Γιατί βγαίνουν τα φιδάκια κάθε χρόνο στο πανηγύρι της Παναγίας

Αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο κρατάει χρόνια. Πάντα στη γιορτή της Παναγίας τα άκακα φιδάκια με τον σταυρό στο κεφάλι βγαίνουν στον περίβολο της Εκκλησίας αλλά και μέσα στον ναό, πηγαίνουν πάνω στην εικόνα της Παναγίας και ο κόσμος τα πιάνει στα χέρια του χωρίς φόβο, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες από το προχθεσινό πανηγύρι.

Τι να πει κανείς γι’ αυτά τα φίδια, διερωτάται ο Δημήτρης Λουκάτος, ένας από τους κορυφαίους λαογράφους μας, που έχει διασώσει στα βιβλία του τα έθιμα και τις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κεφαλονιάς. Πρόκειται για θαύμα ή υπάρχει κάποια φυσική εξήγηση; Ο κόσμος πάντως τα βλέπει σαν ευλογημένα ζωντανά, σαν τιθασσευμένα ερπετά της Παναγίας.

Στο γλαφυρό κείμενο που ακολουθεί ο αείμνηστος Δημήτριος Λουκάτος περιγράφει τις εντυπώσεις του και τη συγκίνηση που ένιωσε όταν για πρώτη φορά ως 15χρονο παιδί πήγε μαζί με τον πατέρα του στο πανηγύρι της Παναγίας στο Μαρκόπουλο.

Είναι κάτι απίστευτο…

«Είναι κάτι απίστευτο, που όμως συμβαίνει κάθε Δεκαπενταύγουστο σ’ ένα χωριό της Κεφαλονιάς, στο Μαρκόπουλο. Μέσα στην εκκλησιά, τις ώρες της ακολουθίας του πανηγυριού, σ’ όλες τις γωνιές, στα έπιπλα και στα στασίδια, περπατάνε φίδια, φίδια ζωντανά, είκοσι και τριάντα πολλές φορές, που ανεβαίνουν στο τέμπλο, στον θρόνο, στους ανθρώπους, με όλη τους την άνεση, ξεθαρρεμένα, ακίνδυνα, υποταχτικά…

Άλλες μέρες, έξω από τούτες του Δεκαπενταύγουστου, κανείς δεν μπορεί, όπως λένε, να βρει πουθενά ένα τέτοιο φίδι. Το ξέρουν τα παιδιά κι ο κόσμος, και μόνο από την ημέρα του Σωτήρος ψάχνουν να τα βρουν. Εκείνα βγαίνουν λιγοστά στην αρχή, γι’ αυτό κι οι χωριανοί τα βρίσκουν κάπως δύσκολα. Ψάχνουν με τα κεριά το βράδυ γύρω από το καμπαναριό, τα παίρνουν στα χέρια τους και τα φέρνουν στο χωριό. «Εβγήκανε τα φίδια» φωνάζουν χαρούμενα, γιατί πιστεύουν πως η ταχτική τους εμφάνιση είναι εγγύηση για την ευημερία του χωριού και την καλοχρονιά. Κι όταν φτάσει η Κοίμηση, το βράδυ της παραμονής, ύστερ’ από το κάθισμα του ήλιου, καθώς οι καμπάνες χτυπάνε απανωτά κι ο κόσμος γεμίζει τη ρεματιά, τα φίδια ξετρυπώνουν πια άφθονα. Βλέπεις τότε πλήθος τους χωριανούς να γυρνάνε με τα λιανοκέρια και να τα μαζεύουν. Εκείνα ατρόμαχτα τυλίγονται στα χέρια των ανθρώπων, κι αφήνονται πρόθυμα να κουβαληθούν μέσα στην εκκλησιά…

Όταν πρωτοπήγα στο Μαρκόπουλο, ήμουν δεκαπέντε χρονών. Χαιρόμουν από μέρες, που θα πήγαινα επιτέλους στο περίφημο αυτό χωριό του Ελιού, που ήταν όπως λέγανε πατρίδα του Μάρκο Πόλο, κι όπου έβγαιναν τα φίδια.

Μπήκαμε στην εκκλησιά, που ήταν κατάφωτη και γεμάτη κόσμο. Η συγκίνηση από τον κοριτσόκοσμο του εκκλησιάσματος μ’ έκαμε για μια στιγμή να ξεχάσω την υπόθεση των φιδιών, όταν ξαφνικά μου το θύμισαν τα ίδια. Πάνω στα χρυσά ξυλοσκαλισμένα ανάγλυφα του τέμπλου, στις κολόνες και στα βημόθυρα, δύο, τρία, πέντε, εφτά, πολλά φίδια κινιούνταν κι ανεβοκατέβαιναν. Τα κοίταζα σαστισμένος ώρα πολλή, κι είχα ξεχάσει να τραβήξω προς το στασίδι μου. Ένας επίτροπος ήρθε κοντά μου και μου ‘δειξε ένα φίδι που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν αρκετά μεγάλο, κι είχε τυλιχτεί στο μπράτσο του, σαν βραχιόλι. Μου το πρότεινε να το χαϊδέψω. Ξεθάρρεψα λίγο, κι έβαλα το δάχτυλό μου στο κεφάλι του. Ένα δερματάκι βελούδινο, δυο μάτια σπιθόβολα, κι ένα σημαδάκι σαν σταυρός στο μέτωπο… Πού και πού άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε έξω μια κλωστένια γλωσσίτσα. Μου είπαν πως, αν πρόσεχα καλά, θα έβλεπα στην άκρη της πάλι έναν σταυρό.

Όλο το εκκλησίασμα γύρω μου έκανε το ίδιο. Παρέες παρέες κρατούσαν από ένα δυο φίδια, και τα έδειχναν στους πρωτοφερμένους. Για να τους κάμουν μάλιστα πιο πολλή εντύπωση, τα έβαζαν μέσα στον κόρφο τους και τ’ άφηναν να περνούν από τη μια άκρη της μανίκας τους στην άλλη.

Ψάλλαμε την ολονυχτία, και τα φίδια δεν σταμάτησαν καθόλου το σιργιάνι τους μέσα στην εκκλησιά. Θυμάμαι, όταν εψάλλαμε το «Λόγον αγαθόν» μπροστά στον Θρόνο, τα φίδια ανεβοκατέβαιναν στην κορνίζα της εικόνας, κουλουριάζονταν πάνω στα ψεύτικα ομοιώματα φιδιών, που ήταν για τάμα κρεμασμένα από τη βελουδένια ζώνη της Παναγίας. Και στο τέλος, όταν λέγαμε τη Δοξολογία, ο κόσμος έφερε κι αμόλυσε μέσα στην εκκλησιά κι άλλα φίδια, γιατί κείνην την ώρα, λέει, έβγαιναν έξω στη λαχτιά (στη θαμνόφυτη κατηφόρα) τα τελευταία.

Την άλλη μέρα, στη λειτουργία, γίνονταν τα ίδια. Έλεγε ο παπά-Βαγγέλης το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη, και τα φίδια περπατούσαν απάνω στα παπούτσια του. Έψαλλε στη μέση της εκκλησιάς ο πατέρας μου τον Απόστολο, και πάνω στο βιβλίο του κινιόταν ένα φιδάκι, που του το έβαλε «γι’ αστείο» ένας εκκλησιαζόμενος. Με μια αλαφριά κίνηση του χεριού του ο πατέρας μου το παραμέριζε, κάθε που του σκέπαζε το κείμενο…

Στο τραπέζι, που φάγαμε το μεσημέρι, είχαμε μαζί μας ένα απ’ αυτά τα φίδια της εκκλησιάς. Βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τους χωριανούς διάφορα πράγματα για τα φίδια αυτά. Μου έλεγαν πως ύστερα από 40 μέρες θα εξαφανίζονταν, σ’ οποιοδήποτε μέρος κι αν τα φύλαγε κανείς. Πως πολλοί που τα είχαν βάλει μέσα σε κλειστά μπουκάλια, τα έχασαν παράξενα κι από εκεί. Πως το σωστό είναι, καθένας που παίρνει φίδι, να το πηγαίνει ύστερα στη θέση του, εκεί στη ρεματιά, και να τ’ αφήνει να βρει τη φωλιά του. Αλλιώς θυμώνει η Παναγία και τον τιμωρεί. Πως οι καροτσιέρηδες, που από λάθος ή επίτηδες πατούν με το κάρο τους τέτοια φίδια στον δρόμο, βλέπουν στον ύπνο τους την Παναγία, που τους τα γυρεύει. Γι’ αυτό κι έχουν στείλει πολλοί στον Θρόνο της ασημένια ή χρυσαλοιφωμένα ξύλινα ομοιώματα φιδιών…

Τι να πει κανείς γι’ αυτά τα φίδια; Αν δεχτεί το θαύμα, δεν έχει να πει τίποτα. Μα αν ζητήσει κάποια φυσική εξήγηση, μπορεί να πει πως πρόκειται για μια ράτσα φιδιών χωρίς δηλητήριο (ας την προσδιορίσουν οι ερπετολόγοι), που ευδοκίμησε και πολλαπλασιάστηκε σε κείνην τη λαχτιά, πρώτα γιατί τα σήκωνε ο τόπος, κι ύστερα γιατί κανείς από τους χωριανούς δεν τα πείραξε ποτέ. Από κληρονομικότητα συνήθισαν, τόσο αυτά όσο κι ο άνθρωπος, να μη φοβούνται ο ένας τον άλλον. Στις μέρες του Δεκαπενταύγουστου συμπίπτει ίσως η περίοδος των γάμων και του πολλαπλασιασμού τους. Αυτό, κι ο θόρυβος που γίνεται με τις καμπάνες και την κίνηση του πανηγυριού, τα ξεσηκώνει και τα βγάζει έξω από τις φωλιές τους. Αδιαμαρτύρητα τότε και μ’ εμπιστοσύνη αφήνονται να κουβαλιώνται οπουδήποτε από τους ανθρώπους.

Τώρα (1946) στο Μαρκόπουλο κανείς δεν βλέπει τα φίδια αυτά με αποκλειστική θρησκοληψία. Τα πιστεύουν βέβαια σαν ευλογημένα ζωντανά, σαν τιθασσευμένα ερπετά της Παναγίας, μα τα βλέπουν και σαν ένα φαινόμενο διαφημιστικό μάλιστα του πανηγυριού τους, για τη συγκέντρωση των γύρω χωριών. Και τα περιμένουν κάθε χρόνο, όπως θα περίμεναν τον Μάη τις παπαρούνες. Τα χρησιμοποιούν στις κουβέντες και στα τραγούδια τους, σαν κάτι το φυσιολογικό. Να κι ένα σχετικό δίστιχο του Ελιού, όπου ένας ερωτευμένος διαμαρτύρεται για την επιείκεια των φιδιών αυτών, μπροστά στη φλογερή του διάθεση ν’ αυτοκτονήσει:

“Τα φίδια απ’ το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φάνε,
μα κείνα είναι τση Παναγιάς, και με χαϊδολογάνε”.»

Σημ. «Π»: Το παραπάνω κείμενο είναι από το βιβλίο «Τα καλοκαιρινά» του Δημ. Λουκάτου των γνωστών Εκδόσεων Φιλιππότη.


Σχολιάστε εδώ