Η ΛΥΠΗΡΑ ΚΑΙ ΑΔΟΞΟΣ ΩΔΗ ΤΩΝ ΜΑΪΜΟΥΔΩΝ ΕΔΩ, ΚΑΙ ΟΥΧΙ ΣΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΒΕΡΜΟΥΔΩΝ

Όταν γνωρίσεις μιά μαϊμού
θέλεις νά τή φιλήσεις
θέλεις νά κάνεις μετ’ αυτής
ταρζανικάς ασκήσεις.

Η γοητεία σέ τραβά
νά δείς τή μαϊμουδίτσα
νά κάνει τούμπες καί λοιπά
μέσα σέ μιά αγκαλίτσα.

Ο νόμος τής εξέλιξης
τού συνετού Δαρβίνου
σέ εγκλωβίζει, σ’ οδηγεί
στά τείχη τού Πεκίνου.

Εκεί όπου θά γίνουνε
κάποιοι φαιδροί αγώνες
όπως τούς καταντήσανε
τό κέρδος κι οι αιώνες.

Τώρα τί σχέση έχει αυτό
μέ τίς ζογκλέρ μαϊμούδες
… αφήστε το καλύτερα
κι άς πάμ’ όλοι γιά βρούβες.

Πεκινουά κι άλλοι τινές
σκύλοι μιάς δυναστείας,
είτε είναι μαντρόσκυλα
είτε ράτσας αστείας,

μάς δάγκασαν αλύπητα
και έχουμε λυσσάξει
κι αναζητούμε μιά σωστή
και μιά γενναία πράξη.

Νά βγούμε απ’ τό έρεβος
νά πάρουμε ανάσα
διότι πολύ μάς πότισαν
όξος ώς καί ποτάσα.

Όμως στερούμεθα ανδρών
ανθρώπων μέ βαρίδια
καί κολυμπάμε συνεχώς
στά ίδια καί τά ίδια.

Καί η μαϊμού πάντα εκεί
τούμπα καί δός του τούμπα,
όπως συνέβαινε παλιά
στού Πειραιώς τήν Τρούμπα.

Η «τούμπα» είναι άσκηση
τού σώματος, τής κνήμης,
όμως ουχί τής λογικής
καί τής χαμένης μνήμης.

Η μνήμη αναχώρησε
από τόν τόπο τούτο
κι η κεφαλή η αδειανή
εβλήθη από σκορβούτο.

Σκορβούτο, νόσος ναυτική
(έλλειψις βιταμίνης
τό όνομά της είναι C)
ώς καί πενία αμύνης.

Άς ξαναπάμε στήν μαϊμού
στήν Ταρζανία χώρα
στήν ζούγκλα τού Ελληνιστάν
(άντε γραφίς, προχώρα).

Προχώρα, πού νά σέ χαρώ.
τανύζονται οι νευρώνες,
γιά Φαρισαίους μίλα μου
κι ύστερα γιά Τελώνες.

Οι μαϊμούδες τό λοιπόν
άρχουνε εκ τού σκότους
καί καθιστούν αόρατο
μόνο τόν εαυτό τους.
Κι οι δύστυχοι πολιτικοί
τούς στρώνουνε χαλάκια
νά περπατούν βασιλικά
σέ λούμπεν καναλάκια.

Κανείς δέν δένει τή μαϊμού
διότι γρατζουνάει,
όταν τής πουν «Κάτσε καλά»
τόν τέτανο ξερνάει.

ΕΤΣΙ ΜΟΛΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΝ
ΚΙ Ο ΠΑΝ ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΕΙ
ΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ
ΠΟΥ ΠΙΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ.
………………………………………………………………………………………………………………

«Σκώμματα επέτρεπεν ο Νόμος καί στή Σπάρτη κατά τά συσσίτια (…).
Τό δέ γελοιοποιούμενο πρόσωπο δέν είχε δικαίωμα νά διαμαρτυρηθή
διά τάς κατ’ αυτού βωμολοχίας. Έπρεπε μέχρι τέλους
νά υπομείνει αγογγύστως τήν επίθεση.»
(Μελέτη: ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1939).


Σχολιάστε εδώ