Όσο υποχωρεί η Αθήνα, τόσο αποθρασύνονται τα Σκόπια

Δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε στο απώτατο παρελθόν, τότε που η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η αποκληθείσα «μεγάλη ασθενής», έπνεε τα λοίσθια και το Μακεδονικό αποτελούσε δεσπόζουσα πτυχή του ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, ούτε στο 1944 που ο Τίτο, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν, μετονόμασε τη Νότια Γιουγκοσλαβία, γνωστή ίσαμε τότε ως Βαρντάρσκα, σε Μακεδονία (και κατασκεύασε με ανύπαρκτα στοιχεία στα ΧΑΡΤΙΑ το δήθεν μακεδονικό έθνος), για να αποδώσουμε ευθύνες στην ελληνική πλευρά. Ευθύνες δυσδιάκριτες, άλλωστε, αν όχι και μη υφιστάμενες, τόσο επειδή στην πρώτη περίπτωση δεν έχει δημιουργηθεί καν ελληνικό κράτος όσο και επειδή το 1944 η εξελθούσα από τη ναζιστική κατοχή χώρα μας αντιμετώπιζε σωρεία άλλων προβλημάτων.
Οι τεράστιες ευθύνες των Αθηνών αρχίζουν με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1990. Ο τότε πρωθυπουργός όφειλε -ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ- ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ, με δεδομένη την ισχύ της χώρας μας σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ (που μετονομάστηκε το 1992 στο Μάαστριχτ σε Ευρωπαϊκή Ένωση), τη διεθνή αναγνώριση κράτους με το όνομα «Μακεδονία». Αφήνω που την εποχή εκείνη είχε να αντιμετωπίσει τον διαλλακτικό Γκλιγκόροφ, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με τους αφιονισμένους υπερεθνικιστές ηγέτες των σημερινών Σκοπίων.
Τον Αύγουστο του 1991 ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς έδωσε, απερίφραστα και με σαφήνεια μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση, το ΣΤΙΓΜΑ της ελληνικής πολιτικής, δηλώνοντας με ανακοίνωσή του ότι «η Αθήνα δεν πρόκειται να αναγνωρίσει κράτος που οικειοποιείται το ελληνικό όνομα Μακεδονία». Ανακοίνωση που ικανοποίησε τα μέγιστα τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και σιωπηρώς, λόγω του αξιώματός του που αντίκειται στην έκφραση προσωπικών αισθημάτων, τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Συστηματικά και μεθοδικά η διαυγέστατη αυτή θέση Σαμαρά άρχισε να τορπιλίζεται από διάφορους κύκλους (πολιτικών, επιστημόνων και δημοσιογράφων), για να υπονομευθεί τελικά -και ρητά- και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη τόσο σε δήλωσή του στο Λονδίνο (που είχε αποδοθεί σε… «φραστικό ολίσθημα») όσο και σε τηλεοπτική συνέντευξή του στις 12 Νοεμβρίου 1991, όπου, μεταξύ άλλων, και προφανώς υπό την πίεση δυτικών κυβερνήσεων, χαρακτήρισε τις διμερείς επαφές «χρήσιμες» και άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι «το όνομα δεν αποτελεί αδιαπραγμάτευτο όρο»(!)
Το αξιοσημείωτο -και μέχρι ξεκαρδίσματος στα γέλια- είναι ότι την επομένη της εν λόγω τηλεοπτικής συνέντευξης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, βομβαρδιζόμενος από ερωτήσεις των δημοσιογράφων, αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει ότι «η ανακοίνωση Σαμαρά ισχύει»! Πράγμα που διαψεύσθηκε παταγωδώς ύστερα από ελάχιστες ημέρες… (Μέχρι το σημείο αυτό του παρόντος άρθρου άντλησα ορισμένες σημαντικότατες πληροφορίες από το εξαίρετο βιβλίο του Σταύρου Λυγερού «Εν ονόματι της Μακεδονίας», διανθίζοντάς τες με διατυπώσεις και σχόλια της αφεντιάς μου.)
Δεν πρόκειται να παρελθοντολογήσω άλλο -τα διαδραματισθέντα, άλλωστε, κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Αρχηγών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είναι πασίγνωστα, όπως και η επακολουθήσασα εκπαραθύρωση του Αντώνη Σαμαρά από το υπουργείο των Εξωτερικών- και θα κάνω αμέσως ένα χρονικό άλμα στα συμβαίνοντα αυτές τις ημέρες. Ημέρες πλήρους αποπροσανατολισμού της διεθνούς κοινής γνώμης εκ μέρους της ηγεσίας του κρατιδίου των Σκοπίων (και με τις οφθαλμοφανέστατες πλάτες των πατρώνων του Αμερικανών). Εννοώ τις περιβόητες επιστολές με τις οποίες τίθεται αιφνιδίως «μειονοτικό» θέμα. Ύπαρξη δηλαδή «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα!
Όταν απεστάλη η επιστολή Γκρούεφσκι στον Κώστα Καραμανλή, ΟΥΔΕΙΣ μπορούσε να φανταστεί ότι θα ακολουθούσε… βιομηχανία επιστολών προς πάσαν κατεύθυνση. Ούτε ο ίδιος ο έλληνας πρωθυπουργός, υποθέτω. Διότι, εάν το φανταζόταν, δύσκολα θα αποφάσιζε να του απαντήσει ευθέως και σε προσωπικό επίπεδο.
Ανήκω στη χορεία εκείνων που διαφώνησαν εξαρχής με την επιλογή Καραμανλή να ασχοληθεί, απαντώντας του (και αποκαλώντας τον, δύο φορές μάλιστα, «κύριο πρωθυπουργό»), με το προκλητικό ανοσιούργημα του επιστολογράφου του. Ο έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε κάλλιστα να προβεί σε δηλώσεις προς τον ελληνικό και ξένο Τύπο, αποκαλύπτοντας με σκληρές διατυπώσεις την παρελκυστική τακτική Γκρούεφσκι, ο οποίος απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί στο ΜΟΝΟ ΘΕΜΑ που απασχολεί τις δύο πλευρές, ΤΟ ΟΝΟΜΑ.
Ο κ. Καραμανλής διέθετε και άλλη εναλλακτική λύση. Με δεδομένο ότι η αρμοδιότητα για την εξεύρεση κοινά αποδεκτού ΟΝΟΜΑΤΟΣ ανήκει στα Ηνωμένα Έθνη, θα μπορούσε να απευθυνθεί προσωπικά στον Γενικό Γραμματέα του διεθνούς οργανισμού, εκθέτοντας αναλυτικά τις ελληνικές θέσεις και επισυνάπτοντας αντίγραφο της επιστολής Γκρούεφσκι. Δεν έπραξε, όμως, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, που θα ήταν, είτε το ένα είτε το άλλο, απείρως προτιμότερο, επιλέγοντας μια εμπεριστατωμένη απαντητική επιστολή στην οποία δεν παρέλειψε, ωστόσο, να συμπεριλάβει τη λίαν ενοχλητική για τους Έλληνες φράση ότι
«η Ελλάδα, από το 1993, έχει επιδείξει καλή θέληση»… Από το 1993 και εντεύθεν δηλαδή, ζητώντας έμμεσα συγγνώμη για την προ του 1993 στάση της χώρας μας… Τα τονίζω αυτά, διότι έχω την αίσθηση ότι συρόμαστε αμήχανοι ΠΙΣΩ από τα γεγονότα, αντί να τα προβλέπουμε και να ενεργούμε αναλόγως.
Αναρωτιέμαι αν έχουμε συμμάχους, έστω στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως ο κ. Μπαρόζο, σε αντίθεση με τον προπαγανδιστικού τύπου εκθειασμό εκ μέρους της ΝΔ της απαντητικής επιστολής του στον Γκρούεφσκι, δήλωσε αναρμοδιότητα ως σύγχρονος Πόντιος Πιλάτος, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ ΤΙΣ ΚΙΒΔΗΛΕΣ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΚΡΟΥΕΦΣΚΙ. (Τα άλλα που συνέστησε στον επιστολογράφο του για «επίδειξη ρεαλισμού» και βούληση για «να επιλυθεί το πρόβλημα της ονομασίας» είναι αυτονόητες σάλτσες.)
Τελικά ποιο είναι το σκεπτικό του σκοπιανού (ή μάλλον του αμερικανοσκοπιανού) αιφνιδιασμού; Την απάντηση, πειστικότατη για μένα, τη δίνει ο Γ. Χαρβαλιάς στο «Έθνος» της Τετάρτης: «Ακολουθεί το τουρκικό πρότυπο διπλωματικής προσέγγισης των τελευταίων δεκαετιών. Φορτώνουμε, δηλαδή, την ατζέντα με όλων των ειδών τις αξιώσεις και στο τέλος… όλο και κάτι μένει».
Όσο για τον πρόεδρο Τσερβενκόφσκι, που διαφωνεί με τον πρωθυπουργό του, ας μην κάνουμε, προς Θεού, το σφάλμα να τον θεωρήσουμε σύμμαχό μας. Τα παιχνίδια του παίζει κι αυτός, τα οποία πόρρω απέχουν από τα ελληνικά συμφέροντα.


Σχολιάστε εδώ