Επίκαιρες «αντιπατριαρχικές» επισημάνσεις με την ευκαιρία μιας επιστολής

Παραπέμπω τον αναγνώστη στο διδακτικό εγχειρίδιό μας για τους φοιτητές, που επί σχεδόν 40 χρόνια το διδάσκονται στο ΑΠΘ, με τίτλο «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος», των εκδόσεων Κυριακίδη. Εκεί λέγονται και αναλύονται, συνοπτικά και πάλι, όλα όσα θίγει ο αγαπητός και καλόπιστος αναγνώστης και άλλα περισσότερα.

Όμως στο τελευταίο άρθρο μας στο «ΠΑΡΟΝ» ο λόγος για άλλα ζητήματα. Εκείνα της Επίσημης Τοπικής Εκκλησίας της Ελλάδος πλέον από το 1850 κ.ε., βάσει του Π’ και Σ’ Τόμου του 1850. Αυτός εισήγαγε την Εκκλησία της Ελλάδος, ως τοπική και όχι ως εθνική-φυλετική, στο επίσημο σύστημα διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτός έδωσε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι ως «χαριστική πράξιν» ή ως «δώρον», αλλά Κανονικά, διά των ιερών κανόνων και των νόμων του νέου κράτους, επιβεβλημένη και αναγκαία πράξη. Και εξηγήσαμε στο άρθρο μας το πώς και το γιατί, από τότε ως σήμερα, ακροθιγώς.

Γι’ αυτήν λοιπόν την Εκκλησία οι πατριαρχικές διατυπώσεις ενώπιον της φιλοξενούμενης κεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, «όμαιμος», «παλαιά Ελλάδα» και άλλες διχαστικές, δυαρχικές και διζωνικές θέσεις, όπως και εκείνες υποβαθμίσεως της πρωτοθρόνου έδρας της Ελλάδος, των Αθηνών, ως Μητροπόλεως (υπάρχουν άλλες 77 στην Εκκλησία της Ελλάδος) και όχι ως Αρχιεπισκοπής, του δε Αρχιεπισκόπου όχι ως Προκαθήμενου αλλά μόνον ως προέδρου, και συνεκδοχικά της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Αυτοκεφάλου β’ διαλογής, είναι προσδιοριστικές της σημερινής εξόφθαλμης πολιτικής του Φαναρίου Κωνσταντινουπόλεως, που αλλοιώνουν και το ουσιώδες νόημα και του ίδιου του Τόμου του 1850. Αυτός έγινε όχι μόνο για την Ελλαδίτσα του τότε, αλλά δυναμικά και για τη σημερινή υπολογίσιμη πατρίδα μας.

Αυτά λένε τα κείμενα. Δεν είναι αποκυήματα της δικής φαντασίας. Δεν επιτρέπονται από το Κέντρο της Ορθοδοξίας την ύπατή μας πνευματική αρχή-σύμβολο (ουδέποτε δε Προκαθήμενος Διοικητικής Αρχής) τέτοιες «βαριές», κατά βάθος και «εμπαθείς», λεκτικές υπερβολές. Θίγουν τη σύνολη, εκκλησιαστική και εθνική φιλοτιμία των πολιτών της χώρας αυτής, αρχόντων και αρχομένων. Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα είναι το μόνο, πρακτικά, στήριγμα-βακτηρία της Κωνσταντινουπόλεως, όχι όμως υποτελώς, όπως το υπονοεί και υποβλέπει το Φανάρι, αλλά ανεξαρτήτως και κυριαρχικώς, όπως όριζε η αρμονία κανονικής και έννομης τάξεως της Ελλάδος.

Τέλος, ως προς τον χαρακτηρισμό του φίλου αναγνώστη για τον υποφαινόμενο, ότι διαπνέεται από «αντιπατριαρχικές» απόψεις, απαντώ ότι με αδικεί. Θα μπορούσα να συγγράψω διατριβή μεγάλη για την παντοιότροπη συμπαράσταση προς τη μ.Χ. Μεγάλη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως της περιόδου από το 1970 έως σήμερα. Όχι διότι μου ζητήθηκε από εκεί. Ούτε διότι και ο ίδιος προσδοκούσα κάτι «ανυστερόβουλα» από εκεί ή από εδώ. Το μόνο κριτήριό μου υπήρξε και είναι ο σεβασμός και η βαθιά αγάπη προς τον θεσμό της Ομογένειας και προς όλα τα εκεί ιερά και όσια σεβάσματα, όπως και προς τα τετιμημένα εκεί πρόσωπα, ζώντα ή πεθαμένα. Πλην ουδείς μας είναι υπεράνω κριτικής, που την εννοούμε πάντοτε καλόπιστη, πλην με ελεύθερο φρόνημα.

Πάντως, ο χαρακτηρισμός αυτός -καλοπροαίρετος φρονώ- είναι δηλωτικός των πεποιθήσεών μας ότι με όσα τεκταίνονται στη χώρα μας από το 2003 – 2004 και εξυφαίνονται φανερά ή κρυφίως σήμερα ιδίως, το 2008, διολισθαίνουμε σ’ ένα είδος πνευματικού σχίσματος μεταξύ Πατριαρχικών και Αντιπατριαρχικών, Ελλαδικών και Φαναριωτών, δικών μας και αντιπάλων μας. Αυτό, σε όποιον βαθμό, μεγάλο ή μικρό, είναι ό,τι χειρότερο. Το Πατριαρχείο μας στην Κωνσταντινούπολη και η περί Αυτό Ομογένεια διέρχονται προβληματική κρίσιμη καμπή για τα δίκαια των εκεί, στη ρίζα του ελληνορθόδοξου γένους μας. Εκεί είναι όλων το ενδιαφέρον και όχι στην Ελλάδα, που δυστυχώς το τελευταίο αναρριπίζουν ξένες μεγάλες δυνάμεις.

Η διατύπωση γνώμης, λοιπόν, υπευθύνως βασισμένης στα επίσημα κείμενα οφείλει να είναι καλοδεχούμενη για προβληματισμό και όχι για εύκολες ταμπέλες.

Και εδώ οι Βαυαροί;

Στην επιστολή του ο φίλος αναγνώστης μας κ. Κων. Στ. Σπυριούνης γράφει τα εξής:

«Ο αξιότιμος καθηγητής κ. Αγγελόπουλος, στο δημοσίευμά του περί Πατριαρχείου, κάνει ένα τεράστιο ιστορικό ατόπημα.

Το αυτοκέφαλον της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν το ζήτησαν οι ηρωικοί επαναστάτες του 1821. Το θέσπισαν και το επέβαλαν πραξικοπηματικά οι Βαυαροί του Όθωνα, με κύριους εμπνευστές τον Γερμανό Mauer, έναν εκ των τριών, αντιβασιλέα, μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, και τον Ελλαδίτη κοραϊκό αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη.

Είναι ακριβώς η εποχή που οι γενναίοι αγωνιστές τελούν ή υπό διωγμόν (Ιωάννης Μακρυγιάννης…) ή στη φυλακή (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης…).

Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, την έλλειψη επικοινωνίας του Πατριαρχείου με τις ελλαδικές μητροπόλεις, οι Mauer και Φαρμακίδης προχώρησαν πραξικοπηματικά στην κήρυξη του αυτοκεφάλου, για να στερήσουν στον Ελληνισμό να δροσίζεται από τα ιερά εκείνα νάματα που τον κράτησαν όρθιο και ζωντανό στα δύσκολα χρόνια.

Γι’ αυτό, λοιπόν, ο κ. καθηγητής μη διαστρεβλώνει την Ιστορία προκειμένου να υποστηρίξει τις αντιπατριαρχικές του απόψεις.»


Σχολιάστε εδώ