ΜΕΙΝΑΜΕ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΟΝΟΙ ΕΝΑΣ ΚΟΥΚΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ
Η μοναξιά τών πόλεων
επάνω μας βαραίνει
ως μία σιδηρά πυγμή
καί μιά βαρεία χλαίνη.
Ουδείς στόν άλλο ομιλεί
πλέον μέ τήν αγάπη
πρίν λάβει εκ τού στόματος
τό πρωινό του χάπι.
Οι οίκοι μοιάζουν μέ φωλιές
όφεων κι αλεπούδων
κι οι λέξεις επικίνδυνες
ως βρυχηθμοί αρκούδων.
Κουδούνι πλέον δέν κτυπά
κι η φύσις ησυχάζει
ως που να ‘ρθεί τό ένταλμα
όπου τά πάντα αρπάζει.
Πάντα χρωστά ο Έλληνας
εις τό γενναίο κράτος
κι έτσι σπανίως απαντά,
σπανίως είν’ κεφάτος.
Τό ομιλείν θέλει λεφτά
κοστίζει η κουβέντα
κι η σιωπή κατήντησε
νά λέγεται «πατέντα».
«Άκρα τού τάφου σιωπή
στή φύση βασιλεύει»
καί ο καθένας δανεικά
ανελλιπώς ψαρεύει.
Ο γείτων, ως φιλύποπτος,
κοιτά κι όμως δέν κρένει
καί ουδαμώς σκοτίζεται
ο άλλος άν πεθαίνει.
Ο ένας είναι ένοχος
απέναντι τού άλλου
χωρίς ούτ’ ένα αδίκημα
στή γή τού αλλοπροσάλλου.
Οι μέρες ταξιδεύουσι
κι οι νύχτες μαρτυρούνε
τήν άφατή μας μοναξιά
εις τό λαβείν καί δούναι.
Μόνο οι κύνες αλυχτούν
κι οι γάτες νιαουρίζουν,
πολυτελή εξαρτήματα
π’ άλλοι μάς τά χαρίζουν.
Κι όταν ο χαριέστατος
αφέντης πάει βόλτα
τ’ αφήνει ανυπεράσπιστα
καί τούς σφαλά τήν πόρτα.
Έρημα τρέχουν στάς οδούς
στά πάρκα, στάς αλέας
φιγούρες μιάς κατάπτωσης
φρικτής κι αβυσσαλέας.
Κάτοικοι τής απόλυτης
τών πόλεων σαγήνης
τή μοναξιά μας διώχνουμε
μέ τά φιστίκια Αιγίνης.
Είτε κηδεία είν’ αυτή
είτε χοροεσπερίδα
μασάμε εις τό συνεχές
ως πίθηκοι καρύδα.
Ο θάνατος είν’ τ’ αλλουνού
κι ουδέποτε δικός μας.
(Οι Τράπεζες πάντα μπροστά
κι πίσω ο εαυτός μας.)
Κλείνω καί υποκλίνομαι
δέν ξέρω πού να πάω.
Να πάω σ’ όσους μέ μισούν
ή σ’ όσους αγαπάω;
«Ημπορεί νά είμαι τύπος ζωντανής αναισθησίας,
νάν’ οι στίχοι μου γελοίοι, τιποτένιας σημασίας,
κι άν ο νούς μου ηλιθίως περισπάτ’ εδώ κι εκεί,
η καρδιά μου δέν αλλάζει από νάν’ Ελληνική»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΛΦΕΤΑΣ,
«ΖΙΖΑΝΙΟΝ», 1897