Μια Φορά Και Έναν Καιρό

– Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο… άρχισε η γιαγιά Ευλαμπία, προσπαθώντας να μυήσει τη νιόπαντρη εγγονή της στα έθιμα του τόπου μας, και κυρίως να την πείσει να τα τηρεί, όπως τα τήρησε κι εκείνη, μαθαίνοντάς τα από τη δικιά της τη γιαγιά…
– Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο, που είναι παχιές κι οι μύγες, σιγοντάρισε ο παππούς που κόντευε να «αγιάσει» εν ζωή, από τις αλλοκοτιές και τις εμμονές της γυναίκας του, που μέσα στ’ άλλα ήθελε να τηρεί σχολαστικά όλες τις παραδόσεις της λαογραφίας μας.

Μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο που υπέκρυπτε μια δόση ειρωνείας παρακολουθούσε η νεαρά Τζούλη την κατήχηση της γιαγιάς, επειδή δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει. Πολλές φορές είναι η αλήθεια πως της γινόταν φόρτωμα με τις απαιτήσεις της, και που η μικρή, τι να κάνει, τις είχε υποστεί αγόγγυστα.

Από νήπιο π.χ. κάθε 1η Μαρτίου την ξύπναγε αξημέρωτα για να της δέσει τρεις χρωματιστές κλωστές στο χεράκι της σαν βραχιολάκι, για να μην την αρπάξει, λέει, ο μαρτιάτικος ήλιος και μαυρίσει. Μη γίνει… μαυροτσούκαλο. Επρέσβευε πως η γυναίκα πρέπει να είναι λευκή και πάλλευκος. Πιο λευκή κι από την αγνότητά της, που μπορεί καμιά φορά να φέρνει λιγάκι και προς το γκρίζο…

Άλλοτε πάλιν, τ’ Αη Γιαννιού του Φρυγανά, τότες που στους χωμάτινους δρόμους ανάβανε φωτιές και τις πηδούσανε, έπαιρνε στα κρυφά απ’ το κορίτσι ένα σταυρουδάκι, ένα δαχτυλίδι ή ένα τσιμπιδάκι, το θυμιάτιζε, το «μελέταγε» μπροστά στο εικονοστάσι, και μετά το έδινε στη Κόνα-Λωξάντρα να το βάλει στο «αμίλητο νερό» του κλύδωνα. Όλες σχεδόν οι κοπελιές της γειτονιάς τής έδιναν διάφορα μικρά προσωπικά τους είδη, να τα τοποθετήσει με ιεροτελεστία μέσα σ’ ένα κιούπι γεμισμένο με νερό από το πηγάδι. Ύστερα το σφράγιζαν μέσα σε απόλυτη σιγή και βουβαμάρα, και στόλιζαν το καπάκι του με μερικά λουλουδικά. Ούτε «κιχ» δεν έκανε ν’ ακουστεί την ώρα εκείνη, και στη συνέχεια το άφηναν στην αυλή για να… διανυκτερεύσει.

Την επομένη το «ανοίγαν», παρουσία των ενδιαφερομένων και άλλων θηλυκών από τα πέριξ… Έχωνε τη χερούκλα της η Λωξάντρα στο νερό, και καθώς ανέσυρε ένα ένα τα αντικείμενα, έλεγε κάτι διφορούμενα στιχάκια σαν τους χρησμούς της Πυθίας, στο πιο εκλαϊκευμένο βέβαια, τα οποία προέβλεπαν συνήθως στεφανώματα ή κερατώματα της κατόχου τους. Ήταν αυθεντία στα «αγιωτικά» η Κόνα-Λωξάντρα και συγχρόνως εξπέρ στις… μαγγανείες. Εθεωρείτο δε πραγματικός βιρτουόζος στον κλύδωνα.

Και αποδείχθηκε πράγματι σημαδιακό το ποιηματάκι το αφιερωμένο στην Τζούλη. Το απήγγειλε τραβώντας εντελώς τυχαία το σκουλαρίκι της, και μάλιστα αρκετά χρόνια πρωτύτερα:

«… Ούτε μία. Ούτε δύο. Μα να ξέρεις σαν τριτώσει / θα ‘ρθει το πριγκιπόπουλο / σιμά σου να ριζώσει…»

Και κοίτα, φίλε μου, που ύστερ’ από καιρούς κι από ζαμάνια βγήκε προφητικό. Με μια διαφορά: Το «πριγκιπόπουλο» ήταν ένας σαραντάρης πλασιέ, δυο φορές παντρεμένος και δυο φορές χωρισμένος. Τρίτωσε δηλαδή. Και περηφανευόταν ο γαμπρός χαχανίζοντας, πως είναι βετεράνος των γάμων και παλαιός… πολεμιστής, κι είχες και την κακίστρα θεία Αγλαΐα από πάνω να λέει τα δικά της…

Τώρα όμως είναι κατακαλόκαιρο. Η γιαγιά Ευλαμπία, αφού εξετέλεσε στο ακέραιο τα θρησκευτικά της καθήκοντα στις απανωτές γιορτές του Ιουλίου, αρχίζοντας στις 17 από την Αγιά Μαρίνα του Θησείου, ανεβαίνοντας στις 20 στο ξωκλήσι του Άη Λια, πηγαίνοντας στις 26 στην Άγια Παρασκευή για ν’ ανάψει μια λαμπάδα, ένα παλιό της τάμα για τα μάτια, και κάνοντας ολονυκτία στις 27 στον Άγιο Παντελεήμονα της οδού Αχαρνών, όπου πήγαινε από την εποχή που ήτανε ακόμη γιαπί, διεμήνυσε στην εγγόνα της να ‘ρθει επειγόντως που τη θέλει.

Ήρθε η Τζούλη, την μπούκωσε με το έτσι θέλω μια κουταλιά ρετσέλι, και με το μαλακό άρχισε να της εφιστά την προσοχή για τα «φοβερά και τρομερά» που μας απειλούν τις αμέσως προσεχείς ημέρες.

Άρχισε με το «Αύγουστε, καλέ μου μήνα…», προχώρησε στην υπενθύμιση πως αύριο είναι πρωτομηνιά, και την επισήμανση πως ο Αύγουστος κουβαλάει τις «δρίμες», τις λεγόμενες στην Κύπρο «κακοουστιές», που πά’ να πει, πολύ σωστά, «κακές αυγουστιάτικες ημέρες». Τεράστια προσοχή χρειάζεται. Χιλιάδες κίνδυνοι ελλοχεύουν. Αν δεν προσέξεις, αν αδιαφορήσεις και κάνεις μπάνιο, θα γεμίσεις ολάκαιρη σπυριά. Σαν βλογιοκομμένη θα γίνεις. Άνθρωπος δεν θα σε κοιτάει. Το ρισκάρεις;

– Παρά να βρωμάω και να ζέχνω, σίγουρα θα το ρισκάριζα, απάντησε χωρίς σκέψη η μικρή.

– Στη θάλασσα το μπάνιο είναι πιο επικίνδυνο, συνέχισε απτόητη η γιαγιά, αλλά και πιο αντιμετωπίσιμο. Αρκεί να βάλεις κάτι μεταλλικό επάνω σου. Να καρφιτσώσεις, ας πούμε, μια παραμάνα στο μαγιό σου. Η Τζούλη τη διέκοψε εξηγώντας πως στο μαγιό της δεν περισσεύει ύφασμα για να καρφιτσώσει όχι παραμάνα, ούτε καρφίτσα. Έκανε πως δεν άκουσε η γιαγιά την αντίδραση της μικρής και ξεροκατάπιε.

– Νεανικές επιπολαιότητες, σκέφθηκε. Και συνέχισε ακάθεκτη:

– Ούτε ρούχα κάνει να πλύνεις γιατί θα τρυπήσουνε. Κάλλιο να τα φοράς λιγδιασμένα, κάλλιο να σκορπάς μπόχα λες και κουβαλάς ψοφίμι, παρά να σου κουρελιαστούνε μόλις τα δει ο ήλιος. Ούτε ξύλα να κόψεις, γιατί θα σ’ τα φάει ο σάρακας. Και ενώ ο παππούς κούναγε χλευαστικά το κεφάλι, η γιαγιά πήρε ανάσα, και δίνοντας μετά έναν δραματικό, έναν σπαρακτικό τόνο στη φωνή της, συνέχισε:

– Είναι καταστροφικές αυτές οι μέρες του Αυγούστου, τις οποίες πολλοί αποκαλούν και «δρίματα». Ένα τεράστιο «απαγορευτικό» απλώνεται σαν δίχτυ για όσα δεν πρέπει να κάνεις, γιατί θα υποστείς τις συνέπειές τους. Αν λουστείς, ας πούμε, θα σου πέσουν τα μαλλιά. Φαλακρή θα γίνεις, κακομοίρα μου. Τα φυτά σου, αν τα ποτίσεις, θα ξεραθούν, κι αν βάλεις τσουκάλι στη φωτιά, φαρμάκι θα γένει το φαΐ σου. Και όσο για τον όλεθρο που σε περιμένει αν τολμήσεις να κάνεις μπάνιο ή αν βάλεις τυχόν μπουγάδα, σε έχω ήδη προειδοποιήσει. Μέχρι και η σκάφη σου θα διαλύσει. Κομμάτια θα γίνει.

Πήρε το προστατευτικό της ύφος, χάιδεψε την Τζούλη στα μαλλιά, και πολύ σιγανά, σαν να φοβόταν μην την ακούσουν, τη συμβούλεψε να μην πηγαίνει κόντρα στις προλήψεις, επειδή αυτές εκδικούνται…

Ζωντανό παράδειγμα ήταν η θεία Ελευθερίτσα, που κάτι στραβό προφανώς έκανε και τιμωρήθηκε. Ήτανε βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, τότε που βγαίνουνε οι καλικαντζαραίοι. Η θεία Ελευθερίτσα για λόγους ασφαλείας ακολούθησε την πεπατημένη. Κοιμήθηκε αφήνοντας το τζάκι αναμμένο. Έλα όμως που ένα ηλίθιο παγανό (σίγουρα βαλτό ήτανε) δεν είδε τάχατες κοτζάμ φωτιά και πήδησε από την καμινάδα πάνω στις φλόγες… Έκαψε φυσικά τις πατούσες του, αλλά τι να το κάνεις; Πετάχτηκαν σπίθες στην κουρτίνα, κι από κει στο ντύμα της πολυθρόνας, κι από κει στο λαχούρι του τραπεζιού, κι από κει…

Βέβαια, οι πυροσβέστες γιόρτασαν τα Χριστούγεννα έξω από το σπίτι της, και η αλήθεια είναι πως η θεία τούς λυπήθηκε πάρα πολύ. Αλλά σάμπως έφταιγε εκείνη που δεν κατάλαβαν γιορτή; Μόνοι τους διάλεξαν αυτό το επάγγελμα…

Η Τζούλη κοίταξε κλεφτά το ρολόι της και σηκώθηκε για να φύγει. Η γιαγιά της την άρπαξε από το χέρι.

– Κάτσε κάτω. Δεν τελειώσαμε, είπε. Είναι και τα «μερομήνια». Τα ξέρεις τα μερομήνια; Και χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχισε την ομιλία της με ύφος διδάκτορα:

– Μερομήνια, αγαπητή μου, λέγονται οι πρώτες έξι μέρες του Αυγούστου, και ο καιρός της καθεμιάς τους αντιστοιχεί με τον καιρό που θα ‘χουν οι επόμενοι μήνες. Έτσι έχουμε μιαν αλάνθαστη μετεωρολογική πρόβλεψη. Προσοχή όμως στο μέτρημα. Επειδή οι μέρες είναι έξι και οι μήνες δώδεκα, υπολογίζουμε έναν μήνα το πρωί και έναν το απόγευμα. Πρόσεξε μην τα μπερδέψεις, γιατί ήσουνα και σκράπας στα μαθηματικά…

Η Τζούλη όμως είχε γίνει μπουχός…


Σχολιάστε εδώ