Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μετά τη δευτέραν ανάγνωσιν κατά την οποίαν αφήρεσε μερικούς παρεισφρήσαντας σολοικισμούς που έβγαζαν μάτι κατά το κοινώς λεγόμενον, και αφού προσέθεσε μερικά «τσιτάτα» προς ενδυνάμωση του λόγου και των επιχειρημάτων του, εφώναξεν την Κούλα, τη γυναίκα του. Επειδή αυτή δεν προσήλθε ενώπιόν του εντός του ευλόγου χρόνου μερικών δευτερολέπτων, μετέτρεψε το όνομά της σε κραυγήν σπαρακτική, ωσάν να τον περιέλουαν με καυτό λάδι, και εσείσθη η πολυκατοικία εκ θεμελίων.
Αντί της συζύγου του, απούσης… ούσης, προσήλθεν το θυγάτριόν του λέγοντας: «Τι φωνάζεις έτσι, ρε μπαμπά; Η μάνα δεν είναι δω. Πήγε στις δουλειές που την έστειλες…»
Ο πατήρ δεν είχε καμία όρεξη για άσκοπους και ψυχοφθόρους διαλόγους. Απλώς ερώτησε με μια διαφαινομένη σκαιότητα που υπέκρυπτε και κάποια ανησυχία: «Πήγατε το άσπρο μου το κοστούμι, το καλό, στο καθαριστήριο; Το θέλω για τη διάλεξη».
Το θυγάτριο έκανε έναν μορφασμό που κάποιος φυσιογνωμιστής θα τον θεωρούσε ένδειξη αποτροπιασμού και, με τη συνήθη αυθάδειά της, ρώτησε χωρίς ν’ απαντήσει αν επεσκέφθησαν το καθαριστήριο: «Άσπρο κοστούμι θα φορέσεις;
Ίδιος παγωτατζής θα ‘σαι…»
Με κάτι τέτοιες ευτελείς παρομοιώσεις εκλονίσθησαν από αρχαιοτάτων χρόνων και οι πλέον εδραιωμένες πεποιθήσεις.
Έξυσεν ο πατήρ το σημείον όπου άλλοτε εφύετο μύσταξ χιτλερικής νοοτροπίας και ύστερα από ώριμο σκέψη απεφάνθη:
«Θα βάλω τότε το μαύρο πανταλόνι με το άσπρο το σακάκι και μια σκούρα μου γραβάτα».
«Κι αν σε περάσουν για μετρ του κέτερινγκ», είπε η μικρή, «και σε ρωτήσουν με το δίκιο τους πόσα καναπεδάκια περίσσεψαν, άντε να δω τι θ’ απαντήσεις».
«Και δεν βάζω το άσπρο παντελόνι, το μαύρο σακάκι και τη λαμέ γραβάτα;» είπε αποφασιστικά.
«Εκεί είναι που θα γελάσουν και τα βρέφη στον παιδικό σταθμό της κυρίας Αριστέας», είπεν η μικρά και συνέχισε: «Γιατί έτσι μαυριδερός και μουρτζούφλης καθώς είσαι, θα σε περάσουν για πεθαμενατζή που πάει σε κλινική να κλείσει δουλειά…»
Δαγκώθηκε ο πατέρας που προσπαθούσε ένα «κνώδαλο» να του γίνει με το στανιό ενδυματολόγος, κι εκεί που ήταν έτοιμος να την περιλούσει, πρώτη εκείνη του εξήγησε κοφτά, ανασηκώνοντας τους ώμους: «Κάνε ό,τι θες και φόρα ό,τι θες. Μέχρι και κελεμπία. Δεν θα γίνω εγώ η αμπιγιέζ σου…»
Ύστερα τον ρώτησε περί «ποίου τινός» θα μιλούσε. Αν και σπανίως γονεύς και θυγατέρα μιλούσαν την ίδια γλώσσα, και σπανιότερα συνεννοούντο χωρίς τη μεσολάβηση διερμηνέως, η ερώτησή της τον συνεκίνησε επειδή την εξέλαβε σαν ενδιαφέρον για το πόνημά του. Ξύπνησε μέσα του η τρυφερότητα του γονιού και με υπερηφάνεια στη φωνή του την πληροφόρησε πως θέμα του ήταν η παρακμή των Πελασγών…
«Και ποιον ενδιαφέρει, ρε πατέρα, γιατί παρακμάσανε οι τέτοιοι σου και Θεός σχωρέστους; Γιατί δεν μιλάς για κάτι από τον αιώνα σου; Ας πούμε για τους δανδήδες του καιρού σου; Που κοτσάρανε, λέει, στην γκλάβα τους ένα καπέλο σκληρό, ίδιο μ’ εκείνο που έπιασε πουρί και το πέταξε η μάνα μου επειδή βρωμοκόπαγε, που κάρφωναν και μια γαρδένια στην ʽʽκομβιοδόχηʼʼ, παίρνανε και το μπαστουνάκι τους σαν γκλίτσα και αμολιόντανε στο Ζάππειο να καμακώσουνε καμιά δουλάρα…»
«Είσαι χυδαία και αγενής», τη διέκοψε ο πατέρας της. «Και πού τα ξέρω εγώ αυτά με τους δανδήδες και τις σαχλαμάρες που λες; Αγέννητος ήμουνα τότε…»
«Γιατί; Ήσαν οι Πελασγοί της εποχής σου και τους ήξερες από κούνια;» του κόλλησε η μικρή κι έφυγε…
Σκεφτικός έμεινε ο κ. Δημοσθένης. Άρχισε να ξεφυσά και να ανακεφαλαιώνει παραμιλώντας: Πρώτον, του έβγαλε άχρηστο το βεστιάριό του και του αμφισβήτησε το γούστο του. Δεύτερον, του ‘βγαλε άχρηστη την ομιλία του, τη διάλεξή του, τον κόπο του, τα ξενύχτια του… Πρόθεσή του ήτανε να τους θαμπώσει όλους και ιδίως την κυρία Λελέ που θαυμάζει την ευρυμάθεια και τη γλαφυρότητά του. Είχε κάνει και τις σχετικές πρόβες τσεκάροντας τα σημεία που θα ύψωνε ή θα χαμήλωνε τη φωνή, δίνοντας μια δραματικότητα στην περιγραφή.
Και σου ‘ρχεται μετά ένα τσόλι, που δεν ξέρει να δέσει τα βρακιά του, να σου κάνει τον προφέσορα. Κι εσύ κάθεσαι κι ακούς λες και είσαι το τσουτσέκι της. Και το χειρότερο, το συζητάς…
Έκανε μερικές βόλτες στο δωμάτιο και κάπως εκτονώθηκε. Πήρε τα χειρόγραφά του που επρόκειτο να πάνε για δακτυλογράφηση, τους έριξε μια τελευταία ματιά και τα κλείδωσε στο συρτάρι. Κατόπιν προχώρησε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Χαζεύοντας αδιάφορα την κίνηση, άρχισε να σκέφτεται πως ίσως έχει δίκιο η μικρή. Και αν, αντί για Πελασγούς, νομίζουνε τα χούφταλα με την κουφαμάρα τους πως τους μιλάω για πελαργούς; Γερόντια είναι όλοι τους εκεί μέσα, εκτός από την κυρία Λελέ που είναι εξηντάρα κοτσωνάτη. Αχ, αυτός ο άθλιος Παν. Ο… Παν-άθλιος, μουρμούρισε και δαγκώθηκε για το καλαμπούρι που άθελά του… διέπραξε και ήταν σκέτη βλασφημία.
Ωραία! ξεχνάω τους Πελασγούς, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά τώρα τι κάνω; διερωτήθηκε. Ποιον ενδιαφέρει αν τους μιλήσω π.χ. για την πλατεία Συντάγματος, όπου στηνότανε η μπάντα του Α΄ Σώματος Στρατού, και έδινε συναυλίες με βαλσάκια, το «γιλεκάκι που φορείς» ή το «οτσιτσόρνια» και ουβερτούρες από όπερες; Ρίχνανε πού και πού και κανένα εμβατήριο για να μην ξεχνιόμαστε.
Με έπαιρνε -θυμήθηκε- ο γέρος μου από το χέρι και καθόμασταν πότε στο καφενείο του Ζαχαράτου και πότε στου Αντωνιάδη, το μόνο κτίριο που σώζεται ως σήμερα. Είχε στη μετόπη της ταράτσας του μια φωτεινή εφημερίδα. Τρέχανε τα γράμματα σαν κυνηγημένα, σχηματίζοντας φευγαλέα τις ειδήσεις και τις ρεκλάμες. Διάβαζαμε και θαυμάζαμε μικροί, μεγάλοι τα… επιτεύγματα της τεχνολογίας. Έπαιρνε βαρύ και όχι καφέ ο πατέρας, και γρανίτα φράουλα εγώ. Κράταγε εκείνος… το «ίσο» στη μουσική, χτυπώντας ρυθμικά το πέλμα του στις πλάκες, ενώ εγώ αποθαύμαζα τον φωτεινό με «νέον» σκύλο της His Master’s Voice, που καθιστός μπροστά σ’ ένα γραμμόφωνο με χωνί κούναγε την ουρά και τέντωνε τ’ αφτί του για ν’ ακούσει τη φωνή του κυρίου του από τον δίσκο που γύριζε στον φωνογράφο. Υπήρχε επί πολλά χρόνια στην οροφή του κινηματογράφου «ΟΥΦΑ» και θεάτρου «Κυβέλη», στην αρχή της Μητροπόλεως.
Στην άλλη άκρη, δίπλα στου Ζαχαράτου, ήσαν οι σκαλωσιές στο γιαπί του ξενοδοχείου «Βασιλεύς Γεώργιος», που τότε χτιζόταν κι έδειχνε γίγαντας πλάι στη «Μεγάλη Βρετανία» που ήτανε κοντούλα… Και για να συμπληρωθεί το ντεκόρ, τραπεζάκια, γκαρσόνια, περιπατητές και αξιωματικοί με τις εξαρτύσεις τους…
Να κάνει διάλεξη όμως για κάτι τέτοια αποκλείεται. Δεν θα μετατρέψει την ομιλία του σε μνημόσυνο. Έστω κι αν τη διάνθιζε με την οθόνη του σινεμά που τοποθετούσαν κατά καιρούς στην πλατεία για να προσφέρει τζάμπα θέαμα, με τη Μαίρη Πίκφορντ, τον Ραμόν Νοβάρο, τον Μπάστερ Κήτον και άλλους… πεθαμένους που κανέναν δεν ενδιαφέρουνε άλλωστε. Σκέτη κατάντια…
Η Κούλα, η γυναίκα του, επέστρεψε εκείνη τη στιγμή και τον βρήκε σε βαριά κατάθλιψη. Τον ενημέρωσε πως έδωσε το κοστούμι του για φρεσκάρισμα, αλλά τη διέκοψε απότομα: «Πήγαινε στον Σύλλογο να τους πεις πως η διάλεξή μου ματαιώνεται. Έχει διάρροια, πες τους!»
Απόρησε η γυναίκα κι αναρωτήθηκε τι να τον τσίμπησε άραγε ξαφνικά; «Και γιατί διάρροια;» ρώτησε.
«Επειδή χρειάζεται εδώ μέσα», απάντησε όπως συνήθιζε να εκφράζεται με υπονοούμενα και παραβολές…


Σχολιάστε εδώ