Μια φορά και έναν καιρό
Με την υπεροψία του αυτή μπήκε στητός και κορδωτός στην εκκλησία για να παραστεί στον γάμο που επρόκειτο να τελεσθεί εντός ολίγου και στον οποίο ήταν προσκεκλημένος. Το είχε υποσχεθεί άλλωστε στη νύφη που τη γυρόφερνε από καιρό και ήλπιζε πως μετά τον γάμο της, κι αφού περνούσαν και στέρευαν τα πολλά σερμπέτια, ασφαλώς θα τον εκλιπαρούσε για τον έρωτά του. Και τότε, επειδή είναι καλός άνθρωπος, τι να κάνει; Φυσικά θα ενέδιδε. Γι’ αυτό, χωρίς να έχει καμία ιδιαίτερη υποχρέωση, της είπε όταν του παρέδωσε ιδίαις χερσί την πρόσκληση πως θα της έκανε δώρο την παρουσία του…
Στην εταιρεία όπου εργαζόταν η κοπέλα, ερχόταν συχνά πυκνά και τους «πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες», όπως έλεγε η κυρία Νίτσα, η τηλεφωνήτρια, που άσπρισε το μαλλί της εκεί μέσα και ήτανε μια κουσελιάρα ο Θεός να σε φυλάει. Έμπαινε πάντοτε αγέρωχος και ατσαλάκωτος και με μια ελαφρά κίνηση του χεριού του χαιρετούσε στο άπειρο, που είχε την έννοια πως χαιρετούσε το προσωπικό σαν μια ενότητα, πλην της δεσποινίδος Ρούλας, της υποψήφιας νύφης, που της πέταγε σαν κομπλιμέντο κανένα υπονοούμενο κι εκείνη καμωνόταν πως θύμωνε και τον απειλούσε μάλιστα πως θα του «βάλει πιπέρι στο στόμα». Ύστερα απομακρυνότανε μουγκρίζοντας, αφού της έριχνε μια δεύτερη ματιά, που ήταν… πιο εύγλωττη της πρώτης, και τράβαγε κατευθείαν στο γραφείο του γενικού, απαξιώνοντας τη γραμματέα του, μια ξερακιανή γεροντοκόρη, μποναμάς από τη στρίγγλα τη γυναίκα του, που την είχε μάλλον για σπιούνο. Παρ’ όλο που επάνω από το κεφάλι του γενικού υπήρχε η ταμπελίτσα: «Εστέ σύντομοι. Ο χρόνος αμφοτέρων είναι πολύτιμος», έτσι κι έμπαινε αυτός, δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Και έτρωγε τα λυσσακά της η κυρία Νίτσα, τι στο διάολο σκαρώνουν εκεί μέσα τόσες ώρες. Και ύστερα, ως επίλογο, έλεγε στη Ρούλα, που το γραφείο της ήτανε σιμά της: «Αυτός φιρί φιρί το πάει να σε κουτουπώσει!» Και η Ρούλα απαντούσε αδιάφορα: «Ναι ο βλάκας. Μου πρότεινε μάλιστα στα ίσα να βγούμε κανένα βράδυ, αλλά τον έβαλα στη θέση του. ”Άσε και θα δούμε”, του είπα ψυχρά…»
Έτσι τώρα, ως τζέντλεμαν, εκπλήρωνε την υπόσχεσή του, κι ας μην είχε θέση ανάμεσα στην πλεμπάγια του κύκλου της. Παρέκαμψε τον γαμπρό που με την ανθοδέσμη στο χέρι και τους λεμονανθούς στο πέτο στεκότανε στο κεφαλόσκαλο και περίμενε τη νύφη, περιτριγυρισμένος από τους φίλους του, που του πετούσανε σόκιν υπονοούμενα για τη «πρώτη νύχτα». Κι εκείνος καμάρωνε για τον άθλο του, λες και θα πέρναγε κολυμπώντας τον πορθμό του Ευρίπου… Η αγαλλίαση ήταν ζωγραφισμένη στη μούρη του. Και σχολίαζαν μεταξύ τους οι δικοί του:
«Κοίτα τον ηλίθιο. Χαίρεται που τον κουκούλωσαν…». Αλλά και απ’ το σόι της νύφης «τρίβανε» τα χέρια τους, επειδή τα χρόνια περνούσανε κι έτρεμε το φυλλοκάρδι τους μην τους μείνει στο ράφι. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα… ευτυχίας, δεν αντελήφθη την άφιξη του εξοχώτατου, που δεν τον ήξερε φατσικά αλλά μόνον ακουστά τον είχε, και όχι με το επίσημό του όνομα, αλλά με την ονομασία της πιάτσας, όπου ήταν γνωστός ως «ο καθίκης»…
Ο παπάς, ένας αγαθός συνοικιακός ιερέας, το μόνον «δόξα» που ήξερε ήταν το «Δόξα εν Υψίστοις» και γι’ αυτό δεν του έδωσε σημασία όταν δρασκέλισε τη μεγάλη πόρτα, τη στολισμένη με λευκά τριαντάφυλλα που ήσαν ελαφρώς ζαρωμένα, επειδή τα είχανε χρησιμοποιήσει και στις 4 το απόγευμα, σε μιαν άλλη, άλλου είδους, τελετή. Στάθηκε στο κέντρο, πάνω στο κόκκινο χαλί, ανάμεσα στα δύο εικονοστάσια με τα καλογυαλισμένα μανουάλια, όπου ένα μάτσο κεριά δίναν με τις φλογίτσες τους μιαν απόκοσμη όψη στον χώρο. Δεν είχανε ανάψει ακόμα τους πολυελαίους για να μην καίνε τζάμπα ρεύμα. Κοντοστάθηκε αγέρωχος κοιτάζοντας επισταμένως προς το μέρος του αδιάφορου παπά, που ψιλοκουτσομπόλευε με τους επιτρόπους, πίσω από το παγκάρι, τις κομψές μαντάμες με τα εξαντρίκ αραχνοΰφαντα μοντελάκια που φορούσαν…
Ξερόβηξε και ταρακουνήθηκαν τα καντήλια, και ήταν τόσο επίμονο το κοίταγμά του, που σκέφτηκε ο ιερέας πως ασφαλώς κάτι θέλει ετούτος. Μπορεί κανένα τρισάγιο ή ίσως μνημόσυνο ή έστω αγιασμό σε εγκαίνια μαγαζιού, που κάποιος τρελός σκέφτηκε ν’ ανοίξει. Τον πλησίασε γεμάτος καλοσύνη, έτοιμος να τον εξυπηρετήσει. Χαμογέλασε και του είπε:
«Επιθυμείς κάτι, τέκνον μου;»
«Ε, όχι και τέκνον σου, παπά μου», εξανέστη ο τύπος. «Είμαι ο κύριος Τάδε…» Και είπε τ’ όνομά του τρομερά μεγαλοφώνως, για να το πάρει ο αντίλαλος ν’ ακουστεί μέχρι το υπερπέραν και βάλε.
«Δεν με γνωρίζεις;», συνέχισε οργισμένος με τη φωνή του να πηγαίνει κρεσέντο. «Εφημερίδες δεν διαβάζεις; Τηλεόραση δεν βλέπεις; Ραδιόφωνο δεν ακούς; Επιτέλους τι στο διάτανο κάνεις;»
Στην πραγματικότητα «Τι στο διάολο κάνεις;» πήγε να πει, αλλά σκέφτηκε πως είναι μέσα στον Οίκο του Θεού και, καλού κακού, ας κρατάμε τα προσχήματα.
Γούρλωσε ο παππούλης τις ματάρες του, που πάνω τους πέφταν σαν «γείσωμα» τα πυκνά του φρύδια και γινόνταν ένα με την πλούσια κόμη του, τη δεμένη κοτσιδάκι, και δασύτριχος καθώς ήταν, το μουστάκι με τη γενειάδα του μόλις άφηναν ακάλυπτο λιγουλάκι απ’ το κατακόκκινο πρόσωπό του. Συντετριμμένος, ομολόγησε στον εαυτό του πως δεν τον ήξερε και εξακολούθησε να τον κοιτάζει απορημένος. Ως πνευματικός άνθρωπος που ήτανε όμως, ανέλαβε την πρωτοβουλία και του μίλησε πρώτος: «Τι ζητάς τέλος πάντων, άνθρωπέ μου;»
Και ο άλλος με τη μεγαλύτερη αφέλεια, με την πιο μεγάλη αθωότητα και σεμνότητα, ρώτησε: «Σ’ αυτήνα τη θέση εκεί ποιος κάθεται;» και έδειξε με το δάχτυλο τον μαρμάρινο δεσποτικό θρόνο που εκείνη την ώρα η καντηλανάφτισσα τον έτριβε μ’ ένα πανί για να γυαλίζει.
Ο παπάς νόμιζε πως η ερώτηση οφείλετο στο ενδιαφέρον του να μάθει τα τελετουργικά και άρχισε να του εξηγεί για τον «θώκο» του Μητροπολίτη, αλλά όχι και του σχολάζοντος Επισκόπου, και άλλα που τα ανακάτευε μεταξύ τους με ανακρίβειες, επειδή τα λίγα που ήξερε τα ‘χε ξεχάσει. Τον διέκοψε βίαια: «Δεν με νοιάζουν αυτά, παπά μου. Μ’ ενδιαφέρει μονάχα το αυτονόητο. Εκεί θα κάτσω εγώ!» Άρχισε να κινείται προς τον θρόνο, ενώ έκπληκτος από το θράσος του ο ιερέας τον άρπαξε από το μανίκι για να τον σταματήσει. Αλλά θεώρησε ο άλλος την κίνηση ως προσβολή της προσωπικότητάς του και έβαλε τις φωνές. Έτρεξε και ο νεωκόρος για ενίσχυση, έγινε επεισόδιο, από κοντά ο φωτογράφος και οι ψαλτάδες, ενώ κάτι γραΐδια ουρλιάζανε λες και τις σφάζανε:
«Έξω από την εκκλησία ο τρισκατάρατος».
Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση και άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες, ωρύετο «θα δείτε ποιος είμαι εγώ… και θα δείτε τι θα σας κάνω εγώ», πριν φύγει δε, κουνώντας το δάχτυλο, απείλησε τον παπά: «Εγώ εσένα θα στα ξυρίσω τα γένια».
Θυμήθηκε ο ιερέας τα κηρύγματα και τις συμβουλές που έδιδε στο ποίμνιό του:
«Όταν θυμώνετε -έλεγε- πριν από κάθε βεβιασμένη σας πράξη να μετράτε μέχρι το δέκα…». Και για να είναι συνεπής με τις διδαχές του, έκανε το μέτρημα επί τροχάδην και αμέσως μετά, από το κεφαλόσκαλο, φωνάζοντας και χειρονομώντας, έδωσε μια σχετική με το «ξύρισμά του» απάντηση, σοκάροντας το πλήθος, ακριβώς την ώρα που κατέφθανε η νύφη…
Ν. ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ