολάβων και των περί αυτών…
«Τις πταίει;», όμως, κατά την κλασική ερώτηση του Χαρίλαου Τρικούπη. Και από αυτό το σημείο αρχίζουν οι ευθύνες του πολίτη. Πολιτικοί στοχαστές έχουν κατ’ επανάληψη διατυπώσει τη μομφή στο πλήθος. Δεν είναι η παρακμή της πολιτικής, αλλά η αναισθητοποίηση της ψυχής του πλήθους, καλή, αναίσθητη, βίαιη, σκληρή, θρήσκα, ειρωνική, φιλήδονη…
Το κοινό, οι πολίτες δημιουργούν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους τους πολιτικούς. Αυτό επισημαίνεται ακόμη και στις Γραφές: «Τοιούτος πρέπει ημίν αρχιερεύς». Στη σύγχρονη Ελλάδα σπανίως έχει συμβεί το αντίθετο.
Πολιτική και θέατρο ακολουθούν δρόμους παράλληλους. Και κατά συνακολουθία οι λόγοι παρακμής του θεάτρου προσιδιάζουν και στην παρακμή της πολιτικής.
•«Όχι, δεν πέθανε το θέατρο. Πέθανε το εκτός του δράματος πρόσωπο του δράματος, ο θεατής που δακρύζει, που κραυγάζει, που χαίρεται, που γελά, που γίνεται έξαλλος. Αναζητείται ο ποιητής που θα γράψει γι’ αυτόν τον θάνατο, από τον οποίο πέθαναν όλες οι δραματικές ποιήσεις…».
Κάποιοι ελαστικότεροι κριτές και επικριτές διερωτώνται:
• «Ίσως, όμως, δεν φταίνε ούτε οι πολίτες, ίσως ευθύνεται ο σημερινός τρόπος ζωής μας. Το άτομο σήμερα διατελεί σε μια ”διαρκή αμηχανία”. Δεν είμεθα σε θέση να γελάσουμε ή να κλάψουμε για έναν τρόπο ζωής, όταν το πρόβλημα είναι πλέον για τον πολίτη υπαρξιακό, με τον κίνδυνο της ανεργίας και της ανέχειας να καραδοκεί. Με το κράτος κοινωνικής πρόνοιας να φθίνει, με τη φοροκλοπή να οργιάζει. Με το ”μαύρο χρήμα” να διαφθείρει συνειδήσεις και να καθίσταται επικυρίαρχο στην κοινωνία…».
Συμπέρασμα: Ο ίδιος ο πολίτης οικοδομεί τη ζωή του μέσω των εκάστοτε πολιτικών επιλογών του. Όταν επιλέγει «χρησμολόγους» θα αρκείται και στους «χρησμούς-σοφίσματα» του γνωστού αρχαιόθεν τύπου: «Ήξεις αφήξεις ου θνήξεις εν πολέμω» και θα επιδιώκει να μαντεύει σε ποιο σημείο να τοποθετήσει τη στίξη, για να έχει και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το οποίο, βεβαίως, ουδεμία αντιστοιχία έχει με την πραγματικότητα…
Η ελληνική πολιτική πράξη, λοιπόν, ζει και πορεύεται με τις … παρεξηγήσεις της!