Κάτω τα χέρια από τους μισθούς!
Συντριπτικά είναι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην επιστολή:
– Στο 91% βρίσκεται η παραγωγικότητα στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
– Στο 83% του μέσου ευρωπαϊκού όρου κυμαίνονται οι μισθοί στη χώρα μας.
– Στάσιμη εμφανίζεται η καμπύλη των επενδύσεων.
– Κατά 14% μειώθηκε, μόνο το 2008, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
– Το 2007 οι μισθωτοί κατέβαλαν το 50,1% των συνολικών φόρων έναντι του 36,3% που κατέβαλαν οι εργοδότες, ενώ το 2004 οι μισθωτοί κατέβαλαν το 43% των συνολικών φόρων και οι εργοδότες το 44%.
Με τα στοιχεία που η ΓΣΕΕ υποβάλλει στον κ. Καραμανλή απεικονίζεται η πλήρης απώλεια ελέγχου στα δημόσια οικονομικά και απομυθοποιείται η «καραμέλα» σύμφωνα με την οποία οι μισθοί εμποδίζουν την ανάπτυξη, καθώς τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο μόνος τομέας που ωφελείται από την οικονομική πολιτική είναι η κερδοφορία.
Υπενθυμίζεται σχετικά πως ενώ η κυβέρνηση μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές για τους επιχειρηματίες, αντί για αύξηση των επενδύσεων, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των κερδών.
Μανιφέστο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής χαρακτηρίζουν συνδικαλιστικά στελέχη της ΓΣΕΕ το κείμενο της πολυσέλιδης επιστολής, στην οποία υπογραμμίζεται με έμφαση η πλήρης αποτυχία της κυβερνητικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Η συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ προχωρεί στη διατύπωση εναλλακτικής λύσης στα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με συγκεκριμένες προτάσεις τόσο βραχυπρόθεσμης απόδοσης όσο και μιας πιο μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης.
Η επιστολή και το πολιτικό-συνδικαλιστικό στίγμα που κομίζει στηρίζονται στη μελέτη που πάντα εκπονεί το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ πριν από τη διοργάνωση της ΔΕΘ, προκειμένου να ενισχύσει τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις που προβάλλει η συνομοσπονδία, ώστε να ληφθούν υπόψη τόσο στην κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού όσο και στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που η κυβέρνηση αποφασίζει για τον επόμενο χρόνο.
Σημειώνεται ότι η επιστολή, παρά τη σαφή καταδίκη των κυβερνητικών επιλογών -ανάμεσά τους και η λεγόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση- φαίνεται να έχει τη στήριξη όλων των συνδικαλιστικών παρατάξεων (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΠΑΜΕ και Αυτόνομη Παρέμβαση).
Σύμφωνα με πληροφορίες μας, το ΠΑΜΕ «ανέχεται» το κείμενο υποστηρίζοντας ότι η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ «συμβάλλει» στο πέρασμα της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής, ενώ τα στελέχη της ΔΑΚΕ αποδέχονται το κείμενο, υποβαθμίζοντας όμως τη σημασία του και τη δυνατότητα μιας αποτελεσματικής παρέμβασης στη γενικότερη πολιτική που ακολουθείται.
Ακρίβεια – μισθοί
Στην επιστολή, η οποία αναφέρεται αναλυτικά και στα θέματα της ακρίβειας, της παραγωγικότητας και των αυξήσεων, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι η θωράκιση της ελληνικής οικονομίας ήταν μια απλή διακήρυξη και όχι μια στέρεη κοινωνικό-οικονομική στρατηγική, με αποτέλεσμα οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα της χώρας μας να έχουν καταστεί ακόμα και ως προς τους στόχους τους αναποτελεσματικές.
Πράγματι, κατά την περίοδο 1995-2008, το πρώτο τρίμηνο του 2008 είναι το μοναδικό τρίμηνο κατά το οποίο μειώθηκαν η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και η εσωτερική ζήτηση. Έτσι, συντελείται η παρατηρούμενη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, η οποία αναμένεται ότι θα συνεχισθεί, καθώς ο πληθωρισμός του 2008 θα υπερβεί σε μέσα επίπεδα έναντι του 2007 το 4%.
Εάν δε λάβουμε υπόψη μας ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες για τα οποία πραγματοποιούνται οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών με μεγαλύτερο βάρος στην κατανάλωση των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα, ο πληθωρισμός για τα νοικοκυριά αυτά θα ανέλθει στην περιοχή του 6%.
Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός των εργαζομένων υπερβαίνει τον μισό πληθωρισμό της χώρας μας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι τα νοικοκυριά που θα επιβαρυνθούν το 2008 με πληθωρισμό υψηλότερο του μέσου όρου είναι πολυπληθή, αφού το 50% των μισθωτών αμείβεται με μεικτές ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές μικρότερες των 1.250 ευρώ, που, σύμφωνα με εκτιμήσεις μας, το ποσό αυτό αποτελεί τον διάμεσο μισθό στην Ελλάδα.
Όμως, εκτός από την ακρίβεια που παράγει αποτελέσματα ύφεσης διαμέσου της μείωσης των πραγματικών μισθών και της περιστολής της ζήτησης, η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία περισσότερων παραγόντων που ευνοούν την επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας. Στη μείωση της ζήτησης συμβάλλουν η κάμψη των ρυθμών επέκτασης της οικοδομικής δραστηριότητας, η έλλειψη ρευστότητας και η συνακόλουθη άνοδος των επιτοκίων που πλήττει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, διογκώνει το χρέος τους και αυξάνει την πιθανότητα καθυστερήσεων στην αποπληρωμή του.
Οι εξελίξεις αυτές επιδεινώνουν τις συνθήκες των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού στα επίπεδα των προβλεπόμενων στόχων, γι’ αυτό τα νέα μέτρα ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων, δεδομένης της επιπλέον άμεσης και έμμεσης φορολογικής επιβάρυνσης την περίοδο 2004-2007 των μισθωτών και των συνταξιούχων, απαιτείται να προσανατολισθούν άμεσα και αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της διαρκώς διογκούμενης φοροδιαφυγής (21 δισ. ευρώ, 2008). Επιπλέον, αποτελέσματα επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας παράγει η μείωση του επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα, καθώς και η επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, η οποία αποκαλύπτει τη σοβαρή υστέρηση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όμως, οι φορείς άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών στην Ελλάδα, καθώς και οι διεθνείς οργανισμοί ισχυρίζονται ότι η μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται, κατά κύριο λόγο και αποκλειστικά, στις υποτιθέμενες μεγάλες αυξήσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όταν σύμφωνα με το στοιχεία του ΟΟΣΑ την περίοδο 2000-2007 στον ιδιωτικό τομέα υπήρξε σωρευτική μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 1,2%. Παράλληλα, η αύξηση της μέσης πραγματικής αμοιβής στον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα βραδύτερα από τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα, στο τέλος της περιόδου, η μεν μέση πραγματική αμοιβή να έχει αυξηθεί κατά 27%, ενώ η παραγωγικότητα κατά 36,5%. Έτσι, υπήρξε για τις επιχειρήσεις ένα όφελος περίπου 7% στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πραγματικούς όρους.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η ΓΣΕΕ έχει υποστηρίξει επανειλημμένα και τεκμηριωμένα ότι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγει η ελληνική οικονομία σχετίζεται όχι με την αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αλλά με τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, η οποία αναφέρεται σε παράγοντες κρίσιμης σημασίας, όπως η ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, η κλαδική αναδιάρθρωση της βιομηχανίας,
Κάτω τα χέρια απʼ τους μισθούς!
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ 19
ο γεωγραφικός προσανατολισμός των εξαγωγών, η οργάνωση της παραγωγής, η ποιότητα της επαγγελματικής κατάρτισης κ.λπ. Δυστυχώς, η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και των επιχειρήσεων που την ακολούθησαν, χωρίς θετικό αποτέλεσμα, ήταν η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Σήμερα όμως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι η κατεύθυνση αυτή ήταν λανθασμένη, γιατί μετά τη θεαματική μείωση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν (είτε πρόκειται για το σύνολο της οικονομίας είτε πρόκειται για τον επιχειρηματικό τομέα) και ανόδου των δεικτών της κερδοφορίας οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό δεν παρουσιάζουν βελτίωση.
Αυτή η αποτυχία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής να βελτιώσει τις κοινωνικοοικονομικές και εισοδηματικές επιδόσεις, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, διαμέσου της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, των ιδιωτικοποιήσεων, της ενίσχυσης της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα, της διεύρυνσης της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, της υπονόμευσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις ΔΕΚΟ, της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με κύριο στόχο την πραγματική μείωση των κοινωνικών δαπανών, την απορρύθμιση και την υποχρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αλλαγή κατεύθυνσης του αναπτυξιακού προσανατολισμού, καθώς και σε αλλαγή του μείγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας.
Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίσης και της επιβράδυνσης της διεθνούς και της ελληνικής οικονομίας, επιβάλλονται οι προαναφερόμενες αλλαγές στην αναπτυξιακή και κοινωνικοοικονομική πολιτική στη χώρα μας, προκειμένου να αποτραπεί άμεσα και αποτελεσματικά η διείσδυση των επιπτώσεων της διεθνούς οικονομικής κρίσης στους αρμούς της πραγματικής οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το παρόν και το μέλλον του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της μισθωτής εργασίας και γενικότερα των ελλήνων πολιτών».