Η ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΟΜΠΑΜΑ

Παρ’ όλα αυτά, οι τεράστιοι κίνδυνοι που περικλείει (κλείσιμο των στενών του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο και διακοπή της ροής πετρελαίου, κλιμάκωση των συγκρούσεων στο Ιράκ από τους Σιίτες, αναζωπύρωση των μαχών στον Λίβανο και στη Γάζα από τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς και πολλοί άλλοι) οδήγησαν τους Αμερικανούς ν’ ανοίξουν το μέτωπο στον Καύκασο, φοβούμενοι μια ανεξέλεγκτη ανάφλεξη άνευ προηγουμένου.

Μάλιστα, με βάση νέα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με το πέρασμα του χρόνου, αποδεικνύεται ότι η επίθεση της Γεωργίας που πυροδότησε τη σύγκρουση κάθε άλλο παρά τυχαία και αιφνιδιαστική ήταν. Αντίθετα, πλήθος νέων στοιχείων (όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι οι χειριστές των γεωργιανών πυραύλων ήταν Αμερικανοί) που προστίθενται στα όσα έγιναν αμέσως γνωστά συνηγορούν ότι ήταν ένα καλά προετοιμασμένο έγκλημα που στόχευε στην αναχαίτιση της Ρωσίας. Στόχος της «αμερικανοστήρικτης» κυβέρνησης της Γεωργίας δεν ήταν τόσο η Νότια Οσετία όσο πολύ περισσότερο η Αμπχαζία, με τελικό ζητούμενο την αποκοπή της Ρωσίας από την Κασπία Θάλασσα. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι η Τουρκία αρνήθηκε να υποστηρίξει τον αμερικανογεωργιανό τυχοδιωκτισμό, παρότι της ζητήθηκε, επιλέγοντας να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της.

Στροφή στον ΜακΚέιν

Στόχος επίσης ήταν και η Ευρώπη, η οποία πιέζεται αδιάκοπα από τους Αμερικανούς να διακόψει την ενεργειακή της συνεργασία με τη Μόσχα και να καλύπτει τις ανάγκες της σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τα αμερικανόδουλα κράτη της Κεντρικής Ασίας. Η πόλωση που επήλθε στις σχέσεις της Μόσχας με τη δυτική Ευρώπη, με αφορμή τη σύγκρουση στον Καύκασο, και η πολιτική κλιμάκωση που ακολούθησε (με την απάντηση του ΝΑΤΟ και την προκλητική απόφαση των ΗΠΑ να συνάψουν την Τετάρτη συμφωνία με την Πολωνία για την αντιπυραυλική ασπίδα και την εγκατάσταση στο πολωνικό έδαφος πυραύλων Πάτριοτ, οι οποίοι θα ελέγχονται μάλιστα από αμερικανούς χειριστές) θα αυξήσουν κατακόρυφα αυτές τις πιέσεις. Η Μόσχα από τη μεριά της καθιστά υπεύθυνη πλέον την ίδια την Ευρώπη, δηλώνοντας ότι πρέπει ν’ αποφασίσει για τη στάση που θα κρατήσει.

Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο πόλεμος στον Καύκασο έστρεψε την αμερικανική κοινή γνώμη προς τα δεξιά, καθώς όξυνε την ανασφάλεια. Αυτή η πολιτική μετατόπιση τμήματος του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου προς τη μεριά του ΜακΚέιν, που κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ότι θα εκφραστεί ατόφια και στην κάλπη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει και πολιτικά επακόλουθα. Για παράδειγμα, οι υποσχέσεις του Ομπάμα για αύξηση των κοινωνικών παροχών είναι βέβαιο ότι θα μείνουν υποσχέσεις. Αντίθετα, το ψυχροπολεμικό κλίμα που δημιουργείται και στο οποίο ποντάρει το αμερικανικό κατεστημένο, ως στρατηγική επιλογή του, εμφανίζει ως αναγκαίες νέες, αυξημένες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Σε αυτό το καθόλου ευοίωνο κλίμα, τα βλέμματα εκατομμυρίων ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο θα στραφούν την επόμενη Πέμπτη 28 Αυγούστου στο Ντένβερ του Κολοράδο, όπου ο Μπάρακ Ομπάμα, λαμβάνοντας και επίσημα το χρίσμα των Δημοκρατικών, θα απευθυνθεί σ’ ένα πλήθος 75.000 Αμερικανών, ξεκινώντας και επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία. Το γεγονός μάλιστα ότι η ομιλία του συμπίπτει με την επέτειο από την ημέρα που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε τη δική του ιστορική ομιλία, η οποία ξεκινούσε με την περίφημη πια φράση «Έχω ένα όνειρο», προσδίδει στον λόγο του Ομπάμα επιπλέον βαρύτητα. Η διαδρομή που διένυσε, ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα, απ’ όταν ξεκίνησε την αντιπαράθεσή του με τους άλλους υποψήφιους διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών, κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη και προβλέψιμη αποδείχθηκε, καταφέρνοντας στο τέλος να προσγειώσει απότομα όσους πίστευαν ότι η εκλογή του στον Λευκό Οίκο θα σημάνει μια ουσιαστική στροφή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Το τέλος της «Ομπαμάνια»

Σημείο καμπής στο πολιτικό στίγμα που εξέπεμπε όλη αυτή την περίοδο ο 47χρονος γερουσιαστής του Ιλινόις στάθηκε ο Ιούνιος, ξεκινώντας με τις προκριματικές μάχες στις δύο τελευταίες πολιτείες των ΗΠΑ, τη νότια Ντακότα και τη Μοντάνα, οπότε σήμανε και η λήξη της διαπάλης στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών με τη νίκη του Ομπάμα, και λήγοντας με την ομιλία του στο πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι AIPAC. Η νίκη του Ομπάμα επί της Χίλαρι Κλίντον, όπως αυτή σφραγίστηκε με τις δύο ψηφοφορίες στις παραπάνω πολιτείες στις 3 Ιούνη, αναπτέρωσε τις ελπίδες για μια προοδευτική στροφή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς η σύζυγος του πρώην πλανητάρχη, βλέποντας μπροστά της το φάσμα της ήττας, επέλεξε να κάνει μια βαθιά δεξιά στροφή, δηλώνοντας ότι θα εξαλείψει το Ιράν από τον χάρτη! Ο Ομπάμα τίμησε τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί γύρω από την υποψηφιότητά του, καταγγέλλοντας απερίφραστα αυτές τις δηλώσεις. Έτσι, η οριστική επικράτησή του επί της Χίλαρι έγινε σ’ ένα φορτισμένο πολιτικό κλίμα, τη στιγμή που ο καθένας τους εκπροσωπούσε μια εντελώς διαφορετική πολιτική αντίληψη.

Όπως συμβαίνει όμως με όλα τα θαύματα, έτσι και οι ελπίδες για τον Ομπάμα που τροφοδότησαν την «Ομπαμάνια» διαψεύστηκαν, με αποτέλεσμα και η θεαματική διαφορά που υπήρχε στις δημοσκοπήσεις έναντι του ρεπουμπλικανού υποψήφιου να αρχίσει να συρρικνώνεται, ακολουθώντας μια τροχιά που σε πολλούς θύμισε την πορεία που είχε στις προηγούμενες εκλογές το άστρο του υποψήφιου των Δημοκρατικών Τζον Κέρι. Η ομιλία του Ομπάμα στην Αμερικανο-Ισραηλινή Επιτροπή Δημόσιων Υποθέσεων, ένα κακόηθες και χρόνιο μελάνωμα στα δημόσια πράγματα των ΗΠΑ, φωλιά αποδεδειγμένης κατασκοπείας και εξαγοράς πολιτικών, ξάφνιασε εχθρούς και φίλους, καθώς, αδιαφορώντας για τα αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ που έχουν υποστηρίξει το αντίθετο, υποστήριξε τη σκληρή σιωνιστική θέση για «αδιαίρετη Ιερουσαλήμ», προφανώς υπό τον έλεγχο του ρατσιστικού εβραϊκού κράτους. Μια θέση που ερχόταν σε κατάφωρη αντίθεση με την πολιτική όλων των αμερικανών προέδρων, που, στα λόγια πάντα, σέβονταν και υιοθετούσαν στη διάρκεια όλων των διαπραγματεύσεων το παλαιστινιακό αίτημα για «ενιαίο παλαιστινιακό κράτος με δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων και πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ».

Στο πλευρό του Ισραήλ

Η φιλοσιωνιστική μετάλλαξη του Μπάρακ Ομπάμα επιβεβαιώθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, με αφορμή το δεκαήμερο ταξίδι του που ξεκίνησε από τη Μέση Ανατολή και κατέληξε στην Ευρώπη, έχοντας ως ενδιάμεσους σταθμούς οκτώ κράτη. «Ο γερουσιαστής Ομπάμα πραγματοποίησε ιδιαίτερα προβεβλημένα ταξίδια στο μνημείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ και στο νοτιοϊσραηλινό χωριό Σντερότ, για να συναντηθεί με θύματα των παλαιστινιακών επιθέσεων με ρουκέτες. Δαπάνησε, ωστόσο, λιγότερο από μία ώρα για να συναντηθεί με τους παλαιστίνιους ηγέτες κατά τη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού του στη Δυτική Όχθη και απέφυγε οποιαδήποτε επίσκεψη σε ισλαμικούς θρησκευτικούς τόπους ή σε παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων ή σε κοινωνικές οργανώσεις», τόνιζε με έκπληξη ακόμη και η αμερικανική «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», που ποτέ δεν έχει κρύψει την προκατάληψή της υπέρ του εβραϊκού κράτους και εναντίον των παλαιστινιακών αιτημάτων. Ερωτώμενος, εξάλλου, κατά την ίδια επίσκεψη, για τον τρόπο που οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν το Ιράν αν εκλεγεί ο ίδιος, δήλωσε ότι δεν αποκλείεται κανένα ενδεχόμενο: Ακόμα δηλαδή και εξάλειψη του Ιράν από τον χάρτη, όπως είχε δηλώσει η Χίλαρι Κλίντον, για να εισπράξει τις έντονες αποδοκιμασίες των Δημοκρατικών. Το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι ο Ομπάμα ακολουθεί τα βήματα του σημερινού αμερικανού Προέδρου και δεν εμφανίζεται ως ανεξάρτητος και αμερόληπτος διαμεσολαβητής στην ισραηλινοπαλαιστινιακή διαμάχη (όρος εκ των ων ουκ άνευ για να βοηθήσει στην εύρεση και στην επιβολή μιας δίκαιης λύσης), αλλά ως ανυποχώρητος και φανατικός υποστηρικτής της μιας πλευράς, που τυχαίνει να είναι και η ισχυρότερη, με το ρεκόρ παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Στο ίδιο κλίμα ήταν και το εύστοχο, και πέρα για πέρα δικαιολογημένο, σχόλιο ενός οδηγού ταξί από το Κάιρο, που το μετέφερε ο βρετανικός «Εκόνομιστ» της 9ης Αυγούστου, ότι «και η Κοντολίζα Ράις και ο Κόλιν Πάουελ μαύροι ήταν και, παρ’ όλα αυτά, εισέβαλαν στο Ιράκ»…

Απογοήτευσε

τους Ευρωπαίους

Το ταξίδι του Ομπάμα επεφύλασσε, ωστόσο, τη μία αρνητική έκπληξη μετά την άλλη. Αποκορύφωμα και τελευταία πράξη αυτής της πορείας των ματαιωμένων προσδοκιών αποτέλεσε η 30λεπτη ομιλία του στο Βερολίνο την Τρίτη 22 Ιουλίου. Οι τεράστιες προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, στην κατεύθυνση γεφυρώματος του χάσματος στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, διαψεύστηκαν παταγωδώς, αφήνοντας τα 200.000 άτομα που είχαν πάει να παρακολουθήσουν την ομιλία «με ανάμικτα συναισθήματα», όπως παρατηρούσε από τον τίτλο του κιόλας το γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ». Ο λόγος ήταν πως ο εν αναμονή 44ος αμερικανός Πρόεδρος, επιλέγοντας να δείξει στο αμερικανικό κατεστημένο ότι δεν θα προσβάλει τους ακρογωνιαίους λίθους της σημερινής εξωτερικής πολιτικής, κατά την ομιλία του στο Βερολίνο κάλεσε κι αυτός, όπως και ο Μπους πολύ πρόσφατα, τη γερμανική ηγεσία και όλη την υπόλοιπη Ευρώπη να προσφέρουν επιπλέον βοήθεια στο Ιράκ, συνεχή στήριξη μέσω του ΝΑΤΟ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και περισσότερο στρατό στο Αφγανιστάν. Το συγκεκριμένο θέμα όμως έχει διχάσει βαθιά τη γερμανική πολιτική σκηνή, ενώνοντας τους Δεξιούς (υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους που μπορεί να πληρώσουν στις ερχόμενες εκλογές) με τους Σοσιαλδημοκράτες, που είπαν «όχι» στην αποστολή επιπλέον στρατιωτών και στη διεύρυνση των περιθωρίων δράσης όσων ήδη επιχειρούν στο Αφγανιστάν, όπως ζητεί η ΝΑΤΟϊκή διοίκηση, με απώτερο στόχο να γίνουν λιγότερο άκαμπτοι οι κανόνες εμπλοκής των Ευρωπαίων στις μάχες. Αποφασίζοντας όμως ο Ομπάμα να προσθέσει και το δικό του πολιτικό βάρος προς τη μεριά των πιέσεων που ήδη ασκεί ο Μπους στους Ευρωπαίους, έδειξε ότι η απόσταση που τον χωρίζει από τον σημερινό Πρόεδρο είναι μικρότερη τελικά απ’ όσο είχαν φανταστεί ή ήθελαν να ελπίζουν οι ηγέτες τής από δω μεριάς του Ατλαντικού.

Η εθελοντική στράτευση του Ομπάμα στο μέτωπο του Αφγανιστάν, με τις συνεχείς εκκλήσεις του να αυξηθούν άμεσα κατά 10.000 οι στρατιώτες που ήδη πολεμούν εκεί, δεν ξένισε μόνο τους Ευρωπαίους, αλλά και επιφανείς Αμερικανούς που έχουν συμπαραταχθεί στο πλευρό του, όπως ο 80χρονος σήμερα Ζμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι, ο οποίος έχει διατελέσει σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των Προέδρων Τζόνσον και Κάρτερ. Ο πρώην καθηγητής των πανεπιστημίων του Χάρβαρντ και του Κολούμπια έχει κι άλλες φορές ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με τις εκκλήσεις που έχει απευθύνει ώστε να σταματήσει η πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη Μέση Ανατολή να υποτάσσεται στα ισραηλινά συμφέροντα. Αυτή τη φορά, με συνέντευξη που έδωσε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στις 21 Ιουλίου, επέκρινε δημόσια τον υποψήφιο των Δημοκρατικών, επιβεβαιώνοντας έτσι την απόφασή του να μην ενταχθεί στην ομάδα συμβούλων του Ομπάμα, αν και στήριξε από την αρχή την υποψηφιότητά του. «Είναι σημαντικό για την αμερικανική πολιτική γενικά, και για τον Ομπάμα πιο ειδικά, να αναγνωρίσουν ότι το να ρίχνουν απλώς περισσότερα στρατεύματα στο Αφγανιστάν δεν είναι λύση. Διατρέχουμε τον κίνδυνο να επαναλάβουμε το λάθος που έκανε η Σοβιετική Ένωση». Επίσης, «διατρέχουμε τον κίνδυνο, λόγω της αυξανόμενης στρατιωτικής μας παρουσίας, να στρέψουμε σταδιακά τον αφγανικό πληθυσμό εντελώς εναντίον μας»!

«Τεράστια οχυρωμένη

κοινότητα» για πάντα

Οι βαθιά ρεαλιστικές παρατηρήσεις και η δημόσια επίπληξη του Μπρζεζίνσκι προς τον Ομπάμα έχουν ιδιαίτερη σημασία, λόγω της πρόσφατης ανοιχτής παρέμβασης που έκανε ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ με το βιβλίο του «Η δεύτερη ευκαιρία – Τρεις Πρόεδροι και η κρίση της αμερικανικής υπερδύναμης» (εκδ. Α. Α. Λιβάνη). Στο ιδιαίτερα σημαντικό αυτό έργο (πέραν των όσων με αξιοθαύμαστη τέχνη συγκαλύπτονται, για τα Βαλκάνια π.χ.) διατυπώνεται μια εύστοχη αποτίμηση της πρόσφατης προεδρίας Μπους του νεώτερου: «Εξαιτίας του φαρισαϊκού μονομερούς χειρισμού της εξωτερικής πολιτικής του Μπους μετά την 11η Σεπτέμβρη, το υποβλητικό σύμβολο της Αμερικής στα μάτια του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου έπαψε να είναι το άγαλμα της Ελευθερίας και έγινε το στρατόπεδο της φυλακής του Γκουαντάναμο». Σε άλλο σημείο Μπρζεζίνσκι τονίζει επίσης ότι «Αποτέλεσμα (αυτής της πολιτικής) είναι να μεταμορφωθούν οι Αμερικανοί από έθνος γεμάτο αυτοπεποίθηση σ’ ένα φοβισμένο έθνος. Με τη σημερινή νοοτροπία του φρουρούμενου κράτους, η Αμερική κινδυνεύει να γίνει μια τεράστια οχυρωμένη κοινότητα, απομονωμένη από τον έξω κόσμο». Αρνητικός είναι ο απολογισμός του κορυφαίου αμερικανού πολιτικού παράγοντα και σε ό,τι αφορά τον τρόπο που διαχειρίστηκε η Ουάσινγκτον την παγκόσμια ισχύ της από τον Δεκέμβρη του 1991, όταν κατέβηκε από το Κρεμλίνο η κόκκινη σημαία και έληξε επισήμως ο Ψυχρός Πόλεμος, μέχρι και τώρα. «Πώς ηγήθηκε η Αμερική; Με μια λέξη, κακώς!», παρατηρεί. «Η ικανότητα της χώρας να κινητοποιήσει, να εμπνεύσει, να υποδείξει προσανατολισμούς από κοινού με άλλες χώρες, κι έτσι να διαμορφώσει παγκόσμιες πραγματικότητες, μειώθηκε σημαντικά. Δεκαπέντε χρόνια μετά την ανάδειξή της ως παγκόσμιας ηγετικής δύναμης, η Αμερική γίνεται μια τρομακτική και μοναχική δημοκρατία… Η αμερικανική ηγεσία έχασε κατά πολύ τη νομιμοποίησή της, η παγκόσμια αξιοπιστία της αμερικανικής προεδρίας υπονομεύθηκε και η ηθική υπόληψη της Αμερικής αμαυρώθηκε». Η δραματικότητα όλων των διαπιστώσεων του Μπρζεζίνσκι έρχεται να υπογραμμίσει τον επιτακτικό χαρακτήρα με τον οποίο θέτει το βασικό ερώτημα γύρω από το οποίο στρέφεται όλη η διαπραγμάτευσή του: «Θα έχει δεύτερη ευκαιρία η Αμερική;».

Ο ίδιος ο Μπζεζίνσκι σκιαγραφεί και το περίγραμμα της δεύτερης αυτής ευκαιρίας, που θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2009, με την εγκατάσταση στον Λευκό Οίκο του νέου Προέδρου, τονίζοντας ότι «ο μόνος τρόπος για να γίνει κανείς ηγέτης είναι μέσω ενός λεπτού τρόπου έμμεσης και συναινετικής ηγεμονίας». Τα δείγματα που έχει καταθέσει τους τελευταίους δύο μήνες ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπάρακ Ομπάμα, που είναι και το αδιαφιλονίκητο φαβορί των εκλογών στις 4 Νοέμβρη, προδικάζουν ότι η δεύτερη ευκαιρία της Αμερικής δεν θα έχει καλύτερη τύχη από την πρώτη…


Σχολιάστε εδώ