ΕΝΑ ΞΕΦΡΑΓΟ ΑΜΠΕΛΙ Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Εις άδειες πόλεις θλιβερές
βουβή σιγή απλώνει,
μετοίκησαν οι κάτοικοι
στής τεμπελιάς τ’ αλώνι.

Αθύρματα μιάς εποχής
ίπτανται ουρανίως
ή τρέχουσι στίς ερημιές
συχνώς κι ουδέ σπανίως.

Απλώνουν τίς αρίδες τους
εις ακριβά δοχεία
αυτά πού λέγουν οι αστοί:
«Ημών ξενοδοχεία».

Αι κόρες εποφθαλμιούν
τούς ευτυχείς ευνούχους
πού κάνουνε καμάκιον
μέ άλλους αδειούχους.

Γυμνώνονται ανελλιπώς
ίνα τούς γοητέψουν
κι οι αρσενικοί ορέγονται
τά κάλλη τους
νά κλέψουν.

Ουδείς αναλογίζεται
τί φέρνει η επιούσα
καθ’ ό η μέση λογική
είναι συχνώς απούσα.

Ρεμάλια ως καί ευπρεπείς
όλοι ανακατεμένοι
ρεκλάμες μιάς παράστασης
πού παίζουν μεθυσμένοι.

Πυρόχρους είν’ ο ουρανός
καί φλέγονται οι σάρκες
κι οι εραστές σαλτάρουνε
στίς ξαπλωμένες βάρκες

Χαίρεται ο Έλλην τή ζωή,
φτάνει νά μήν πληρώνει,
καθότι είναι αμάρτημα
κι η πληρωμή πληγώνει.
Γόνος βοσκών καί αγροτών
μέ ένστικτα βουνίσια
τρακάρει, φεύ, τόν διπλανό
ως αύρα πελαγίσια.

Ουδέποτε καί ουδαμώς
τύψεις τόν κυριεύουν,
οι άλλοι φταίνε πάντοτε,
οι άλλοι τόν παιδεύουν.

Ότε καί οπότε οδηγεί
θερίζει καί σκοτώνει,
διότι ο χαμένος του φαλλός
είναι ΕΝΑ τιμόνι.

Ως τιμονιέρης, τό λοιπόν,
νιώθει καί Στρατηλάτης,
αυτός ο πάντα ανεύθυνος
κι αχρείος Απελάτης.
Τό θέρος είναι θερισμός
καί πλήρης αφασία,
γι’ αυτόν τόν πάντα ανεύθυνο
μελλοντικό Μεσσία.

Τό Κόσοβο είναι εδώ,
μαζί κι η Γεωργία,
φτάνει νά βλέπεις καθαρά
τί έστι λαιμαργία.

Ώ! θλιβερά πατρίδα μου
τί τέκνα επωάζεις,
τί κροταλίες φονικούς
στά στήθη σου θηλάζεις.

Θέρος, θεριστής, θερισμός, θεριακλής, θρασύς, θηριώδης.
Θού, Κύριε, φυλακήν
τώ στόματί μου.


Σχολιάστε εδώ