Ολυμπιακό εμπορικό θέαμα
Στη νεώτερη ολυμπιακή εποχή που αναδύθηκε στον 20ό αιώνα, και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέθηκαν οργανικά με την ανάδειξη της ισχύος και του μεγαλείου του κράτους-έθνους.
Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής αναμέτρησης μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ τόσο η διοργανώτρια χώρα όσο και το «νόημα» και το τελετουργικό των Ολυμπιακών Αγώνων συνδέθηκαν με ιστορικά-πολιτικά γεγονότα που σηματοδότησαν την ιστορική περίοδο διεξαγωγής των αγώνων.
Τα γεγονότα του 1956 με την Άνοιξη της Πράγας, ο πόλεμος του Σουέζ, η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, η αναμέτρηση ΗΠΑ – ΕΣΣΔ την περίοδο έναρξης της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ (1980, 1984) συνδέονται άμεσα τόσο με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων όσο και με την έντονη προσπάθεια πολιτικοποίησής τους. Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται με την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα των ΗΠΑ το 1996. Μια συμβολική επιλογή που αναγνωρίζει την παγκόσμια, ηγεμονική ισχύ της υπερδύναμης.
Η επιλογή της Αθήνας το 2004 αποτέλεσε ένα τελευταίο «άλλοθι», μια συμβολική «επάνοδο» στο σύστημα των αθλητικών αξιών και ανθρωπίνων ιδεωδών που αναδύθηκαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Όμως στην πράξη η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, το μεγα-θέαμα και η κυριαρχία του επικοινωνιακού στοιχείου, έθεσαν και εκεί τη σφραγίδα τους. Με αποκορύφωμα τα απαράδεκτα γεγονότα του ντόπινγκ, που δυστυχώς δεν αποτελούν ατομικά περιστατικά αλλά εντάσσονται πλέον στη βιομηχανική-επιστημονική δομή που συνδέεται άμεσα με τη μετατροπή των Ολυμπιακών Αγώνων σ’ ένα είδος παγκόσμιας οικονομικής επιχείρησης.
Στη μεταμοντέρνα περίοδο έχουμε μεταβεί από το κράτος-έθνος στις μεγάλες γεωπολιτικές στρατηγικές. Η Κίνα αποτελεί ένα τέτοιο «πεδίο», εκτιμάται ότι θα αποτελέσει μια σημαντική παγκόσμια δύναμη στο άμεσο μέλλον. Πορεύεται όμως μέσα από τεράστιες αντιφάσεις που συνοδεύουν τους πρωτόγνωρους ρυθμούς της οικονομικής της ανάπτυξης.
Η Δύση δεν ενδιαφέρεται μόνο για την κινεζική αγορά ή τις επενδύσεις που μπορεί να πραγματοποιήσει. Επιδιώκει τη χωρίς «απρόοπτα» ενσωμάτωση της Κίνας στο σχήμα της παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα αποτελεί σήμερα έναν «απρόβλεπτο» εταίρο και σε συνδυασμό με τη μελλοντική ενίσχυση του παγκόσμιου ρόλου της Ρωσίας μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ανεπιθύμητο «αντίπαλο», σε μια πολυκεντρική, πολυπολικής ισχύος, διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών.
Γι’ αυτό τόσο τα γεγονότα στο Θιβέτ ή το πρόβλημα των δικαιωμάτων στην κινεζική κοινωνία μόνο ακροθιγώς τίθενται από τους δυτικούς ηγέτες.
Ακόμα και οι «τρομοκρατικές επιθέσεις» πέρασαν «στα ψιλά» καλυπτόμενες όχι από το νέφος του Πεκίνου αλλά από τη διακριτική ανοχή της Δύσης. Ας φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν είχαμε «υποψία» παρόμοιων γεγονότων στην Αθήνα το 2004…
Ασφαλώς υπάρχει και το καθαρά αθλητικό περιεχόμενο των αγώνων. Ασφαλώς υπάρχουν αθλητές και κράτη που προσπαθούν να επικρατήσουν σ’ ένα πνεύμα υγιούς άμιλλας και συναγωνισμού.
Όμως το «εμπορευματοποιημένο» πνεύμα των αγώνων απαιτεί ρεκόρ, πρωτιές, δεκάδες μεταλλίων… Το ποιοτικό στοιχείο, οι αθλητικές-ολυμπιακές αξίες μόνο ως επικάλυψη, μόνο συμβολικά, μπορούν να επιβιώσουν απέναντι στον ολετήρα της εμπορευματοποίησης, της ισχύος, του μεγα-θεάματος…
Φθάσαμε στο σημείο ακόμα και τα πυροτεχνήματα του Πεκίνου να είναι, σε ένα τμήμα τους, εικονικά… όπως και οι αξίες που αντιπροσωπεύει αυτός ο εντυπωσιασμός.
Χάθηκε κι αυτή η αγνότητα της νίκης. Η δυσπιστία συνοδεύει σήμερα τις πρωτιές, τα μεγάλα ρεκόρ, τη συσσώρευση των μεταλλίων… Το ντοπάρισμα εξελίχθηκε σε τόσο προωθημένο τμήμα της επιστημονικής έρευνας, που ακόμα κι αυτές οι διαδικασίες διακρίβωσής του έρχονται εκ των υστέρων… αν μπορούν τελικώς να επιτευχθούν κι αυτές.
Από το ζενίθ στο ναδίρ πορεύτηκε ο ελληνικός αθλητισμός από το Σίδνεϊ και ιδίως την Αθήνα μέχρι το Πεκίνο. Τα γεγονότα του 2004 στην Αθήνα αποκάλυψαν σε ποια σαθρά θεμέλια, σε ποιες δομές -πολιτικο/αθλητικές- και σε ποιες σχέσεις συναλλαγής και συνενοχής στηρίχθηκε αυτό το «θαύμα». Χωρίς, φυσικά, να αγνοούνται σημαντικές εξαιρέσεις αθλητών και παραγόντων που αντιστάθηκαν σ’ αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης» του ελληνικού αθλητισμού…
Όμως ο αθλητισμός ως δραστηριότητα σωματική και πνευματική, ως αξία ζωής, αφομοιώνεται και ενσωματώνεται σταδιακά στη διαδικασία του επιχειρησιακού κέρδους.
Το μεγαλείο του θεάματος, το θαύμα της επικοινωνίας και του εντυπωσιασμού είναι τόσο ισχυρά, που απαμβλύνουν και περιθωριοποιούν τις δυσαρέσκειες και τις κριτικές για τη νόθευση των αγώνων από το ντόπινγκ ή για τους κερδοσκοπικούς στόχους των αγώνων.
Το μεταμοντέρνο αναγνωρίζει τις κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις ως επικοινωνία, ως πληροφορία, ως θέαμα. Κι ο αθλητισμός δεν μπορεί παρά να εναρμονισθεί με το πρότυπο αυτό…