2η ανοικτή επιστολή αφελούς -και αναιδούς- Ελλαδίτη προς τον Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια αλλά και στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου και τον κυπριακό λαό
Με δεδομένη την αδιαλλαξία και προκλητικότητα της Άγκυρας, καθώς και τα ασφυκτικά περιθώρια εντός των οποίων είναι υποχρεωμένος να κινείται ο κ. Ταλάτ, γεγονός που πιστοποιείται συνεχώς, η διαφαινόμενη ειλημμένη απόφαση του κ. Χριστόφια να προχωρήσει σε απευθείας διαπραγματεύσεις, αναιρώντας μάλιστα πρόσφατες τοποθετήσεις του περί του αντιθέτου, επιδέχεται δύο ερμηνείες:
Σύμφωνα με την πρώτη, η τακτική της συναίνεσης στην έναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων, παρά την απουσία προϋποθέσεων για την επίτευξη δίκαιης και βιώσιμης λύσης, εντάσσεται σε μια στρατηγική αποδοχής μιας έστω κακής λύσης ως προτιμότερης από την παράταση του αδιεξόδου. Η άποψη ότι μη λύση ίσον διχοτόμηση που υποστήριζε ο Πρόεδρος προεκλογικά -και διατυπώνεται ακόμα ανοιχτά από υποστηρικτές του όπως ο κ. Βοσκαρίδης, που μου έκανε την τιμή να απαντήσει στα αφελή ερωτήματά μου- συνοψίζει επιγραμματικά τη θέση.
Θα μπορούσε όμως η ίδια διαπραγματευτική τακτική, της συναίνεσης δηλαδή στην έναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων, παρά τους κακούς οιωνούς, να υπηρετεί και μια διαμετρικά αντίθετη στρατηγική που θα εκκινούσε από την παραδοχή ότι μια κακή λύση είναι αυτή που θα οδηγούσε στη διχοτόμηση. Στην περίπτωση αυτή όμως η εμπλοκή στις απευθείας διαπραγματεύσεις δεν θα ήταν προϊόν αδυναμίας αλλά συνειδητή επιλογή να «στριμωχτεί» η άλλη πλευρά να αντιμετωπίσει το δίλημμα ή να αποδεχτεί βασικούς όρους που θα εξασφάλιζαν το δίκαιο και βιώσιμο της λύσης ή να φέρει ακέραια την ευθύνη για το ενδεχόμενο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.
Δεν θα κάνουμε εδώ δίκη προθέσεων. Θα κάνουμε όμως μερικές επισημάνσεις:
1)H πρώτη «στρατηγική» πάσχει ηθικά και πολιτικά γιατί βασίζεται στον φόβο και την κόπωση, στην έλλειψη πίστης στο δίκιο μας και στην έλλειψη σεβασμού στη λαϊκή εντολή του συντριπτικού ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν. Τα παραπάνω θα συντελούσαν στο να οδηγηθεί όποιος την ακολουθήσει σε διαπραγματεύσεις από θέση αδυναμίας, με αναπόφευκτη -λογική και φυσική- κατάληξη την αποδοχή κάποιας εκδοχής του διχοτομικού σχεδίου.
2)Η ηθική και πολιτική υπεροχή, αλλά και η διαπραγματευτική ισχύς, της δεύτερης στρατηγικής συνίσταται ακριβώς στο ότι εδράζεται στη λαϊκή εντολή του 2004 και υπηρετεί την αναζήτηση λύσης σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο, τα ψηφίσματα του
ΟΗΕ και το δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες η διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει από θέση πολιτικής ισχύος, ώστε να οδηγηθεί η άλλη πλευρά, εφόσον αδυνατεί να δεχθεί δίκαιη και βιώσιμη λύση, να αναλάβει το βάρος του ναυαγίου ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης.
3) Στην περίπτωση που υιοθετείται η δεύτερη στρατηγική, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον η συγκεκριμένη τακτική (άμεση έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων) είναι η ενδεδειγμένη. Μήπως δηλαδή υπάρχει άλλη τακτική που την υπηρετεί καλύτερα; Πιστεύω πως ναι. Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού της κατοχικής δύναμης κ. Ερντογάν με το μισό υπουργικό συμβούλιο στην 34η επέτειο της εισβολής, η οποία γιορτάστηκε με προκλητικές παρελάσεις και υπερπτήσεις και συνοδεύτηκε από δηλώσεις του ιδίου -αλλά και του κ.Ταλάτ- παντελώς ασυμβίβαστες με το υποτιθέμενο συμφωνημένο πλαίσιο της μιας κυριαρχίας, μιας ιθαγένειας κ.λπ., καθώς και η εμφανής έλλειψη προόδου στις ομάδες εργασίας και τις τεχνικές επιτροπές αποτελούν επαρκή λόγο για τη μη ανακοίνωση ημερομηνίας έναρξης απευθείας διαπραγματεύσεων στη συνάντηση Χριστόφια-Ταλάτ της 25ης Ιουλίου. Τούτο δεν θα σήμαινε αναγκαστικά ότι σπάει οριστικά και τελεσίδικα η διαδικασία και το μόνο που απομένει είναι η άμεση προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη για την εφαρμογή των ψηφισμάτων τους. Η απειλή όμως της τελευταίας και η δήλωση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις ως πρόβατο επί σφαγή είναι κίνηση επιβεβλημένη για να ισορροπήσει τις τελευταίες προκλήσεις της άλλης πλευράς και να εγκαινιάσει τις απευθείας διαπραγματεύσεις, όποτε αυτές ξεκινήσουν τελικά, με στοιχειώδεις όρους ισοτιμίας. Βέβαια όσο υπάρχουν κατοχικά στρατεύματα στην Κύπρο δεν μπορεί, όχι τόσο η δική μας όσο η άλλη πλευρά, να διαπραγματεύεται ελεύθερα και καμία δίκαιη και βιώσιμη λύση δεν μπορεί να προκύψει.
4) Εν όψει των παραπάνω, θα περίμενε κανείς ότι στο κορυφαίο αυτό πολιτικό και πολιτειακό θέμα η πολιτική ηγεσία θα επιδίωκε ανοικτό δημόσιο διάλογο για την οικοδόμηση αρραγούς εσωτερικού μετώπου, ανθεκτικού σε πιέσεις και εκφοβισμούς. Θα επεδίωκε, αν όχι την ομοφωνία, τουλάχιστον τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Στην τελευταία του όμως τηλεοπτική συνέντευξη, ο Πρόεδρος Χριστόφιας, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι μόνο η ομόφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου θα τον δέσμευε. Ελλείψει ομοφωνίας -πράγμα απίθανο- θα ενεργήσει, δήλωσε, κατά την κρίση του. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δήλωση αυτή, πέραν του αλαζονικού ύφους που ουδόλως ταιριάζει στην περίσταση, δεν διασκεδάζει τις υπόνοιες ότι ο Πρόεδρος θα επιχειρήσει να επιβάλει διαδικασία -και ίσως λύση- στην ελληνοκυπριακή πλευρά που να απαιτεί παρόμοιες μεθόδους…
Εύχομαι βέβαια να μην είναι έτσι τα πράγματα και να αδικώ τον Πρόεδρο. Θα χαρώ να ντραπώ και να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη. Αν όμως επιμείνει στη δήλωσή του επί της διαδικασίας στο Εθνικό Συμβούλιο, στοιχειώδης δημοκρατική ευαισθησία θα επέβαλε να υποβάλει το όποιο σχέδιο λύσης προκύψει από τις διαπραγματεύσεις στον κυπριακό λαό προς έγκριση. Εκτός των άλλων, μια τέτοια δήλωση θα ενίσχυε και τη διαπραγματευτική του θέση.