Οι απάτες του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού

Καταρρέει τώρα κάτω από το βάρος που δημιούργησαν οι απάτες και οι απατηλές υποσχέσεις. Βέβαια είναι γεγονός ότι όλα τα συστήματα και οι θεωρίες που τα στηρίζουν υπόσχονται πολλά και θελκτικά για τους λαούς, με σκοπό την άγρα οπαδών και υπερασπιστών. Όμως ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα έχουν υπερβεί κάθε όριο απατηλών υποσχέσεων, καθώς βρισκόμαστε σε μια εποχή που έχει καταργήσει τα όρια και τα σύνορα. Σήμερα δεν υπάρχουν σύνορα μεταξύ εντιμότητας και απάτης, μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, μεταξύ πραγματικότητας και εικονικότητας, μεταξύ μόχθου και αρπαχτής. Και την κατάργηση των ορίων και των συνόρων την παρέλαβε ο νεοφιλελευθερισμός και πέτυχε να την καταστήσει γενικευμένη πρακτική στις χώρες όπου έχει επικρατήσει. Ας δούμε λοιπόν μερικές από τις απάτες του νεοφιλελεύθερου οικονομικού (και κοινωνικού) μοντέλου.

Το βασικό υπόστρωμα και η αμετακίνητη επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού ήταν (και είναι) τα «πλεονεκτήματα» της ανοιχτής, ελεύθερης και συνεπώς ασύδοτης αγοράς. Υποσχέθηκε ότι προκαλεί αύξηση του πλούτου, μείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών, αύξηση της κατανάλωσης και γενικά ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των λαών. Και τώρα που καλούνται οι λαοί να «πληρώσουν τον λογαριασμό» τι βλέπουμε; Αύξηση του πλούτου μόνο για το μεγάλο κεφάλαιο που γιγαντώθηκε, αύξηση των τιμών και αύξηση της φτώχειας. Μας έλεγαν ότι η αύξηση του πλούτου θα βοηθήσει τάχα το κράτος στην αναδιανεμητική του πλούτου διαδικασία, με αποτέλεσμα την ισόρροπη πρόοδο όλων των πολιτών. Τι βλέπουμε τώρα; Τον πλούτο να συσσωρεύεται στα θησαυροφυλάκια λίγων μεγιστάνων και με διαδικασίες διαβλητές, αφού προηγουμένως κατάφεραν να εξαρθρώσουν τους μηχανισμούς αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου. Βασικοί μηχανισμοί αναδιανομής του πλούτου είναι η φορολογία και οι κοινωνικές δαπάνες του κράτους. Στον τομέα της φορολογίας η κατάργηση και η μείωση των δασμών επέφεραν όχι τη μείωση των τιμών των αγαθών, αλλά τον περιορισμό των εσόδων του κράτους. Το φορολογικό βάρος των επιχειρήσεων στην άμεση φορολογία μειώθηκε με το πρόσχημα της αύξησης των επενδύσεων, ενώ παράλληλα αυξάνονται τα φορολογικά βάρη των μισθωτών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Δηλαδή ένα μεγάλο τμήμα του υπό αναδιανομή εισοδήματος (πλούτου) έφυγε με διάφορες «μηχανές» από τα χέρια του κράτους και πέρασε στις τσέπες του μεγάλου κεφαλαίου. Τα κράτη έγιναν φτωχά και υπερχρεωμένα, παντελώς ανίκανα να ασκήσουν αναδιανεμητική του πλούτου πολιτική μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και αναγκάστηκαν από τους νεοφιλελεύθερους επιχειρηματίες να περιορίσουν (ή και να καταργήσουν) τις δαπάνες για κοινωνική πρόνοια. Πού είναι λοιπόν η αναδιανομή του πλούτου; Απλώς στήθηκε ο φορολογικός μηχανισμός αύξησης της κερδοφορίας των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, που οδήγησε στον γιγαντισμό τους.

Μας έλεγαν ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, που παρείχαν φτηνά προϊόντα και υπηρεσίες στους πολίτες, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν γιατί επιβαρύνουν υπερβολικά τους φορολογούμενους πολίτες. Τώρα είναι που οι πολίτες επιβαρύνονται πολύ επαχθέστερα με την τιμολογιακή πολιτική που ασκούν οι ιδιωτικοποιημένες πλέον ΔΕΚΟ. Βέβαια δεν υπήρχε συνετή διαχείριση στις ΔΕΚΟ με τις άσχετες και έντονα πολιτικοποιημένες διοικήσεις τους, αλλά οι αδυναμίες τους αυτές θα μπορούσαν να υπερπηδηθούν, αν υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση και τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη ιδιωτικοποίησής τους. Όμως οι νεοφιλελεύθεροι βρήκαν ευκαιρία να πραγματοποιήσουν κερδοφόρες επενδύσεις σε μεγάλες κρατικές ΔΕΚΟ, που ποτέ δεν θα μπορούσαν ούτε καν να… ονειρευτούν. Ποιος επενδυτής, όσο ισχυρής οικονομικής επιφάνειας και αν είναι, θα μπορούσε να φτιάξει και να λειτουργήσει μια ΔΕΗ ή έναν ΟΤΕ με τα δίκτυα παραγωγής και διανομής; Οι επενδυτές με την υψηλή κερδοφορία έπρεπε να βρουν ευκαιρίες επένδυσης των άφθονων κερδών τους. Και επέδραμαν στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων, των τραπεζών και της δικής μας αδιαφορίας! Οι κυβερνήσεις προβάλλουν σαν δικαιολογία το υψηλό δημόσιο χρέος που τους δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός και τα τάχα οφέλη από την κατάργηση των μονοπωλίων του κράτους και από την ισχυροποίηση του ανταγωνισμού και οι τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια χορηγήσεων (πολιτική φθηνού χρήματος), για να έχουν στη διάθεσή τους οι επενδυτές-αγοραστές των ΔΕΚΟ την αναγκαία ρευστότητα. Ήρθε και η ΕΕ, η οποία επέβαλε την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων για να μη νοθεύεται ο υγιής ανταγωνισμός! Όμως διευκόλυναν (οι κυβερνήσεις, οι τράπεζες και η ΕΕ) τις εξαγορές, τις συγχωνεύσεις και τις συνενώσεις των επιχειρήσεων, με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού τους, και καταλήξαμε σε μονοπωλιακή και ολιγοπωλιακή δόμηση της αγοράς, σε νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού και στον γιγαντισμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τα ιδιωτικά μονοπώλια δεν τους πείραζαν, τα κρατικά μονοπώλια τους μάραναν. Αν υπήρχαν μη διαπλεκόμενες κυβερνήσεις, θα έπρεπε να αρνηθούν τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και να καλέσουν τους επενδυτές να φτιάξουν εξαρχής έναν ΟΤΕ ή μια ΔΕΗ αν τολμούσαν. Αλλά οι κυβερνήσεις ήσαν λογοδοσμένες με τον νεοφιλελευθερισμό, την παγκοσμιοποίηση και τις απάτες τους!

Μας έλεγαν οι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου ότι με τον μηχανισμό της αυτορρύθμισης της αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού θα προέκυπταν οφέλη για τους καταναλωτές, σε επίπεδο τιμών και ποιότητας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Όμως οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης και ανταγωνισμού προϋποθέτουν την ανοιχτή δόμηση της αγοράς μακριά από μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές καταστάσεις και μακριά από την ύπαρξη επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση και απόκρυφες συμφωνίες και ευθυγραμμισμένες πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων. Αυτές τις προϋποθέσεις τις κατήργησε ο νεοφιλελευθερισμός, ενώ μας εξαπατούσε ότι τάχα τις επιδιώκει και τις στηρίζει. Έτσι φτάσαμε στην ακρίβεια, στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία, στην ανεμπόδιστη αισχροκέρδεια και στην υποβάθμιση της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών. Η ελεύθερη αγορά έγινε ασύδοτη και αρπακτική για τους καταναλωτές. Η τάχα βαρύτητα στην κατανάλωση και στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού δεν ήσαν παρά απατηλές παραπλανητικές υποσχέσεις. Για τους νεοφιλελευθέρους, βαρύτητα είχε το κέρδος για τις επιχειρήσεις και μόνο, έστω κι αν αυτό επιτυγχανόταν με ανήθικες πρακτικές! Η οικονομία της ελεύθερης αγοράς όπου εφαρμόστηκε ,χρεοκόπησε και οδήγησε και στη χρεοκοπία και την οικονομία. Η σημερινή κρίση οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στην ασύδοτη χρηματοπιστωτική αγορά της παγκοσμιοποιημένης Δύσης.

Υποσχέθηκε, αγωνίστηκε και πέτυχε ο νεοφιλελευθερισμός την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος και την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων. Αυτές οι οικονομικές ελευθερίες που έγιναν δημοφιλείς στους λαούς γιατί παρουσιάστηκαν σαν θεσμικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των ασθενών οικονομιών και των πολιτών, δεν ήσαν παρά οι δούρειοι ίπποι για την καθυπόταξη των αγορών των μικρών χωρών στο πολυεθνικό κεφάλαιο και στις γιγαντιαίες επιχειρήσεις. Τα προστατευτικά τείχη της εγχώριας παραγωγής έπεσαν και οι αγορές παραδόθηκαν στην ασυδοσία του νεοφιλελευθερισμού. Και οι λαοί καταδικάστηκαν στην ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Και για να αποφύγουν την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου κατέφυγαν στον υπερδανεισμό και στην υποδούλωση στο τραπεζικό σύστημα. Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος παρουσίασε τεράστια διακρατική κινητικότητα, προξένησε έντονες διακυμάνσεις τιμών των μετοχών στα χρηματιστήρια κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών, έπληξε ασθενείς οικονομίες (ασιατική κρίση) με την αστάθεια των ισοτιμιών των νομισμάτων τους και προσέφερε αρπακτικά κέρδη σε ορισμένους διακινητές κεφαλαίων, χωρίς να βοηθήσει καθόλου τις οικονομίες (και τους λαούς) των χωρών στις οποίες πραγματοποίησε «επενδύσεις». Την πραγματική, παραγωγική οικονομία την έπληξε, ενώ γιγάντωσε την παρασιτική οικονομία της κομπίνας και της αρπαγής. Το κέρδος δεν στηρίζεται πλέον στην παραγωγή, αλλά στην αρπαγή. Και το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί «οικονομία των αρπακτικών». Συν τοις άλλοις προκαλεί και ηθική κατάπτωση. Κέρδη ηθικής παρακμής!

Σε θεωρητικό επίπεδο πολλοί θαυμαστές ή πληρωμένοι υποστηρικτές παρουσιάζουν τον νεοφιλελευθερισμό σαν ένα ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού. Είναι όμως έτσι; Αν ένα οικονομικό μοντέλο δεν έχει «υλικό αντίκρισμα», όπως έλεγε και ο Μαρξ, δεν εξασφαλίζει μακροβιότητα. Γρήγορα εγκαταλείπεται. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει υλικό αντίκρισμα. Η οικονομία της αγοράς εξαπατά τους λαούς με την υπερκατανάλωση (αμερικανικός τρόπος ζωής) και γίνεται δημοφιλής στην αρχική της εμφάνιση, όμως τα αποτελέσματά της σε βάθος χρόνου είναι καταστροφικά. Προκαλεί υπερχρέωση του κράτους, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος νοικοκυριών. Μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις υπάρχει υλικό αντίκρισμα, η υπερκερδοφορία. Όταν όμως η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία γονατίσει, εξαφανίζεται και η υπερκερδοφορία και το τραπεζικό σύστημα κάμπτεται και χρειάζεται «ενέσεις ρευστότητας» για να μην οδηγηθεί στην κατάρρευση, παρασύροντας ολόκληρη την οικονομία. Πού είναι λοιπόν το υλικό αντίκρισμα; Αυτό είναι το «ανώτερο στάδιο» του καπιταλιστικού συστήματος; Κρίμα στη σοφία των «σοφών»!


Σχολιάστε εδώ