ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ ΔΙΕΚΔΙΚΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Ήταν βέβαιο ότι δεν θα συνέπιπταν τα συμφέροντα Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, όπως δεν συνέπεσαν ποτέ παρά μόνο συγκυριακά. Όσο συνερχόταν η δεύτερη από την κρίση κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και έμπαινε σε έναν δρόμο αυτοπροσδιορισμού και αξιοπρέπειας (με όλα τα στραβά της διοίκησης και αντίληψης Πούτιν περί αυταρχισμού, ελλειμματικής δημοκρατίας, καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.) τόσο μεγάλωνε και η διάθεση αντιπαράθεσής της προς τις ΗΠΑ. Αυτές είχαν τόσο επεκταθεί και ισχυροποιηθεί, εκμεταλλευόμενες την κρίση των σοβιετικών καθεστώτων, ώστε ζούσαν τα τελευταία χρόνια σε ένα παραλήρημα αλαζονείας και απόλυτης βεβαιότητας ότι έχουν τελειώσει για πάντα με τη μεγάλη τους αντίπαλο. Αλλά δεν ήταν έτσι.

Η Ρωσία, κομμάτι της «παλαιάς Ευρώπης», όπως λένε την ήπειρό μας οι Αμερικανοί θέλοντας να καταδείξουν τη «δυσκαμψία» και το ντεμοντέ της Ευρώπης, ήταν εκπαιδευμένη σε κρίσεις και αναταράξεις πάνω από 1.000 χρόνια, χρονική περίοδος την οποία για να συμπληρώνουν, ως ύπαρξη, ως χώρα, οι ΗΠΑ χρειάζονται άλλα 500 χρόνια.

Οι ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ προχώρησαν εδώ και μια δεκαετία σε μια μειωτική αλλά και απειλητική για τη Ρωσία κίνηση: Φρόντισαν να εντάξουν στους κόλπους της ατλαντικής συμμαχίας όλες τις νεόκοπες πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες ισχυροποιώντας υπέρμετρα το ΝΑΤΟ και προσφέροντας στις δημοκρατίες αυτές προστασία από τη Ρωσία. Πολλές από αυτές τις χώρες έχοντας νιώσει στο πετσί τους τον σοβιετικό αυταρχισμό και τη σκληρότητα των ρωσικών μέτρων καταστολής είδαν την ένταξή τους ως θείο δώρο, με αποτέλεσμα να ξεπερνούν σε φιλοαμερικανισμό και υπηρετική στάση προς τις ΗΠΑ ακόμα και παραδοσιακά φίλες και σύμμαχες χώρες των Αμερικανών. Για παράδειγμα στην υπόθεση βομβαρδισμού της Σερβίας στη σχετική νατοϊκή απόφαση πρωτοστάτησαν η Τσεχία και η Πολωνία, αφήνοντας πίσω τους Αγγλία και Ισπανία σε μιαν ιδιότυπη κούρσα αμερικανοφροσύνης. Αυτά δεν περνούσαν απαρατήρητα από τη ρωσική διπλωματία, όμως τότε ήταν νωρίς για τη Ρωσία να αντιδράσει. Τα τελευταία χρόνια νιώθει ισχυρή (αρκετά ισχυρότερη πάντως από ό,τι το 1995) για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και κομμάτια του ζωτικού της χώρου που βλέπει ότι απειλούνται.

Το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε την ένταξη στο ΝΑΤΟ και σταδιακή αμερικανοποίηση γειτονικών της χωρών, όμορων χωρών που θα δημιουργούσαν έναν κλοιό γύρω από τη μεγάλη χώρα απομονώνοντάς την, με αποτέλεσμα να την υποχρεώσουν σε ρόλο θεατή των διεθνών εξελίξεων. Το ίδιο σχέδιο φαίνεται ότι περιλαμβάνει και τη δημιουργία συνθηκών εκνευρισμού της Ρωσίας ώστε αυτή να αναφέρεται απειλητικά στη δυνατότητά της να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα (και οι ΗΠΑ να την καταδικάζουν για τη ρητορική αυτή) ή ακόμα και να τα χρησιμοποιήσει περιορισμένα προκειμένου να δείξει τη δύναμή της. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι γνωστό τι θα έκαναν οι ΗΠΑ και οι στενοί τους σύμμαχοι, στην πιο απλή όμως εκδοχή θα φρόντιζαν να καταδικαστούν οι Ρώσοι από τη διεθνή κοινότητα για το γεγονός ότι τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα.

Η Ρωσία φαίνεται εκνευρισμένη στην περίπτωση της Πολωνίας που δέχτηκε ως μέλος του ΝΑΤΟ να εγκατασταθεί στο έδαφός της η αμερικανική «αντιπυρηνική ασπίδα», σχέδιο που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλο από την εγκατάσταση πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στραμμένων προς τη Ρωσία. Αντιθέτως, στην περίπτωση της Γεωργίας φάνηκε εξαιρετικά ήρεμη και αποτελεσματική, υπερασπίζοντας με επιτυχία και γρηγοράδα αυτό που θεωρεί ζωτικό της χώρο. Προφανώς η Ρωσία ξέρει τα όρια, όπως ξέρει καλά ότι η ισχυροποίησή της συνιστά έναρξη ενός νέου ψυχρού πολέμου με τις ΗΠΑ, στον βαθμό που αυτές θεώρησαν από το 1990 και μετά ότι είναι (και θα είναι στο διηνεκές) η μόνη υπερδύναμη. Θέλοντας και μη, πλην των ΗΠΑ και της Ρωσίας, στο κλίμα του νέου αυτού ψυχρού πολέμου μπαίνουν και όλες οι άλλες χώρες που αναμειγνύονται αυτοβούλως ή όχι στα τεκταινόμενα κάθε περιοχής. Στην περίπτωσή μας και εμείς, μια και τα Βαλκάνια, αλλά και ο Καύκασος και η Κριμαία είναι πιο κοντά απ’ όσο μπορούμε να σκεφτούμε. Η ωριμότητα και η δεύτερη σκέψη για όσα συμβαίνουν δεν απαιτείται μόνο για τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές.


Σχολιάστε εδώ