Βίωμα αναστάσιμης ελπίδας

Αστείρευτα τα κοιτάσματα της ψυχής του Ορθόδοξου Έλληνα. Μπολιάζεται από γεννησιμιού του με τα χαρίσματα της πίστης του. Αμέτρητο το βάθος της λαϊκής ευσέβειας. Αναδύεται απ’ τα εσώψυχα και διαχέεται στους κανόνες του προσωπικού βίου μα και των κοινωνικών σχέσεων και ισορροπιών. Σε ποικίλα πέλαγα έπλευσε ο Ρίτσος, αλλά όλος ο θησαυρός της ποιητικής του εκφραστικής αντλήθηκε από τις πνευματικές του ρίζες. «Σ’ αυτές κρατιέται το δέντρο». Και είναι εύγλωττη η παραγγελιά που απευθύνουν οι «Μονεμβασιώτισσές» του στα παιδιά τους:

«Άιντε μωρέ διαβάστε ακόμη μια βολά την αλφαβήτα κάτου απ’ το λυχνάρι, πείτε και το πατερμώ σας πρι πλαγιάστε»!

Κέντρο της Ορθόδοξης Θεολογίας ο Χριστός. Φως εκ φωτός και Θεός αληθινός. Γύρω του όλος ο χορός των αγίων με κορυφαίο πρόσωπο τη Θεοτόκο. Εκεί βασίζεται η λειτουργική πνευματικότητα και το ήθος της Εκκλησίας.

Στις κατάμεστες Εκκλησίες του Δεκαπενταυγούστου είναι απτή η λαϊκή ευσέβεια συνυφασμένη με την παράδοση της Εκκλησίας. Εμπειρία χαράς και βίωμα αναστάσιμης ελπίδας ψηλαφεί κανείς στα πρόσωπα του εκκλησιάσματος. Η γιορτή της Παναγίας ασκεί μίαν απέραντη γοητεία.

«Χαίρε ακήρατε, χαίρε κόρη θεόκλητε,

Χαίρε σεμνή, χαίρε τερπνή, χαίρε καλή

Χαίρε εύειδε, χαίρε άσπορε, χαίρε άφθορε» (Ρωμανός)

Σ’ αυτό που ονομάζουμε ελληνική διάρκεια, η λατρεία της Παναγίας έχει μέγιστο μερίδιο. Ο Ελύτης αναπολεί τις λειτουργίες που οργάνωνε ο πατέρας του στα εξωκκλήσια του νησιού τα καλοκαίρια, την αίσθηση φυσικού και μεταφυσικού που του γέννησε η μίξη ευωδιάς λιβανιού – θυμαριού. Αυτό το βίωμα το ζει ως όπλο ζωής και εύλογα θεωρεί ότι όσοι δεν έχουν ανάλογη εμπειρία «τους λείπει το εσωτερικό βάρος» (Αυτοπροσωπογραφία, 9).

Στο πρόσωπο της Παναγίας καινοποιείται η φύση και ο χρόνος. Και χαίρει πάσα η κτίση, διότι η Κεχαριτωμένη είναι «και των προ αυτής αιτία, και των μετ’ αυτήν προστάτις και των αιωνίων πρόξενος». Είναι η «χώρα του Αχωρήτου», η γη που γίνεται Ουρανός, η Πλατυτέρα των Ουρανών, η αλληλοπεριχώρηση της ζωής κτιστού και ακτίστου.

Ο χριστεπώνυμος κόσμος της Δύσης πορεύεται βυθισμένος στην αδιαφορία και την απάθεια. Όσο τουλάχιστον δεν αισθάνεται τον εφιάλτη της πείνας ή του πολέμου οι υπαρξιακές του αγωνίες κείνται στο ναδίρ. Η σχετική έστω σταθερότητα της ευμάρειάς του πάγωσε μέσα σε πολλούς τα ερωτήματα περί Θεού και περί θανάτου.

Η πολιτιστική επισπεύδουσα της παγκοσμιοποίησης αντιμάχεται τις «σταθερές» των πολιτισμών. Και όπου δεν βρίσκει βαθιές ρίζες τις ξεριζώνει.

Ο Χριστιανισμός δεν είναι ατομική, αλλά κοινωνική θρησκεία, κοινότητα – Εκκλησία. Τα μυστήριά του είναι κοινωνικά μυστήρια. Η Εκκλησία λέει ο π. Φλωρόφσκυ «είναι ακόμη στη μέση του δρόμου». Αλλά τα «ιδεώδη της είναι καθοδηγούσα αρχή και κατευθυντήρια δύναμη της ανθρώπινης ζωής».

Στην πνευματική ατμόσφαιρα του Δεκαπενταύγουστου τα ουσιώδη της πίστεως γίνονται χειροπιαστά.

Προσωπικός άθλος η συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Καζαντζάκης τον αναζητούσε μια ολόκληρη ζωή: «Από τα παιδικά μου χρόνια ο Χριστός με βασάνιζε, αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική, του ανθρώπου και του Θεού (…) το θέμα παραμένει για μένα ανεξάντλητο».

Αντίθετα με τον Καζαντζάκη ο Μακρυγιάννης Τον βρήκε. Και έγινε καθημερινός συνομιλητής του «γεροΘεού» και της Θεοτόκου «μητέρας του παντός».


Σχολιάστε εδώ