Για την ομορφιά και τον παρά ή για μια πολιτική μεγάλη αληθινά;
Ένας νεο-Όμηρος αναζητείται να ψάλλει τα κλέη των ανδρών περιφανών, ως ο παλαιομαρξιστής Θόδωρος Πάγκαλος και ο ακραιφνής νεοσυντηρητικός Στέφανος Μάνος!
Βάλθηκαν, χρόνους πολλούς, από την Εποχή της Αμαρτίας, ν’ αλώσουν το «ξακουστό» το κάστρο, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Γιαννιώ»!
Τι κι αν οι «φτωχοδιάβολοι», Πράσινοι και Γαλάζιοι, με φλογερό πάθος χτυπούν το «αταίριαστο ζευγάρι», που θέλει να δώσει στους στίχους αυτούς του Ομήρου νόημα που είναι απόλυτα ξένο όχι μόνο στον θείο Ποιητή, αλλά και σ’ όλη την ελληνική πολιτική Τέχνη…
Οι Έλληνες, αν και δημιουργοί τόσο ωραίων πραγμάτων, ποτέ δεν στοχάστηκαν να κάμουν την Ομορφιά και τον Παρά σαν κανένα είδος νικήτριας Μοίρας του «καλού» και της «αλήθειας».
Μάλλον για τον Έρωτα έχουν πει -ουχί βεβαίως τον προβεβηκυίας ηλικίας-, όπως άλλωστε κι οι ποιητές όλου του κόσμου, ότι μπορεί τα πάντα και νικά τα πάντα!
Αλλ’ όμως, ο Έρωτας είναι άλλο πράγμα από την Ομορφιά και τον Παρά κι επιτέλους μπροστά στην προοπτική του «πυρπολημένου Ίλιου» κανένας έλληνας ποιητής δεν αναφώνησε ποτέ:
– Δίκιο ήταν!
Ολόκληρη η ελληνική τραγωδία είναι βεβαίως θρεμμένη από ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, εκείνης όμως της δικαιοσύνης που αναγνωρίζει πάνω απ’ όλα πίστη στο καθήκον και στις πρότερες διακηρύξεις.
Ο θείος Όμηρος -έχουν παρατηρήσει οι πένητες γραμματολόγοι- με τα παραπάνω λόγια του θέλησε να δείξει την ομορφιά της Λενιώς (Γιαννιώς) στην επίδρασή της, γιατί δεν μπορούσε να τη δείξει στα στοιχεία της, όπως θα μπορούσε να κάμει ένας ζωγράφος.
Γι’ αυτό, κατά την ερμηνεία των γραμματολόγων, οι «προεστοί του Τρίτου Πόλου» αναφωνούν:
– Καθένας από μας που τυχόν θαμπώθηκε κάποτε από την εξαίσια ομορφιά μιας γυναίκας και συγχρόνως ήξερε πως η ομορφιά αυτή ήταν αφορμή καταστροφών, λέγει με προσποιητή… αφέλεια: «Φυσικό ήταν!»
Το ζήτημα, όμως, δεν σταματάει εδώ. Οι «προεστοί του Τρίτου Πόλου» φαίνεται να κάνουν κακή ερμηνεία του Ομήρου και να καταφεύγουν και σε… ακρωτηριασμούς. Οι ομηρικοί στίχοι έχουν και συνέχεια και δεν επιδέχονται παρασιωπήσεις ή «παραλλαγές».
Οι «φτωχοδιάβολοι», Πράσινοι και Γαλάζιοι, και ολίγον οι Πορτοκαλί, σπεύδουν να απαγγείλουν τη συνέχεια:
«Μα κι έτσι, ας πάει, και μ’ όλα της τα κάλλη,
πίσω στ’ Άργος
με τα καράβια τα γοργά, παρά στερνά να μείνει
και να μας φέρει συμφορές κι εμάς και των παιδιών μας…»
Αυτά ο θείος Όμηρος. Αλλά το «αταίριαστο ζευγάρι», ο Θόδωρος κι ο Στέφανος, άλλα διατείνονται:
– Σήμερα δεν υπάρχει Κοινωνία. Υπάρχουν άτομα, υπάρχουν… ζεύγη. Υπάρχουν, έστω, μικρές συντροφιές. Δηλαδή ό,τι ευνοεί τους βαρόνους των μίντια και ευνοείται απ’ αυτούς… Οι άνθρωποι σήμερα δεν θέλουν να καθρεπτίζονται στον εαυτό τους, αλλά να ξαναβρίσκονται σε κάτι γενικό και αόριστο, τη μεγάλη ανάγκη της μοίρας τους. Βρίσκονται στην αναζήτηση της Πολιτικής που θα τους συνεγείρει.
Αναφερόμενοι δε στη ραδιοφωνική σύμπλευση με τη Γιαννιώ, υποτονθορύζουν:
– Δεν γνωρίζουμε καμιά καλύτερη προϋπόθεση για μια αληθινή μεγάλη πολιτική. Όμως λείπουν οι πρωτολάτες κι αυτό το μονοπάτι ανοίγουμε…
Σπεύδουν και πάλι οι γραμματολόγοι και υποστηρίζουν ότι οι ισχυρισμοί του «αταίριαστου ζευγαριού» είναι αυθαίρετοι και κίβδηλοι…
Όμως η Γιαννιώ, ως άλλη Αθηνά, επαναστατεί και λέει:
«… Ο σεβασμός κι ο αδελφός Φόβος
θα συγκρατούνε το λαό μέρα και νύχτα
να μην αδικεί. Φτάνει να μην παραμορφώνουν
με νέες τους νόμους αλλαγές οι ίδιοι οι πολίτες…
Ούτε δεσποτισμός μα ούτε αναρχία να στέργει
-κι έγνοια του ας τόχει- το λαό μου συμβουλεύω
Κι ούτε απ’ την πόλη κάθε φόβο να εξορίζει.
Σαν δεν φοβάται τίποτα, ποιος θάναι δίκιος;»
Από τον ραδιοθάλαμο της Γιαννιώς, και με μουσική υπόκρουση το ηρωικό άσμα, «Στ’ άρματα, στ’ άρματα / εμπρός στον αγώνα…», ακούγεται ο «φιλοσοφικός διαλογισμός» του Θόδωρου και του Στέφανου:
– Τα ανθρώπινα πάθη μένουν κατά βάση τα ίδια, κάθε εποχή όμως έχει τη δική της απόχρωση. Και τη δική της ηθική. Κάθε αιώνας κρίνει κατά τον τρόπο του. Ο Αριστοτέλης μιλά για Θεία Δίκη, ο Αισχύλος για Ύβρη, ο αστός για Οικογενειακή Τιμή, ο Νίτσε για Ένστικτο, και ο Γκράμσι για Συνέπεια Λόγων και Πράξεων…